Γεννήθηκε τὸ 1864 στὴ Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας Ἐργάστηκε μὲ ζῆλο καὶ ἐπιτυχία γιὰ τὴν προάσπιση τῶν ἐθνικῶν ἑλληνικῶν δικαίων καὶ ἰδιαίτερα συνεργάστηκε γι' αὐτὰ μὲ τὸν μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902-1910), τὸν κατόπιν ἐθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης (1910-1922).
Ὄντας πατέρας πνευματικὸς καὶ προστάτης τοῦ ποιμνίου του, ἔσωσε πολλοὺς φυλακισμένους καὶ μελλοθανάτους. Φυγάδευσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποιμνίου του σὲ ἀσφαλεῖς τόπους, ἐκτός των τουρκικῶν ὁρίων. ἀγωνίστηκε ὄχι μόνο κατὰ τῶν τούρκων ἀλλὰ ἰδιαίτερα ἐναντίον τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου, μέλη τοῦ ὁποίου προσπάθησαν, πολλὲς φορές, νὰ τὸν δολοφονήσουν (1905). Η τουρκικὴ κυβέρνηση, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐθνικὴ δράση τοῦ Γρηγορίου, ἀνάγκασε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἀπομακρύνει τὸν Γρηγόριο, μεταθέτοντας τὸν στὴ νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιῶν στὶς 22 Ἰουνίου 1908, ὅπου ὁ Γρηγόριος συνέχισε τὴν ἐθνική του δράση. Τὸ 1918 κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους γιὰ ἐσχάτη προδοσία, δικάστηκε δύο φορὲς στὸ Στρατοδικεῖο τῆς Σμύρνης, καταδικάστηκε καὶ φυλακίστηκε. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκιση του (16 Ὀκτωβρίου 1918) καὶ τὴν κατάληψη τῶν Κυδωνιῶν ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ (19 Μαΐου 1919), ὁ Γρηγόριος δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του, γιὰ ὑποθέσεις τῆς ὁποίας πολλὲς φορὲς ἦλθε σὲ....
ἀντίθεση μὲ τὸν ὕπατο ἁρμοστή στὴ Σμύρνη Ἀριστείδη Στεργιάδη. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν ἑλληνικῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν ἀρχῶν ἀπὸ τὶς Κυδωνιές, ὁ Γρηγόριος, σὲ σύσκεψη μὲ τὴ δημογεροντία, εἰσηγήθηκε τὴν ἀναχώρηση τῶν κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν καὶ τὴ μεταφορά τους στὴ Μυτιλήνη, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴ σφαγὴ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ὑποδείξεις του δὲν ἔγιναν ἀποδεκτές. Ἔτσι τὸ δράμα τῶν κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν ἄρχισε στὶς 22 Αὐγούστου 1922, ὅταν ἄτακτος τουρκικὸς στρατὸς κατέσφαξε κοντὰ στὴν κωμόπολη Φράνελι τοῦ Ἄδραμυττηνου Κόλπου περίπου 3.000 Ἕλληνες κατοίκους τῶν Κυδωνιῶν.
Ό μητροπολίτης Γρηγόριος, παρὰ τοὺς ἐξευτελισμοὺς ποῦ ὕφιστατο ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές, τὶς ἐπισκεπτόταν καὶ ἀγωνιζόταν νὰ σώσει καὶ νὰ θρέψει τὸ ποίμνιό του. Ὅταν δὲ στὶς 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τὴ σφαγὴ τοῦ μητροπολίτη Μοσχονησίων Ἀμβροσίου καὶ τῶν 6.000 κατοίκων τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ Γρηγόριος ἀγωνίστηκε ὑπεράνθρωπα καὶ κατόρθωσε νὰ συγκατατεθοῦν οἱ Τοῦρκοι νὰ ἔλθουν ἑλληνικὰ πλοῖα ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη μὲ ἀμερικανικὴ σημαία καὶ μὲ τὴν ἐγγύηση τοῦ Ἀμερικανικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ καὶ νὰ παραλάβουν 20.000 Ἕλληνες ἀπὸ τὶς 35.000 ποῦ κατοικοῦσαν τὶς Κυδωνιές.
Ό Γρηγόριος ἀρνήθηκε νὰ ἀναχωρήσει καὶ στὶς 30 Σεπτεμβρίου οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν φυλάκισαν. Στὴ φυλακὴ βασανίστηκε φρικτὰ καὶ στὶς 3 'Ὀκτωβρίου, μαζὶ μὲ ἄλλους Ἱερεῖς καὶ προκρίτους τῶν Κυδωνιῶν ποῦ εἶχαν ἐπίσης συλληφθεῖ θανατώθηκε. Συγκακουχούμενος ὁ ἴδιος μὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀπομείνει, ὁδηγήθηκε μαζί τους σὲ ἐκτόπιση. Τέλος, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν σκάψει καὶ ἑτοιμάσει λάκκο γι’ αὐτόν, ξεψύχησε ἀπὸ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο καὶ «ἐτελειώθη» ὡς νεομάρτυς στὶς 3 Ὀκτωβρίου τοῦ 1922.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΑΙΒΑΛΙΟΥ
Την 30 Σεπτεμβρίου τοῦ 1922 οἱ Τοῦρκοι ὁρίσανε ὡς ἡμέρα ποὺ θὰ ἐπέτρεπαν καὶ στοὺς παπάδες τῶν ἕνδεκα μεγάλων ἐκκλησιῶν τοῦ Ἀϊβαλιοῦ νὰ φύγουν. Ὁ Δεσπότης πάλι εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ μείνω». Επειδή ἔμεναν ἀκόμη χριστιανοὶ στὴν πόλη. Καὶ εἶχε γνωσθεῖ ἡ τελευταία ἀγριότητα. Ὅταν οἱ Τοῦρκοι μάζεψαν τοὺς ἄντρες ἀπὸ 18-45 ἐτῶν καὶ τοὺς σκοτώσανε ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη, εἶχαν ἑξαιρέσει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὁμαδικὴ στρατολογία καὶ σφαγὴ τὰ σινάφια: τοὺς ἐπαγγελματίες, τοὺς φουρναραίους, τοὺς χτίστες, τοὺς μαραγκoύς. Ὁ διευθυντὴς τῆς ἀστυνομίας τοὺς κάλεσε ὅλους νὰ παρουσιαστoύνε. Τοὺς πῆγαν σ’ ἕνα λόφο λεγόμενο «Μπογιὰ» καὶ τοὺς σκότωσαν μὲ τσεκούρια. Ἕνας μόνο γλύτωσε καὶ εἶπε τὸ τί ἔγινε.
Τέλος, πιάσαν τὸν Δεσπότη καὶ τοὺς παπάδες. Ὕστερα ἀπὸ τέσσερις μέρες φυλακὴ καὶ βασανιστήρια, τοὺς σηκώσανε καὶ τοὺς ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη... Τοὺς γυμνώσανε, τοὺς δέρνανε, τοὺς βιάζανε νὰ περπατοῦν ξυπόλυτοι...
Ήμουν μὲ τὴν προτελευταία ἀποστολὴ σκλάβων ποὺ οἱ Τοῦρκοι ὁδηγούσανε στὸ ἐσωτερικό τῆς Ἀνατολῆς. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, εἴχαμε φτάσει στὴν Περγάμο. Μᾶς ρίξαν σὲ μίαν ἀποθήκη. Τὴν ἄλλη μέρα, κατὰ τὸ μεσημέρι, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μπῆκε ἕνα νέο κοπάδι σκλάβων. Ἦταν, σὲ ἀξιοθρήνητη κατάσταση, οἱ παπάδες τοῦ Ἀϊβαλιοῦ: ἀλλοσούσουμοι, καταματωμένοι κι αὐτοί, μὲ ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλυτοι, ἄγριοι ἀπ’ τὴ μαρτυρικὴ πορεία. Ὁ Κυδωνίων Γρηγόριος, ἂν καὶ εἶχε ξεκινήσει μαζί τους, δὲν ἔφτασε στὴν Περγάμο. Ἔξω ἀπ’ τὸ Ἀϊβαλὶ οἱ Τοῦρκοι τὸν ξεχωρίσανε μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους ἀπ’ τὸ κοπάδι καὶ τὸν παραδώσανε σ’ ἕνα ἀπόσπασμα ἐκτελεστικὸ ποὺ εἶχε, ἐκτὸς ἀπ’ τὰ ὅπλα καὶ φτυάρια. Οἱ ἄλλοι οἱ παπάδες συνεχίσανε τὸ δρόμο. Σὰν πέρασε λίγη ὥρα, ἀκούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Τὸ ἀπόσπασμα ἑνώθηκε μαζί τους ἀργότερα. Ἕνας Τοῦρκος τοῦ ἀποσπάσματος εἶπε:
«Τὸν Δεσπότη τὸν θάψαμε ζωντανό. Οἱ ντουφεκιὲς ἦταν γιὰ τοὺς ἄλλους».
(Ἠλία Βενέζη, Μικρασία χαῖρε.)