Ἄλλαξε τὴ μπόλια της ἡ μητέρα μου κι ἑτοιμάστηκε
νὰ πάει στὴν ἐκκλησία.
Καθαρὴ σὰν ἀστέρι,
παρόλα τὰ μαῦρα της, κατεβαίνει τὰ πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας τὴν εὐγένεια τοῦ ἥλιου
καὶ τὶς ἄσπρες πορτοκαλιές.
Δὲν ξέρει ἡ μητέρα μου
τί εἶναι ὁ ἥλιος. Τὸν φαντάζεται ἀγάπη
ποὺ ἀνατέλλει στὸν οὐρανὸ — δὲν ξέρει ἡ μητέρα μου.
Δὲν ξέρει ἂν ἤτανε Σάββατο χτές,
δὲν ξέρει ἂν αὔριο εἶναι Δευτέρα.
Ὡστόσο τὶς μέρες τὶς γνωρίζει καλά.
Ἡ Κυριακὴ μυρίζει βασιλικό
κι ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας εἶναι γλυκιά.
Δὲν ξέρει πῶς γίνεται. Γύρω της ὅλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν ἀλλιῶς.