23η Φεβρουαρίου 1943: Η εκτέλεση αθώων Ελλήνων από τους Γερμανούς στο σιδηροδρομικό σταθμό Κατερίνης
Το βράδυ της 18ης Φεβρουαρίου, όταν ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ που είχε στρατοπεδευσει έξω από την Καλλιθέα Ελασσόνας, επιτέθηκε στο μετάλλιο χρωμιου, το οποίο ήταν σημαντικής σημασίας για τους Γερμανούς, (πρώτη ύλη στην κατασκευή των πάντσερ)
Οι αντάρτες κατέστρεψαν μεγάλο τμήμα του μεταλλείου, πήραν αιχμάλωτους τους Γερμανούς και απορρόφησαν στις τάξεις τους τους εργάτες. Τα αντίποινα ήταν άμεσα και στις 20 Φεβρουαρίου ειδικό απόσπασμα από τη Θεσσαλονίκη κατευθύνθηκε προς τον Άγιο Δημήτριο Κατερίνης.
Τις επόμενες μέρες ήρθαν στην Κατερίνη από τη Θεσσαλονίκη τρεις Γερμανοί της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, με σκοπό να συλλέξουν περισσότερες πληροφορίες για το συμβάν. Σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε ο επικεφαλής της ομάδας Κλάασεν οι αντάρτες, οι οποίοι είχαν επιτεθεί στο μεταλλείο, πρέπει να ήταν περίπου τριάντα με πενήντα άντρες. Αφού αιφνιδίασαν τους δύο Γερμανούς, αφαίρεσαν τα όπλα τους και τους συνέλαβαν.
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του Κλάασεν, οι αντάρτες εξουδετέρωσαν τους τέσσερις Έλληνες χωροφύλακες που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη του μεταλλείου. Στη συνέχεια λεηλάτησαν τα καταλύματα των Γερμανών, αφαιρώντας διάφορα είδη ένδυσης και εξοπλισμού, έπιπλα και τρόφιμα. Επίσης, προξένησαν φθορές στις μηχανές, σκόρπισαν τις πρώτες ύλες, αφαίρεσαν ποσότητες εκρηκτικών και στο τέλος έβαλαν φωτιά με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοκληρωτικά οι εγκαταστάσεις του μεταλλείου. Από την καταστροφή διασώθηκε μόνο ο εξοπλισμός που υπήρχε στις στοές, καθώς και τα καταλύματα των εργατών.
Πολλοί Αηδημητρινοί φοβούμενοι τα αντίποινα των Γερμανών έφυγαν από το χωριό και κρύφτηκαν στο δάσος, σε καλύβες. Στο χωριό παρέμειναν οι ηλικιωμένοι και κάποιοι που δεν πίστευαν ότι οι Γερμανοί θα προέβαιναν σε αντίποινα. Για την προστασία όμως του χωριού και όσων απέμειναν συγκροτήθηκε μια ομάδα είκοσι περίπου ατόμων και έστησαν δύο παρατηρητήρια στις δυο άκρες του χωριού.
Τη νύχτα της 21ης Φεβρουαρίου, ο Γερμανικός λόχος που είχε φτάσει από τη Θεσσαλονίκη, κατευθύνθηκε προς στον Άγιο Δημήτριο. Καθώς πλησίαζαν οι Γερμανοί στο χωριό, παρά τις προφυλάξεις με τις οποίες κινούνταν, έγιναν αντιληπτοί από το παρατηρητήριο του Αη-Θανάση. Οι άνθρωποι που ήταν στο παρατηρητήριο έριξαν πυροβολισμούς εναντίον τους, χωρίς όμως να απαντήσουν οι Γερμανοί. Το γεγονός αυτό όμως έδωσε την ευκαιρία σε ορισμένους ακόμη κατοίκους του χωριού να προλάβουν να φύγουν. Μόλις ξημέρωσε, οι Γερμανοί κινήθηκαν προς το παρατηρητήριο, που ήταν στον Αη-Θανάση, αναγκάζοντας τους αντάρτες να αποσυρθούν στη θέση «Πουρνάρια».
Οι Γερμανοί έστησαν πολυβόλα εκεί και γάζωσαν με ριπές το χωριό. Στη συνέχεια μπήκαν στο χωριό και συγκέντρωσαν στην πλατεία όσους κατοίκους βρήκαν. Αμέσως με τη σύλληψη των ομήρων, δόθηκε διαταγή στον πρόεδρο του Αγίου Δημητρίου Δημητράκη Τσαλό να συναντήσει τους αντάρτες και να τους μεταφέρει το γερμανικό τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο καλούνταν οι αντάρτες να παραδώσουν τους δυο Γερμανούς ομήρους μέχρι τις 12 το μεσημέρι της 23ης Φεβρουαρίου. Σε διαφορετική περίπτωση οι όμηροι θα εκτελούνταν.
Το απόγευμα της Κυριακής 21 του μηνός, οι Γερμανοί επιβίβασαν 40 άτομα από τους συλληφθέντες σε καμιόνια και ξεκίνησε η φάλαγγα για την Κατερίνη. Στο δρόμο συνάντησαν πέντε Λιβαδιώτες, οι οποίοι επέστρεφαν στο χωριό τους. Τους συνέλαβαν και ελευθέρωσαν πέντε ομήρους, κυρίως γυναίκες.
Στο μεταξύ, οι αντάρτες που ειδοποιήθηκαν για την επιχείρηση των Γερμανών, έστειλαν μια ομάδα, η οποία έστησε ενέδρα στη θέση Χλιαριά χωρίς όμως να επιτύχουν το σκοπό τους.
Οι Γερμανοί μόλις έφτασαν στην Κατερίνη έκλεισαν τους ομήρους αρχικά στο κτήριο του σημερινού 5ου Γυμνασίου (στο παλιό Γυμνάσιο) και στη συνέχεα τους οδήγησαν στον Σιδηροδρομικό Σταθμό και τους έκλεισαν σε ένα βαγόνι.
Τη Δευτέρα το πρωί, 22 Φεβρουαρίου, ένα γερμανικό αυτοκίνητο ανέβηκε στον Άγιο Δημήτριο με σκοπό να παραλάβει τους δυο Γερμανούς αιχμαλώτους σε περίπτωση που τους απελευθέρωναν οι αντάρτες. Την ίδια μέρα αντιπροσωπεία τεσσάρων κατοίκων του Αγίου Δημητρίου, συγγενείς των ομήρων, πήγε στο Πύθιο, όπου και συνάντησε τους αντάρτες και τους ζήτησε να ελευθερώσουν τους δυο Γερμανούς, χωρίς όμως να γίνει δεκτό το αίτημά τους.
Την Τρίτη το πρωί, 23 Φεβρουαρίου, οι Γερμανοί προέβησαν σε μια ακόμη σύλληψη. Συνέλαβαν και φυλάκισαν μαζί με τους υπόλοιπους ομήρους τον Αιμίλιο Ξανθόπουλο, δήμαρχο Κατερίνης κατά την περίοδο 1933-1937, ο όποιος ήταν επιμελητής τροφοδοσίας των εργατών του μεταλλείου, με την κατηγορία ότι εφοδίαζε τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Με τη λήξη του γερμανικού τελεσιγράφου, την Τρίτη το μεσημέρι, και αφού δεν είχε επιστρέψει το αυτοκίνητο με τους δυο Γερμανούς ομήρους, οι Γερμανοί επιστράτευσαν 15 κατοίκους από κεντρικό καφενείο της πόλης τους εφοδιάσαν με φτυάρια κ τσαπια και τους οδήγησαν σ ένα βάλτοχωραφο έξω απ τον Σιδ. Σταθμό Κατερίνης.
"Ξαφνικά το μεσημέρι Γερμανοί στρατιώτες με τα αυτόματα στα χέρια τους μπλόκαραν το καφενείο της Δημοτικής Αγοράς και άρπαξαν καμιά δεκαπενταριά γερούς και χεροδύναμους άντρες, θαμώνες του καφενείου, τους οποίους διέταξαν να τους ακολουθήσουν. Τρομοκρατημένοι οι συμπολίτες μας από το φόβο μήπως έχουν την τύχη των Αη-δημητριανών τους ακολούθησαν ως τη «Φελδ-Κομαντατούρ», όπου τους ανέμενε μια άλλη οδυνηρή έκπληξη. Τους έδωσαν από ένα κασμά και φτυάρι, έθεσαν επικεφαλής τους τον Έλληνα διερμηνέα που είχαν στην υπηρεσία τους και τους διέταξαν να τραβήξουν με τα πόδια στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Ήταν ολοφάνερο για πού τους προόριζαν".
Χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή καθώς οι όμηροι οδηγήθηκαν πίσω από ένα σταθμευμένο τρένο που έκοβε τη θέα, γράφτηκε ο επίλογος, αφού τη σιωπή που επικρατούσε τη διέκοψε το κροταλιασμα των γερμανικών πολύ βολών κόβοντας το νήμα της ζωής των ομήρων.
ΑΘΆΝΑΤΟΙ!!!