Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Παπά Θύμιος Βλαχάβας: Ο Επαναστάτης και μάρτυρας

 


          Ο παπά Ευθύμιος Βλαχάβας (1760-1809) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς προεπαναστατικούς ήρωες, που έριξαν τον σπόρο της Ελευθερίας και της Επανάστασης του 1821. Τα όσα πέρασε απαθανάτισαν τα δημοτικά μας τραγούδια και οι Ρήγας, Κολοκοτρώνης, Παν. Σούτσος, Αινιάν, Σάθας και οι ξένοι λόγιοι Πουκεβίλ, Έμερσον, Φοριέλ, Καρέλ και άλλοι.


          Ο πατέρας του παπά Θύμιου, Αθανάσιος Βλαχάβας ήταν επικεφαλής των αρματολών στα Χάσια, ορεινή περιοχή (1564 μ.), ΒΔ της Καλαμπάκας και στα σύνορα του Νομού Τρικάλων με το Νομό Γρεβενών. Πιστός Χριστιανός ανακαίνισε τη Μονή Υπαπαντής Μετεώρων και, περί το 1765, δέχθηκε τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που  σφράγισε τη ζωή του και όλων των κατοίκων της περιοχής. Σε ηλικία 76 ετών λέγεται ότι πραγματοποίησε την επιθυμία του να μεταβεί πεζός στα Ιεροσόλυμα και εκεί να αποθάνει (Βλ.σχ. Θωμά Παπακωνσταντίνου «Το προεπαναστατικό κίνημα του παπά Ευθυμίου Βλαχάβα στη Θεσσαλία (1807-1809) και οι ξένοι ιστορικοί – περιηγητές», Εκδ. Όλυμπος, Αθήνα, 1998, σελ. 14).

          Ο Αθανάσιος Βλαχάβας είχε τέσσερις γιούς. Κάποιος έπρεπε να αναλάβει το αρματολίκι. Όλοι έκριναν πιο άξιο τον παπά Θύμιο. Αυτός έως τότε επιτελούσε με ζήλο τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Κοντά σε αυτά μέσα από την «Αποκάλυψη» του Ιωάννου και τον «Χρησμό, ήτοι προφητεία του μακαρίου ιερομονάχου Αγαθαγγέλου» δίδασκε τους Έλληνες ότι το πρώτο βεβαιώνει για την τελική νίκη των Χριστιανών επί των απίστων και το δεύτερο ότι με τη βοήθεια του «ξανθού γένους» έρχεται η ελευθερία και η εθνική αποκατάσταση (Τάκη Λάππα «Μπαρουτοκαπνισμένα Ράσα», Εκδ. «Ατλαντίς», Αθήναι, σελ. 76).

          Ο παπά Θύμιος Βλαχάβας ανέλαβε αρχηγός στο αρματολίκι, και σταμάτησε να τελεί τα ιερατικά του καθήκοντα, αλλά ποτέ δεν έβγαλε το ράσο. Από το 1794 εμφανίζεται ως δραστήριος οπλαρχηγός, κάτι που ανησύχησε τον Αλή Πασά και επιζήτησε να τον εξοντώσει χωρίς πάντως επιτυχία, έως το 1809. Ο Πασάς των Ιωαννίνων έβλεπε ότι εμπόδιο στα σχέδια του να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο από την Πόλη τουρκαλβανικό κράτος ήταν οι Σουλιώτες και οι Κλέφτες. Πρώτα επιδίωξε και τελικά, το 1803,  μετά από αιματηρότατους πολέμους και ηρωικότατη αντίσταση των Σουλιωτών, πέτυχε να τους αναγκάσει να αποσυρθούν από τα μέρη τους. Είχε έρθει η σειρά των Κλεφτών και πρώτου του παπά Θύμιου Βλαχάβα, που ενέπνευσε πατριωτικό επαναστατικό συναίσθημα στους Έλληνες.

          Ρωσία, Γαλλία και Αγγλία έδιναν υποσχέσεις στους Έλληνες για ελευθερία, αλλά δεν προχωρούσαν σε μία συνδυασμένη και αποφασιστική εκστρατεία διαλύσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε συνεργασία με τους υπόδουλους  χριστιανικούς λαούς της, στους οποίους να απέδιδαν την ανεξαρτησία. Συμφέροντα και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί δεν τους άφηναν. Μόνο για τα Επτάνησα έδειξαν ενδιαφέρον και οι τρεις χώρες. Πάλι για το συμφέρον τους.

Το 1800 οι Ρώσοι σε συνεργασία με τους άσπονδους φίλους τους Οθωμανούς καταλαμβάνουν τα Επτάνησα και «αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία της πολυπαθούς ταύτης του ελληνισμού γωνίας» (Βλ.σχ. Κων. Σάθα «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Τυπ. Ανδ. Κορομηλά, 1869, σελ. 569). Την κυριαρχία τους οι Ρώσοι τη διατηρούν έως το 1807, όταν με τη Συνθήκη του Τίλσιτ, μεταξύ των Ναπολέοντα και Αλεξάνδρου Α΄, οι Ρώσοι παραχωρούν τα Ιόνια νησιά στους Γάλλους. Τότε παρεμβαίνει η Αγγλία, η οποία τελικά το 1814 τα κατακτά  από τους Γάλλους και τα διατηρεί έως το 1864, που  ενώνονται με την Μητέρα Ελλάδα.

          Για την υπόλοιπη Ελλάδα οι Ρώσοι τον 18ο αιώνα έσπρωχναν τους Έλληνες να επαναστατήσουν και μετά τους εγκατέλειπαν στο έλεος του βάρβαρου δυνάστη. Συνέβη με τα Ορλωφικά, με τον Λάμπρο Κατσώνη και με τον παπά Θύμιο Βλαχάβα. Το 1806 αρχίζει ένας νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, που κράτησε έως το 1812. Οι Ρώσοι το 1808  προέτρεψαν τον παπά Θύμιο Βλαχάβα να πάρει τα όπλα, μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς   για να απελευθερώσουν το Γένος τους. Ο παπά Θύμιος κινήθηκε δραστήρια και πετυχημένα, έτσι που συγκεντρώθηκε ικανός αριθμός επαναστατών. Μετά από κατάλληλη προετοιμασία η σύσκεψη των οπλαρχηγών στον Όλυμπο όρισε ως ημέρα εκρήξεως της Επανάστασης την 29η Μαΐου, ημέρα της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχήν, όταν «κατάπτυστος Έλλην, ο αρματωλός του Μετσόβου Δεληγιάννης επρόδωκεν εις τον Αλήν το σχέδιον και τας διακλαδώσεις της Επαναστάσεως μετά της οποίας και ο ίδιος ενόρκως συνεδέετο…». (Σάθα ο.π. σελ. 588).

          Οι Έλληνες της Ηπείρου, πληροφορήθηκαν την προδοσία και ειδοποίησαν τον παπά Θύμιο. Εκείνος ακράτητος σήκωσε τη σημαία της Επαναστάσεως  στις 5 Μαΐου 1808, νωρίτερα από την καθορισμένη ημερομηνία. Για τον Αλή πασά ήταν η ευκαιρία να τελειώσει με τον Βλαχάβα, όπως τελείωσε με τους Σουλιώτες. Πέντε χιλιάδες Τουρκαλβανοί υπό τον γιό του Μουχτάρ και μαζί με τον Δεληγιάννη στις 8 Μαΐου έφτασαν στην Καλαμπάκα, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι 600 περίπου αντάρτες. Μετά από λυσσώδη μάχη και στερούμενοι οι Έλληνες πολεμοφοδίων επιχείρησαν με τα σπαθιά και με κατά μέτωπο επίθεση να βρουν διέξοδο. Όλοι τους φονεύθηκαν. Ο παπά Θύμιος βρισκόταν στον Όλυμπο όπου πήγε και στρατολόγησε πεντακόσιους περίπου στρατιώτες. Φτάνοντας  στην Καλαμπάκα και διαπιστώνοντας ότι οι εχθροί ήσαν αριθμητικά συντριπτικά περισσότεροι αποσύρθηκε στον Όλυμπο, μη θέλοντας να οδηγήσει τους στρατιώτες του σε βέβαιη σφαγή.

          Ο Βλαχάβας δεν σταμάτησε στην Καλαμπάκα τον Αγώνα του να αποκτήσει η Πατρίδα του την ελευθερία της. Από ορεσίβιος κλέφτης έγινε θαλασσινός καταδρομέας, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς. Η επιθυμία του για ελευθερία και ο ζήλος του για το αποτέλεσμα προκάλεσαν ανησυχία στην Πύλη. Έτσι για να ηρεμήσουν τα πράγματα ο Σουλτάνος έδωσε διαταγή στον Αλή να σταματήσει τους διωγμούς των χριστιανών στην Θεσσαλία και παράλληλα χορήγησε αμνηστία στον παπά Θύμιο και σε όλους τους συναγωνιστές του, με τον όρο να καταθέσουν τα όπλα τους. Ο Αλής τον άκουσε. Δεν ενδιαφερόταν τόσο να εξοντώσει τους πολλούς επαναστάτες, όσο τον ένα, τον Βλαχάβα. Τελικά με τέχνασμα  άνθρωποί του τον συνέλαβαν στην Κατερίνη και τον οδήγησαν στα Γιάννενα. Εκεί δέθηκε σε πάσσαλο στην αυλή του σεραγιού, δεχόμενος τους προπηλακισμούς και τους κολαφισμούς του τουρκικού όχλου.

          Μάρτυρας του μαρτυρίου του παπά Θύμιου ήταν ο Πουκεβίλ, πρόξενος τότε της Γαλλίας παρά τω Αλή Πασά, που εξιστόρησε τα τραγικά γεγονότα και τις τελευταίες του στιγμές: «Εγνώριζε την τύχην του και μάλλον ατάραχος…ύψωσε προς εμέ τους πλήρεις γαλήνης οφθαλμούς του, ως να μ’ ελάμβανε μάρτυρά του κατά την εσχάτην εκείνην ώραν… Μετά της γαλήνης του δικαίου…ησθάνθη άνευ τρόμου  και παραπόνου τα κτυπήματα των δημίων. Τα δε μέλη αυτού συρθέντα δια μέσου των οδών των Ιωαννίνων, έδειξαν εις τους εντρόμους Έλληνας τα λείψανα του τελευταίου των αρχηγών της Θεσσαλίας» (Σάθα ο.π. σελ.

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου