Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Τὸ μεγαλύτερο ψέμα τῆς ἐποχῆς μας: Γιὰ μία ζωὴ μὲ νόημα καὶ στόχο

 




 

Σημείωμα τοῦ Μεταφραστῆ


Στὸ κείμενο αὐτό, ὁ Ἀμερικανὸς Ὀρθόδοξος δημοσιογράφος Rod Dreher (γνωστὸς κυρίως γιὰ τὸ εὐπώλητο βιβλίο του The Benedict Option για τὴν ἐπιβίωση καὶ τὸ μέλλον τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ Δύση) ἀπευθύνεται σὲ μία 35χρονη γυναίκα, ἡ ὁποία ἔστειλε ἕνα ἀνώνυμο γράμμα στὴν στήλη συμβουλῶν τοῦ περιοδικοῦ New York. H γυναίκα ἀναφέρεται στὴν πολὺ ἔντονη ψυχολογικὴ κρίση ποὺ βιώνει, ἔχοντας χάσει τὴν ἔμπνευσή της καὶ τὴ θέληση γιὰ ζωή, ἐνῶ δὲν ἔχει φτιάξει οἰκογένεια καὶ νιώθει ὅλο καὶ πιὸ κενὴ καὶ δυστυχισμένη, σὰν φάντασμα. Ο Dreher προσπαθεῖ νὰ δώσει τὴν δική του ὀπτικὴ στὸ θέμα, ἀποκαλύπτοντας ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ψέματα τῆς ἐποχῆς μας: τὴν ἐμμονὴ γιὰ μία «αὐθεντική, περιπετειώδη ζωή» ποὺ ἐν τέλει ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο συντετριμμένο καὶ αἰωνίως ἀνικανοποίητο. Παρὰ τὶς εἰδικὲς περιστάσεις ποὺ διεκτραγωδεῖ ἡ ἐπιστολή, τὸ μήνυμα μπορεῖ νὰ φανεῖ χρήσιμο σὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εἰδικὰ σὲ ὅσους εἶναι στὴν ἀρχὴ τῆς ἐνήλικης ζωῆς τους καὶ δὲν ἔχουν κατασταλάξει ἀκόμη ὅσον ἀφορᾶ τὴν ταυτότητά τους, τὸ μέλλον καὶ τὰ ὄνειρά τους.

Μ.Ν.

Ἡ ἐπιστολὴ τῆς γυναίκας



«Νιώθω σὰν φάντασμα. Εἶμαι μία γυναίκα 35 ἐτῶν καὶ δὲν ἔχω τίποτε νὰ ἐπιδείξω ἀπὸ τὴν ζωή μου. Στὰ 20 καὶ 30 μου χρόνια ἀναλώθηκα σὲ ἕνα μπερδεμένο πέρα-δώθε μετακομίσεων κατὰ μῆκος τῆς Δυτικῆς Ἀκτῆς τῶν ΗΠΑ, ἕνα δυὸ σύντομα περάσματα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, πολλὲς δουλειὲς σὲ μέτριες θέσεις χωρὶς προοπτικὲς ἀνέλιξης. Ἤμουν ἀκόμη τὸ ἀπόλυτο πρότυπό της κατὰ συρροὴν μονογαμίας. Ἡ πλέον ἐλπιδοφόρα καὶ μακροχρόνια σχέση μου (τριάμισυ χρόνια) τελείωσε πρὶν δυὸ χρόνια. Μετακομίσαμε σὲ μία νέα πόλη (ἡ τέταρτη νέα πόλη γιὰ ἐμένα), φτιάξαμε τὸ σπιτικό μας μαζί, καὶ ὕστερα καταρρεύσαμε σὲ ἕναν τραυματικὸ χωρισμὸ ποὺ πέταξε στὴν πέμπτη καὶ τρέχουσα πόλη κατοικίας μου – ὅσον ἀφορᾶ τὶς δουλειές, ἔχω χάσει τὸ μέτρημα.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια γρήγορων ἀλλαγῶν καὶ παρορμητικῶν ἀποφάσεων, ποὺ κάποτε ἐξορθολόγιζα ὡς περιπέτειες, ἐξερευνήσεις μίας «αὐθεντικῆς ζωῆς», δὲν ἔχω τίποτα καλὸ νὰ ἐπιδείξω. Δὲν ἔχω μαζέψει χρήματα, καὶ τώρα εἶμαι φορτωμένη μὲ ἀρκετὰ χρέη ἀπὸ ὅλες μου τὶς μετακομίσεις, κακὲς ἀποφάσεις καὶ ἔλλειψη ἐνθουσιασμοῦ γιὰ τὴν καριέρα μου σὲ βαθμὸ ποὺ ἴσως νὰ μὴν μπορέσω ποτὲ νὰ βγῶ στὴν σύνταξη. Δὲν ἔχω κάποια σημαντικὰ ὁρόσημα στὴν ἐργασιακή μου ζωὴ καὶ δὲ μὲ νοιάζει ἡ καριέρα μου ἰδιαίτερα ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἀλλὰ τώρα εἶναι τὸ τελευταῖο ποὺ μὲ κρατᾶ στὴν ζωή, ἀφοῦ ἔχω ἀποταμιεύσεις ποὺ ἀρκοῦν μόνο γιὰ δυὸ βράδια σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Δὲν ἔχω συγγενεῖς ἐδῶ κοντά, οὔτε κάποια μακροπρόθεσμη σχέση ποὺ νὰ ἔχει ἀναπτυχθεῖ μέσα ἀπὸ χρόνια ἀμοιβαίας ὡρίμανσης καὶ κοινῶν ἐμπειριῶν, οὔτε παιδιά. Παρ’ ὅτι κάνω φίλους εὔκολα, σὲ κάθε μετακόμιση ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, οἱ φίλοι μένουν πίσω καὶ ἀναπτύσσουν ρίζες: καριέρα, κοινότητα, οἰκογένεια, παιδιά. Ἔχω μερικὲς στενὲς φίλες, γιὰ τὶς ὁποῖες εἶμαι εὐγνωμονοῦσα, ἀλλὰ ἡ ζωὴ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐπιβαρυμένη μὲ ὑποχρεώσεις καὶ πλέον περνᾶνε μῆνες ἀνάμεσα σὲ κάθε συνομιλία μας. Τὰ περισσότερα βράδια εἶμαι μόνη μὲ τὴ γάτα μου (ἔχω γίνει σκέτο κλισέ).

Κάποτε θεωροῦσα τὸν ἑαυτό μου δημιουργικὸ – μία καλῆ συγγραφέα, ποιητική, παθιασμένη, φιλοπερίεργη. Τώρα, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀπαιτητικῶν ἀλλὰ ἀδιέξοδων ἐργασιῶν, ἀπανωτῶν ἐρωτικῶν ἀπογοητεύσεων, μετακομίσεων, οἰκονομικῶν προβλημάτων, εἶμαι πραγματικὰ ἐξαντλημένη. Μὲ τὸ ζόρι θυμᾶμαι νὰ πάρω ὑγρὸ πιάτων, πολλῷ δὲ νὰ στοχαστῶ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ἢ νὰ βρῶ ἔμπνευση ἀπὸ τὰ ἡμερολόγια τῆς Ἀναΐς Νὶν (ΣτΜ: Γαλλίδα συγγραφέας, ταξιδεύτρια καὶ δοκιμιογράφος). Εἰλικρινά, νιώθω προσβεβλημένη κάθε φορὰ ποὺ συναντῶ καλλιτέχνη γιατί ζηλεύω καὶ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς κατέληξα τόσο μακριὰ ἀπὸ τὸν πραγματικό μου ἑαυτό.

Ἀκόμη, τὸν τελευταῖο χρόνο φοβήθηκα μήπως ἔχω καρκίνο τοῦ μαστοῦ καὶ χρειάστηκα ἐγχείριση στὴν μήτρα μου γιὰ ἕνα ζήτημα γονιμότητας. Σὰ νὰ μὴν ἔφθαναν ὅλα αὐτά, εἶμαι 35 ἐτῶν καὶ κάθε γυναικολόγος καὶ ἰστοσελίδα γυναικείας ὑγείας μου λέει πὼς ἡ γονιμότητά μου φθίνει ταχύτατα. Σκέφτομαι νὰ παγώσω τὰ ὠάριά μου, ἐπιβαρύνοντας ἀκόμη περισσότερο τὰ οἰκονομικὰ μου, ἐλπίζοντας πὼς ἴσως φτιάξω κάτι σὲ αὐτὸ τὸ στοιχειωμένο σπίτι καὶ ἴσως νὰ ἔχω μία μέρα μία οἰκογένεια μὲ ἕναν (ἄγνωστο ἀκόμη) ἄνδρα.

Προσπαθῶ πολὺ (ΣτΜ: το ψευδώνυμο τῆς δημοσιογράφου ποὺ ἔχει τὴν στήλη μὲ τὶς συμβουλές), προσπαθῶ. Βγαίνω ραντεβού. Πηγαίνω γυμναστήριο. Ακούω τὴν αγαπημένη μου μουσική και ἀγαπῶ τὴν γάτα μου. Παίρνω συχνά τηλέφωνο τὴν μητέρα μου. Ἀλλά πραγματικά νιώθω σαν φάντασμα. Κανείς δεν ξέρει ποιὰ εἴμαι και τὶ ἔχω περάσει. Δέν ἔχω κρατήσει κοντά μου κανένα φίλο, ἐραστή ἤ ἐχθρό, ὄχι ἀρκετά γιά νά δώσω σέ κάποιον τὴν εὐκαιρία νά μὲ μάθει. Ποιὸ τὸ νόημα; Δέ μὲ νοιάζει ἡ δουλειά μου. Δέν οἰκοδομῶ τὸ μέλλον μου πρός κάποια κατεύθυνση. Ἐπιπλέον, ἡ κοινωνία μου λέει πὼς ἡ ἀξία μου ὡς γυναίκα, οἱ ρυτίδες μου ἀπαιτοῦν μπότοξ (ὁπότε γυρνάμε στὰ ἄθλια οἰκονομικά μου), ἐνῶ ὁ διευθυντής μου ζητᾶ «νά ἔχω τελειώσει τὴν ἀναφορά ὡς τὴ Δευτέρα». Ποιός νοιάζεται;

Ἡ ἀπάθειά μου βγαίνει στὴν ἐπιφάνεια μὲ περιέργους τρόπους. Πίνω πολύ, καὶ ὅταν κατὰ καιροὺς συναντῶ τοὺς φίλους μου, καταλήγω μεθυσμένη καὶ θυμωμένη ἢ θλιμμένη ἢ καὶ τὰ δυό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς ἀπομακρύνω. Καὶ μὲ τοὺς ἄνδρες ποὺ βγαίνω, νιώθω τὴν πίεση νὰ προχωρήσω τὴν σχέση πολὺ νωρὶς (συγκατοίκηση, γάμος, κάνα δυὸ παιδιὰ – ὡραία πράγματα!). Ὅλα αὐτὰ ἐνῶ προσπαθῶ νὰ παραμείνω ἡ σέξυ εἰκοσιπεντάχρονη ποὺ νόμιζα ὅτι ἤμουν μέχρι ἐχθές.

Πίστευα πὼς εἶχα ἐν τάξει ὅλη μου τὴ ζωή. Περιπετειώδης ζωὴ στὴ μεγάλη πόλη! Ταξίδια σὲ ὅλο τὸν κόσμο! Ἔφτιαχνα ἀναμνήσεις! Τώρα νιώθω ἀπίστευτα κενή. Καὶ ἠλίθια. Πῶς μπορῶ νὰ ὀνειρευτῶ ἕνα μέλλον ποὺ νὰ μὲ γεμίζει ἐνθουσιασμὸ ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια ποὺ χαράμισα; Τί ἀποθέματα ἢ ταυτότητα μπορῶ νὰ ἀντλήσω, ὅταν νιώθω πὼς δὲν ἔχω μαζέψει τίποτε μέχρι στιγμῆς, ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐπιλογὲς.

Ὑπογραφὴ Στοιχειωμένη»

 

Ἡ ἀπόκριση τοῦ Dreher

«Σὲ παρέσυρε τὸ Μεγάλο Ψέμα τῆς κουλτούρας μας: ὅτι ἡ ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι πειραματικὴ καὶ ὅτι τὰ πάθη μας εἶναι ἐπαρκὴς ὁδηγὸς στὴν ζωή. Φαίνεται πὼς ἡ πλήξη δὲν εἶναι, τελικά, ἡ πηγὴ κάθε κακοῦ. Νιώθεις σὰν φάντασμα γιατί ἔζησες μία ζωὴ ἀποξενωμένη ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση, τὴ δέσμευση σὲ κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ ἐσένα. Ἡ ζωὴ εἶναι παράδοξο πράγμα: μόνο ἐὰν τὴ χάσεις ἔχεις τὴν ἐλπίδα νὰ τὴν κερδίσεις. Δηλαδή, μόνο ἐὰν προσανατολίσεις τὸν ἑαυτό σου πρὸς κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν σου μπορεῖς νὰ ἀνακαλύψεις ποιὸς εἶσαι καὶ ποιὸ εἶναι τὸ πεπρωμένο σου στὴν ζωή.

Κανεὶς δὲ ζεῖ μία ζωὴ “αὐθεντική” ἢ “πρωτότυπη”. Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ κομφορμιστικὸ καὶ συμβιβασμένο ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι πρέπει νὰ ζήσεις μία “πρωτότυπη” ζωή. Νὰ ζήσεις μία καλὴ ζωή ἢ, γιὰ νὰ τὸ θέσουμε ἀλλιῶς, μία ζωὴ ἀρετῆς. Οἱ μεγάλες θρησκεῖες – ὄχι οἱ νεόκοπες ψευδοθρησκεῖες τοῦ πενταλέπτου ποὺ ξεφυτρώνουν στὴν Καλιφόρνια – ὅλες ἔχουν κάτι σημαντικὸ νὰ ποῦν σχετικὰ μὲ αὐτό. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ κλασσικὴ φιλοσοφία. Οἱ σοφότεροι ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν ποτέ, ἄσχετα ἀπὸ τὸ ποὺ καὶ πότε, ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι μία ζωὴ ἀφιερωμένη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἐγὼ εἶναι ἀδιέξοδη.

Δυστυχῶς ζοῦμε σὲ μία κουλτούρα ποὺ ἀναμένει ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς νὰ κουβαλήσει τὸ βάρος τῆς δημιουργίας νοήματος μονάχος του. Γιὰ αὐτὸ καὶ προσπαθοῦσες νὰ ζήσεις μία “αυθεντική” ζωή. Ξέρεις τώρα, πὼς αὐτὸ δὲν πάει πουθενά.

Θὰ ἔπρεπε ἀκόμη νὰ ξέρεις πὼς δὲν ἔχεις τὸν χρόνο νὰ ἀναλάβεις μία πλήρη, ἐμβριθὴ ἀναζήτηση τῆς Ἀληθείας. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μελετήσει ὁλοκληρωτικὰ κάθε θρησκεία καὶ φιλοσοφικὴ παράδοση στὸν πλανήτη, καὶ ὕστερα νὰ κάνει μία ὀρθολογική, ἀντικειμενικὴ ἐπιλογὴ ἀνάμεσά τους. Ὁ φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκαρτ (ΣτΜ: προπομπός τοῦ ὑπαρξισμοῦ) εἴχε δίκιο: Ἡ Ἀλήθεια βρίσκεται στὴν ὑποκειμενικότητα. Δὲν ἐννοούσε πὼς δεν ὑπάρχει ἀντικειμενική Ἀλήθεια. Ἀντιθέτως, ἐννοοῦσε πὼς τὸ εἶδος τῆς Ἀλήθειας γιά τὴν ὀποία ἕνας ἄνθρωπος θά μποροῦσε νά ζήσει και νά πεθάνει μπορεῖ νά γίνει γνωστό μόνο ἄν τὸ βάλουμε μέσα στὴν καρδιά μας και ζήσουμε τὴν ζωή μας μέ βάση αὐτό. Ἡ παγίδα εἴναι πὼς ποτέ δέν θά μάθουμε πραγματικά πῶς εἴναι ἡ ζωή τῆς αφοσίωσης προτού τὴν βιώσουμε ἐκ τῶν ἔσω. Ὅπως εἴπε ὁ Κίρκεγκαρντ, τὸ πρόβλημα μέ τὴ ζωή εἴναι πὼς πρέπει πρῶτα νά τὴ ζήσουμε καί ὕστερα, κοιτώντας πίσω, νά τὴν κατανοήσουμε.

Μπορεῖ νὰ κάνεις λάθος ἐπιλογή. Ὑπάρχει ἕνα ρίσκο. Κάποιοι ἔχουν ἀφιερώσει ὅλη τους τὴ ζωὴ στὴν ὑπηρεσία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀνυπερασπίστων. Ἄλλοι ἔχουν δώσει ὅλη τους τὴ ζωὴ στὴν ὑπηρεσία παρανοϊκῶν αἱρέσεων ἢ ἰδεολογιῶν μίσους. Πρέπει νὰ ἐπιλέξεις προσεκτικά, ἀλλὰ ἐν τέλει πρέπει κάτι νὰ ἐπιλέξεις. Ὑπάρχουν σπουδαία βιβλία ποὺ μποροῦν νὰ σὲ βοηθήσουν – ἀλλὰ δὲν θὰ τὰ βρεῖς στὸ ράφι τῆς αὐτοβοηθείας στὸ βιβλιοπωλεῖο. Μία πιὸ πρακτικὴ στρατηγικὴ θὰ ἦταν νὰ σκεφτεῖς τοὺς ἀνθρώπους στὴ ζωή σου ποὺ θαυμάζεις πιὸ πολὺ – ὄχι τοὺς πλουσιότερους οὔτε τοὺς ἐργασιακὰ ἐπιτυχημένους, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ φαίνονται ταπεινοί, καὶ στοὺς ὁποίους θὰ ἀπευθυνθεῖς στὴ δύσκολη ὥρα. Ρώτησὲ τους, τί τοὺς ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ – ἄκουσέ τους.

Σκέψου ἀκόμη τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες τῆς ἱστορίας ποὺ ἔχουν ζήσει βίους ἀξιοθαυμάστους. Γιατί εἶναι πρότυπα σήμερα; Πῶς μπορεῖς νὰ τοὺς μιμηθεῖς;

Ἡ βασικὴ ἀλλαγὴ ποὺ μπορεῖς νὰ κάνεις αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶναι νὰ ἀναπροσανατολίσεις ἄρδην τὸν ἑαυτό σου: νὰ σταματήσεις νὰ εἶσαι τουρίστας, καὶ νὰ ἀρχίσεις νὰ εἶσαι προσκυνητής. Ἕνας τουρίστας δὲν ἔχει νὰ πάει κάπου συγκεκριμένα, καὶ ἁπλὰ πηγαίνει ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, προχωρώντας ἀφοῦ ἔχει ἐξαντλήσει τὸν προηγούμενο προορισμό του. Ὁ προσκυνητής, ἀντιθέτως, ὁδεύει πρὸς ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο. Ταξιδεύει σὲ ἕνα μονοπάτι γνωστὸ καὶ χιλιοπατημένο, μαζὶ μὲ ἄλλους προσκυνητές καὶ κοιτᾶ γιὰ σημάδια στὸ δρόμο ποὺ θὰ τὸν κρατήσουν προσανατολισμένο πρὸς τὸν προορισμὸ καὶ ποὺ τοῦ θυμίζουν γιατί εἶναι σημαντικὸ νὰ συνεχίσει. Θὰ πρέπει νὰ βασιστεῖς στὴν πίστη πὼς ὑπάρχει Ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ ἐσένα, καὶ πὼς ἔχεις τὸ κάλεσμα νὰ ἑνωθεῖς μὲ αὐτὴν τὴν Ἀλήθεια, μέσα ἀπὸ τὴν πράξη καὶ τὸν στοχασμό.

«Αἰτῆτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Κατὰ Ματθαῖον 7:7). Θὰ πρέπει νὰ γίνεις προσκυνητὴς σὲ ἕναν κόσμο γεμάτο τουρίστες. Δὲν θὰ εἶναι εὔκολο. Ἀλλὰ ἔζησες ὡς τώρα τὴν ἐναλλακτική, καὶ ποῦ σὲ ἔφερε; Θὰ πάψεις νὰ εἶσαι φάντασμα ὅταν κάνεις δεσμεύσεις καὶ ζήσεις σύμφωνα μὲ αὐτές, ὅ,τι καὶ νὰ γίνει. Τὰ φαντάσματα δὲν ἔχουν πόνο στὰ πόδια ἀπH γυναίκα ἀναφέρεται στὴν πολὺ ἔντονη ψυχολογικὴ κρίση ποὺ βιώνει, ἔχοντας χάσει τὴν ἔμπνευσή της καὶ τὴ θέληση γιὰ ζωή, ἐνῶ δὲν ἔχει φτιάξει οἰκογένεια καὶ νιώθει ὅλο καὶ πιὸ κενὴ καὶ δυστυχισμένη, σὰν φάντασμα. Ο Dreher προσπαθεῖ νὰ δώσει τὴν δική του ὀπτικὴ στὸ θέμα, ἀποκαλύπτοντας ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ψέματα τῆς ἐποχῆς μας: τὴν ἐμμονὴ γιὰ μία «αὐθεντική, περιπετειώδη ζωή» ποὺ ἐν τέλει ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο συντετριμμένο καὶ αἰωνίως ἀνικανοποίητο. ὸ τὴν διαδρομή. Οὔτε, ὅμως, νιώθουν τὴν γλυκύτητα ἑνὸς ποτηριοῦ μὲ κρύο νερὸ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ συνταξιδώτη.