Φάνης Μαλκίδης
Μέρος της ομιλίας στο ετήσιο μνημόσυνο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος της Σάντας
1. Γυναίκες και παιδιά ως στόχος
Η Γενοκτονία των Ελλήνων που ζούσαν στο οθωμανικό κράτος, αποτέλεσαν την τραγικότερη σελίδα της ζωής του Ελληνισμού και στοίχισαν τη ζωή σε 1.000.000 Έλληνες. Ιδιαίτερη θέση σ΄ αυτήν την περίοδο κρατά η γυναίκα και το μικρό παιδί, τα οποία αποτέλεσαν αφενός συγκεκριμένο στόχο του προμελετημένου εγκλήματος, λόγω του ειδικού τους βάρους στην κοινωνία και την οικογένεια, αφετέρου ήταν αποδέκτες όλων των επιπτώσεων της γενοκτονίας (χηρεία, προσφυγιά, βιασμός, ορφάνια κ.ά).
Με την στρατολόγηση, την εξορία, τα τάγματα εργασίας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι νεοτουρκικές και κεμαλικές ομάδες δολοφονούσαν τους άνδρες. Πίσω στις οικογενειακές εστίες έμεναν ως στηρίγματα οι γυναίκες, έχοντας να προστατεύσουν παιδιά και ηλικιωμένους και να διατηρήσουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης-επιβίωσης. Μετά τη δολοφονία των ανδρών, οι γυναίκες απετέλεσαν το κομμάτι εκείνο του πληθυσμού, πάνω στο οποίο κάθε χτύπημα θα επέφερε σημαντικό πλήγμα συνολικά στην εθνική ομάδα. Η γυναίκα είναι η πηγή της ζωής, κάθε δολοφονία στερούσε από τον Ελληνισμό τη βιολογική του συνέχεια. Όπου δεν μπορούσε να γίνει αυτό, υπήρχε ο βιασμός και ο καρπός της αγάπης, του έρωτα, των πιο ωραίων ανθρώπινων συναισθημάτων, η μητρότητα και η οικογένεια, μετατρεπόταν σε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, σε παντοτινή υπενθύμιση του εγκλήματος. Παράλληλα υπήρχε ο βιασμός των εγκύων και μετέπειτα η δολοφονία μητέρας και εμβρύου, υπήρχε ο εγκλεισμός χιλιάδων γυναικών σε τουρκικά σπίτια. Άλλες γυναίκες αναγκάστηκαν να παραδώσουν τα βρέφη τους στους αντάρτες, ώστε το κλάμα τους να μη τους προδώσει στους διώκτες τους.
Παράλληλα υπήρξε μία ομάδα γυναικών και παιδιών η οποία κάτω από ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες, έχασε τη θρησκευτική και εθνική της ταυτότητα και οδηγήθηκε για πάντα στο σκοτάδι της άγνοιας της καταγωγής και της προέλευσης. Ενδεικτικές καταγραφές Ελληνόφωνων, μουσουλμάνων ή /και κρυπτοχριστιανών γυναικών και παιδιών υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Είναι διαπιστωμένο πλέον από τα στοιχεία που διαθέτουμε ότι ένα ειδικό σχέδιο εξόντωσης αφορούσε τις γυναίκες και τα παιδιά. Έτσι παράλληλα με τη Γενοκτονία,τελέσθηκε και μια Γυναικοκτονία και μία Παιδοκτονία.
Η εφαρμογή μιας πολιτικής μαζικής βίας ενάντια στις γυναίκες και τα παιδιά με τη βίαιη αρπαγή γυναικών και τον εγκλεισμό τους σε οικίες Τούρκων, το βίαιο εξισλαμισμό τους, τους μαζικούς βιασμούς και βίαιες εγκυμοσύνες, τη δολοφονία εγκύων γυναικών, τη βίαιη αρπαγή παιδιών, βρεφών από τις μητέρες τους, από τις οικογένειές τους και μεταφορά τους σε τουρκικές οικογένειες, αποτέλεσε ειδική παράμετρο του μαζικού εγκλήματος. Ο Γάλλος συγγραφέας Φ. Σαντιό (F. Santiaux) αναφέρει ότι «τις γυναίκες και τις κοπέλες η Διοίκηση τις διαμοίρασε χαρέμια, άλλες κλείστηκαν με τη βία σε οίκους ανοχής και έγιναν ιδιοκτησία των Τούρκων. Άλλες τις οδήγησαν στις φυλακές οι χωροφύλακες για τις βιάσουν….. Στις πύλες των πόλεων υπάρχουν σκλαβοπάζαρα με μεγάλη πελατεία, εκεί πουλιούνται οι γυναίκες, τα κορίτσια και τα παιδιά που απήγαγαν οι τουρκικές ή κουρδικές συμμορίες στο διάβα τους».
2. Το Ολοκαύτωμα στη Σάντα
Η αντίσταση της γυναίκας σε αυτές τις πολιτικές βίας έχει διάφορες μορφές. Από την ένοπλη αντίσταση με τη συμμετοχή στο αντάρτικο, έως την επιλογή του θανάτου, αντί να υποστεί τον εξευτελισμό και την ταπείνωση.
Τον Οκτώβριο του 1921 πληροφορούμαστε για δέκα χιλιάδες γυναικόπαιδα, τα οποία «ευρίσκοντο στα όρη της Μπάφρας», τα οποία προσπαθούσαν να σωθούν από τους κεμαλικούς και «ειρημένος οπλαρχηγός είπεν ημίν ότι ειρημένα γυναικόπαιδα διατρέχουσι κίνδυνο σφαγής, επομένως δέον ληφθή πρόνοια προς σωτηρίαν αυτών και μεταφοράν στην Ελλάδα».
Το 1922 το Οικουμενικό Πατριαρχείο πληροφορούσε ότι «γυναικόπαιδα εικοσιτριών ελληνικών χωριών της περιφερείας Κερασούντος και οχτώ ελληνικών χωρίων της περιφερείας Πουλαντσάκης ενεκλείσθησαν υπό των στρατιωτών του Τοπάλ Οσμάν εν ταις οικίαις αυτών, πυρποληθείσαις και αποτεφρώθησαν».
Μια ειδικότερη μορφή αντίστασης που συναντάται όχι μόνο στη Σάντα, αλλά και σε άλλες περιοχές είναι η εγκατάλειψη των βρεφών χάριν της σωτηρίας του συνόλου και της ομάδας.
Στη Σάντα υπήρχαν μαζί με τους αντάρτες, οι οποίοι ανέλαβαν δράση για να προστατέψουν οι γυναίκες και παιδιά, όπως μας πληροφορούν οι Σανταίοι της ενορίας Πιστοφάντων. Το Σεπτέμβριο του 1921 οι αντάρτες μαζί με το δυσκίνητο αυτό το σώμα των γυναικόπαιδων, δέχτηκαν επίθεση. Η διαφυγή ήταν δύσκολη και η μόνη λύση ήταν να σταλούν μόνες οι γυναίκες και τα παιδιά σε ασφαλές σημείο.
Η απόφαση συνάντησε την άρνηση των γυναικών, και η κατάσταση έγινε τραγική ακόμη περισσότερο με τα κλάματα των μικρών παιδιών. Τότε «πολλά παιδιά, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους και μη θέλοντας να χωρισθούν εκ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου». Ο αρχηγός των ανταρτών της Σάντας καπετάν Ευκλείδης Κουρτίδης στο ημερολόγιο του γράφει ότι «ο στρατός, όταν είδε ότι δεν είμαστε εκεί επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο και ανέβηκαν εις Μερτσιάν Λιθάρ, όπου βρήκαν τα έξι μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Μέραρχον και ήλθαν επί τόπου. Και όταν είδε τα μικρά σφαγμένα διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω και να μαζευθούν όλοι στη Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω λέγων ότι οι άνθρωποι που σφάζουν τα παιδιά τους είνε αδύνατον να παισθούν και ως εκ τούτο είνε περιττόν να μείνωμε…».
Στις περισσότερες από αυτές τις γυναίκες της Σάντας και άλλων περιοχών οι οποίες παρέδωσαν τα βρέφη τους στους αντάρτες, είχαν κλονισμό της ψυχικής τους υγείας, αφού επέζησαν των βιαιοτήτων και των σφαγών εκδηλώνονταν αργότερα το σύνδρομο και η ενοχή του διασωθέντα.
Η σκέψη τους και η μνήμη τους σταμάτησε στα γεγονότα των διωγμών και των σφαγών, εμφάνιζαν συμπτώματα διαρκούς άγχους και διαρκών καταπτώσεων, ανέπτυξαν ένα ιδιαίτερο ψυχισμό, ο οποίος αποτυπώθηκε σε όλες τις συλλογικές εκφράσεις των Ελλήνων, όπως είναι τα μνημεία στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν κεντρικές παραστάσεις γυναικών.
3. Γυναικοκτονία και Παιδοκτονία
Πολλές από τις γυναίκες και παιδιά μετά την Γενοκτονία δεν κατέληξαν στην Ελλάδα, αλλά ως μικρές ορφανές απροστάτευτες γυναίκες και παιδιά έφυγαν εκτός Ευρώπης, και κυρίως στις ΗΠΑ, σε άτεκνες οικογένειες. Υπολογίζεται ότι μετά τη Γενοκτονία υπήρξαν χιλιάδες ορφανά για τον αριθμό των οποίων μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Εάν διαβάσουμε τις μαρτυρίες των ορφανών, θα καταλάβουμε ορισμένα μόνο από αυτά που πέρασαν αυτά και οι γονείς τους, κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας. Αυτές οι μαρτυρίες φανερώνουν ένα μικρό μέρος της τραγωδίας του μαζικού εγκλήματος και του παράλληλου εγκλήματος, της Γυναικοκτονίας και της Παιδοκτονίας. Είναι χαρακτηριστική η στιγμή που φανερώνει και το μέγεθος του εγκλήματος, όταν ο Γάλλος πρόξενος δικαιολόγησε την καθυστέρηση της άφιξής του σε γεύμα στη Σμύρνη, λόγω του γεγονότος ότι «η λέμβος που τον έφερεν από το γαλλικόν πλοίον, προσέκρουσεν εις πτώματα Ελληνίδων γυναικών που έπλεον εις την παραλίαν!».
Έχει ενδιαφέρον από κάθε άποψη η σύσταση από την Κοινωνία των Εθνών, της ερευνητικής επιτροπής για τον εκτοπισμό γυναικών και παιδιών, η οποία εξέτασε την τις βιαιότητες εναντίον του αρμενικού πληθυσμού, αλλά και του ελληνικού. Η ειδική ανακριτική επιτροπή η οποία δημιουργήθηκε για να διερευνήσει το ζήτημα των γυναικών και των παιδιών που απήχθηκαν και κλείστηκαν σε ιδρύματα και οικίες με σκοπό τον εξισλαμισμό και την εκμετάλλευση ανακάλυψε πλαστά έγγραφα τα οποία τα εμφάνιζαν ως μουσουλμανικού θρησκεύματος, ενώ ο Έλληνας εκπρόσωπος στην έκθεσή του ανέφερε ότι «300.000 γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν και κρατούνται».
Ο επίλογος της μαζικής δολοφονίας, εξευτελισμού, εξανδραποδισμού, χειραγώγησης των γυναικών και των ορφανών γράφτηκε στην Ελλάδα και σε άλλα μέρη της προσφυγιάς. Η γυναίκα και τα ορφανά έψαχναν τους αγνοουμένους τους στην Ελλάδα (αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού), τους εναπομείναντες συγγενείς της στην πατρία (εξισλαμισμένοι) και θρηνούσαν τους νεκρούς της. Καταυλισμοί και ορφανοτροφεία ήταν τα σπίτια τους μετά τον ξεριζωμό, όπου άρχισε μία νέα ζωή με έντονες μνήμες από το παρελθόν.