Μια από τις τελευταίες μέρες της παραμονής του πατέρα Ισαάκ στο νοσοκομείο, στο δωμάτιό του μπήκε μια νοσηλεύτρια, την οποία δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε.
Απευθύνθηκε σε αυτήν με επιτιμητικό ύφος και της είπε:
– Είναι ντροπή να ντρέπεσαι το όνομά σου, Σουλτάνα!
Η νοσηλεύτρια έμεινε σύξυλη, που ο γέροντας, χωρίς να την ρωτήσει, ήξερε το όνομά της και το πρόβλημα που την απασχολούσε.
Και συνέχισε εκείνος:
– Γιατί ντρέπεσαι, κόρη μου; Επειδή οι γονείς σού έδωσαν ξενόφερτο όνομα, που το θεωρείς τούρκικο και μη χριστιανικό; Ξέρεις ότι στη χώρα μου, το Λίβανο, αυτό είναι το όνομα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, την οποία αποκαλούμε Βασίλισσα* των Ουρανών; Να χαίρεσαι το μεγάλο όνομα που κουβαλάς και να είσαι υπερήφανη για αυτό.
Η νοσηλεύτρια υποκλίθηκε στον γέροντα, του φίλησε το χέρι και βγήκε, όταν τελείωσε τις νοσηλευτικές της εκκρεμότητες. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισε να υπηρετεί με ζήλο τον ξένο που είχε γίνει πολύ δικός της άνθρωπος και που της είχε αποκαλύψει το μυστικό της και που την θεράπευσε από τους ψυχικούς πόνους.
Ήταν δίπλα του μέχρι το τέλος της παραμονής του γέροντα στο νοσοκομείο.
Μετά το εξιτήριό του, έσπευσε να πάει στο δωμάτιο που ήταν ο γέροντας για να πάρει στο σπίτι της τα σεντόνια από το κρεβάτι του. Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση του γέροντα, η Σουλτάνα κατάλαβε τι θησαυρός της είχε απομείνει από τον Λιβανέζο ασκητή.
Όταν άνοιξαν την ντουλάπα, όπου φυλάγονταν τα σεντόνια, το δωμάτιο γέμισε ευωδία.
Μετά από αυτό, καλούσε του ορθόδοξους Λιβανέζους που ήξεραν καλά τον πατέρα Ισαάκ, να προσκυνούν για ευλογία αυτά τα σεντόνια που ευωδίαζαν.
* Μια από τις σημασίες της λέξης «σουλτάν» στην αραβική γλώσσα είναι «κύριος, δεσπότης» (το θηλυκό «Σουλτάνα» σημαίνει «κυρία, δέσποινα»).
Κοιμήθηκε στις 3 Ιουλίου 1998.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)