Θεοφάνης Μαλκίδης
Επίσκεψη και φωτογράφιση στα κατεχόμενα!
1.Το γεγονός
Ο κατοχικός ηγέτης Ερσίν Τατάρ συναντήθηκε με εκπροσώπους του Ελληνο-τουρκικού Φόρουμ στο λεγόμενο «προεδρικό» Μέγαρο που είναι χτισμένο πάνω σε καταπατημένη ελληνοκυπριακη ιδιοκτησία, σε μια συνάντηση στην οποία συμμετείχαν Έλληνες πολίτες, μέλη του ΕΛΙΑΜΕΠ. Μάλιστα φωτογραφήθηκαν με σύμβολα του κατοχικού καθεστώτος με τον Τατάρ να προεδρεύει της συνάντησης!
Σύμφωνα με ανακοίνωση της «Προεδρίας» στο ψευδοκράτος «κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Τατάρ εξήρε το έργο του φόρουμ –το οποίο αποτελείται από ακαδημαϊκούς και διπλωμάτες από την Τουρκία και την Ελλάδα– τονίζοντας τη σημασία του στην προώθηση της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των λαών, παρουσιάζοντας την γνωστή τουρκική θέση για" λύση" δύο κρατών, στη βάση της κυρίαρχης ισότητας και της ίσης διεθνούς υπόστασης. Επίσης ο κατοχικός ηγέτης εξέφρασε ανησυχία για «εκφοβισμούς και συλλήψεις» από την «ελληνοκυπριακή πλευρά» σε σχέση με τις περιουσίες, ενώ συνάντηση έγινε και στην ψευδοβουλή όπου τα μέλη παρακάθησαν στο ίδιο τραπέζι με τον ψευδοβουλευτή του CTP, Φικρί Τόρος και αντάλλαξαν απόψεις για την τελευταία κατάσταση στην Κύπρο.
Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η εξαφάνιση, η αποσιώπηση της παραπάνω είδησης είναι πραγματικά εξωφρενική και ενοχική εκ του αποτελέσματος
2. Οι νομικές διαστάσεις της (έμμεσης) αναγνώρισης των κατεχομένων
Η (έμμεση) αναγνώριση των κατεχομένων της Κύπρου, δηλαδή του ψευδοκράτους που έχει ανακηρυχθεί στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελεί ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα με πολυποίκιλες διαστάσεις στο διεθνές δίκαιο.
Το ψευδοκράτος που ανακηρύχθηκε το 1983, η "Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου" (ΤΔΒΚ), είναι προϊόν παράνομης εισβολής και κατοχής από την Τουρκία το 1974. Ως εκ τούτου, δεν αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα, εκτός από την ίδια την Τουρκία, από την οποία εξαρτάται πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει επανειλημμένα καταδικάσει την ανακήρυξη της ΤΔΒΚ και έχει καλέσει όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν. Αυτό σημαίνει ότι η "ΤΔΒΚ" δεν διαθέτει διεθνή νομική προσωπικότητα και δεν θεωρείται κράτος βάσει του διεθνούς δικαίου.
Στο διεθνές δίκαιο, υπάρχει η διάκριση μεταξύ αναγνώρισης de jure (νόμιμης) και de facto (πραγματικής). Η de jure αναγνώριση δηλώνει την πλήρη αποδοχή της νομιμότητας και αποτελεσματικότητας μιας κρατικής οντότητας. Η de facto αναγνώριση είναι πιο ανεπίσημη και μπορεί να προκύπτει από πράξεις και επαφές. Στην περίπτωση της ΤΔΒΚ, δεν υπάρχει de jure αναγνώριση, ενώ οποιεσδήποτε de facto ενέργειες (π.χ. εμπορικές συναλλαγές, τεχνικές διευθετήσεις, συζητήσεις όπως του φόρουμ) δεν ισοδυναμούν με de jure αναγνώριση, αλλά/και ενδέχεται να εγείρουν νομικά ζητήματα.
Άρα η "έμμεση αναγνώριση" αναφέρεται σε ενέργειες ή πολιτικές που, αν και δεν συνιστούν ρητή αναγνώριση του ψευδοκράτους, μπορεί να ερμηνευθούν ως τέτοιες ή να δημιουργήσουν τετελεσμένα που υπονομεύουν τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως έγγραφα, νόμιμη ιδιοκτησία, παραγωγή και εμπορία προϊόντων από παράνομες περιουσίες, θέματα κυκλοφορίας, υπηρεσιών, (και πολλά άλλα) και εγείρουν ζητήματα για έμμεση αναγνώριση, ακόμη και αν επίσημα οι επαφές αυτές γίνονται σε "μη πολιτικό" ή "ανθρωπιστικό" πλαίσιο. Μάλιστα η αποδοχή ή αναγνώριση εγγράφων που εκδίδονται από τις αρχές του ψευδοκράτους, ακόμη και για πρακτικούς λόγους (π.χ. διέλευση "συνόρων"), περιουσίες κλπ, είναι ένα ευαίσθητο σημείο που μπορεί να ερμηνευθεί ως de facto αναγνώριση.
Συνεπώς οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οι οποίες έχουν επιβεβαιώσει το δικαίωμα ιδιοκτησίας και έχουν καταδικάσει τις παραβιάσεις από την Τουρκία, υπογραμμίζοντας την παράνομη φύση των πράξεων του ψευδοκράτους, δεν απασχόλησαν τα μέλη του ΕΛΙΑΜΕΠ;
Η χρήση και αποδοχή όρων που υποδηλώνουν κρατική υπόσταση, κανονικότητα , νομιμότητα, για τα κατεχόμενα ("Βόρεια Κύπρος," "κυβέρνηση," "κοινοβούλιο", χάρτες, σύμβολα κλπ) από πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας, που δεν έχει αναγνωρίσει την παρανομία, δεν δημιουργεί εντύπωση της νομιμοποίησης;
Η (έμμεση) αναγνώριση, με τις παραπάνω πράξεις έχει σοβαρές επιπτώσεις, ενισχύει την de facto διαίρεση και υπονομεύει την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οδηγεί στη δημιουργία και εδραίωση τετελεσμένων καθώς δίνει νομιμοφάνεια στην παράνομη κατάσταση, επηρεάζει αρνητικά τα ανθρώπινα δικαιώματα των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα στην περιουσία.
3 Το πολιτικό ζήτημα
Η επίσκεψη στα κατεχόμενα της Κύπρου, η συνάντηση Ελλήνων πολιτών με τους εκπροσώπους της κατοχικής Τουρκίας, αναιρούν τα Ηνωμένα Έθνη και τη διεθνή κοινότητα (πλην της Τουρκίας) που θεωρούν τις περιοχές αυτές ως έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας που βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή από το 1974. Η επίσκεψη εκεί, ακόμα και για εκπαιδευτικούς, επιστημονικούς ή συναφείς λόγους, μπορεί να ερμηνευθεί και να παρουσιαστεί ως "κανονικοποίηση" της κατάστασης ή/και σιωπηρή αποδοχή της κατοχής.
Η παρουσία των Ελλήνων πολιτών στα κατεχόμενα ήδη χρησιμοποιείται από την Άγκυρα και την κατοχική ηγεσία ως εργαλείο προπαγάνδας για να δείξουν ότι το ψευδοκράτος λειτουργεί κανονικά και ότι υπάρχει "ειρηνική συνύπαρξη", ενισχύοντας έτσι την επιχειρηματολογία τους για λύση δύο κρατών, η οποία απορρίπτεται κατηγορηματικά από την Ελληνική και Κυπριακή Δημοκρατία και τη διεθνή κοινότητα.
Επιπλέον υπάρχει μια ηθική διάσταση μέσα στο πολιτικό ζήτημα: Η επίσκεψη στα κατεχόμενα, οι συνομιλίες με τους κατακτητές, δεν είναι έλλειψη σεβασμού προς τους χιλιάδες εκτοπισμένους Ελληνοκύπριους, τους αγνοούμενους, τους πεσόντες και τις οικογένειες τους, που υπέστησαν τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής και κατοχής; Γιατί από την άλλη πλευρά όσοι έχουν στοιχειώδη μνήμη αρνούνται τις επισκέψεις στα κατεχόμενα ως τρόπος για να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη της κατοχής και να υπενθυμίζεται η ανάγκη για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού;
4. Συμπέρασμα θλίψης....
Η παρουσία Ελλήνων πολιτών στα κατεχόμενα της Κύπρου, πόσο μάλλον η συνάντηση με τους κατακτητές, αποτελούν σοβαρά νομικά, πολιτικά, ηθικά ζητήματα.
Με άλλα λόγια, το θέμα είναι εξόχως σημαντικό, ιδιαίτερα ευαίσθητο και η απόφαση για επίσκεψη στα κατεχόμενα δεν είναι μια προσωπική επιλογή ή μία απλή απόφαση, πόσο μάλλον από τα μέλη του συγκεκριμένου φορέα. Συνεπώς δεν υφίσταται καμία δικαιολογία του τύπου "δεν ξέραμε", "μας παγίδεψαν", " δεν είναι αυτό που νομίζετε"" και άλλα τέτοια αστεία.... Ήταν πλήρως ενημερωμένοι για το νομικό πλαίσιο, τους πιθανούς κινδύνους και τις πολιτικές προεκτάσεις της πράξης αυτής. Τελεία και παύλα!