Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Σκιάθος

Ζωγραφική:  Ψυχοπαίδης


 Δημήτρης   Βασιλειάδης


Σκιάθος

Δυο κειμενάκια υπέροχα, ατμοσφαιρικά. Το ένα του κυρ-μεγΑλέξανδρου Παπαδιαμάντη (συρραφή μικρών εκφραστικών κειμένων, παρμένων απ΄ τη ''Φαρμακολύτρια'' του), και το άλλο του μέγα-Σεφέρη (παρμένο από μια καταγραφή του στις ''Μέρες'' του).


 Με εντυπωσίασε (είναι αίσθηση δική μου), η ταυτότητά τους, η συγγένειά τους. 



Πρώτη και κύρια συγγένειά τους, η Σκιάθος, η φύση της, το τοπίο της και η καθηλωτική ατμόσφαιρα του. Δεύτερη συγγένεια, η ώρα κατά την οποία εξελίσσονται -είναι δειλινό και νύχτα. 

Τρίτη συγγένεια, η θάλασσα, πάντα η θάλλασα, το δασάκι με τα πεύκα και τις ελιές, και στη μέση του ένα ξωκλήσι.

 Τέταρτη συγγένεια, ο εξομολογητικός τους χαρακτήρας, η διάθεση των συγγραφέων για αυτό που με δυο λέξεις είπε ο Ηράκλειτος:''Εδιζησάμιν εμεωυτόν''. 

Πέμπτη και καθοριστική συγγένεια, το ύφος και των δύο, που με ελάχιστες παραλλαγές και εναλλαγές, καθορίζεται από έναν μεγάλο, κατά τη γνώμη μου, λόγο που έγραψε κάποια στιγμή ο Σεφέρης πάλι στις ''Μέρες'' του :


''Το πιο δυνατό πάθος που έχω, το πάθος της έκφρασης, στάθηκε μια ανεξάντλητη πηγή δυστυχίας για μένα''.


...Μεγάλη κουβέντα. Όμως και τεράστια αρετή συνάμα, για όποιον την έχει και καταπιάνεται με τη γραφή.


~~~~~~~~~

  

''Όλην την ημέραν επλανώμην εις τα ρεύματα και τους αιγιαλούς, ανά την αγρίαν ακτήν, την βορεινήν και θα λασσοπλήγα, και μόνον το δειλινόν επανήλθον εις την έπαυλιν του Στόγιου δια να κοιμηθώ ολίγας ώρας.

Όταν εξύπνησα, η σελήνη είχεν ανατείλει, αλλά είχα χάσει τον ύπνον μου δι όλην την νύκτα.

Τα βήματά μου μ΄ έφεραν και πάλιν προς τον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας . Ήναψα τεμάχιον λαμπάδας εκ κηρού μετρίως νοθευμένου...

Εκόλλησα το κηρίον τούτο εις το μανουάλιον, κ΄ εκάθισα εις εν των δυο ή τριών στασιδίων, όσα υπήρχον δια να ξεκουρασθώ... Είτα ηθέλησα να γονυπετήσω, και προσεπάθησα να δεηθώ αλλ΄ ερέμβαζον. Έκλεισα τα όμματα, επαιτών ένα ύπνον, αλλ΄ ο πόνος ηγρύπνει εντός μου.

Εις τας ώρας της μοναξιάς της νυκτός εκείνης, των ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών, έπλεον ως εν ονείρω εις άλλον κόσμον. Ήκουον ήχους, ψιθύρους και φωνάς. Μου εφάινετο ότι αι αναμνήσεις και αι εικόνες, αι πολιορκούσαι τον νουν μου, ελάμβανον μορφήν και σώμα...

Αύρα έπνεε ψυχρά, και ηπείλει να σβήσει την λαμπάδα... Η σελήνη είχε περιεκαλυφθή εις νέφη...

Επανήλθον εις τον ναόν, κ΄ έκαμα τον σταυρόν μου. Εκάθισα πάλιν εις το στασίδιον...

Ύπνος τότε με κατέλαβεν, εις το στασίδιον όπου εκαθήμην. Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή, ήτις ωμοίαζε με χρησμόν. ηκούσθη αμυδρώς να ψυθυρίζει : 'Ύπαγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου...''

Εξύπνησα. Εσηκώθην κι έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχε εισακούσει την δέησίν μου.''


Παπαδιαμάντης


~~~~~~~~~


''...Μετά το βασίλεμα ανεβήκαμε στο βουνό. Μονοπάτι κάτω από τα λιόδενδρα, στην κορφή, το εκκλησάκι... Ηρεμία. Να ΄ταν η ψυχή μου σαν τη θάλασσα, την ώρα εκείνη, που έφευγε και δεν έφευγε, που ήταν σα ζυγαριά και μ΄ αυτό και μόνο σου δίνει το αίσθημα της δικαιοσύνης που αναχαιτίζει τη μοίρα. Το βουνό απέναντι σκοτεινό, ένας μαύρος όγκος, και στη γραμμή της ράχης, μια σπιθαμή πιο ψηλά, ο Αποσπερίτης. Κοίταξα μέσα στην εκκλησιά από τη μισάνοιχτη πόρτα. Η Ι. άναβε το κερί της μπροστά στο εικόνισμα. Το κόκκινο φτωχό παραπέτασμα της ωραίας πύλης. Τα καντήλια έδιναν ένα ήπιο φως που αράδιαζε χρυσά κοχύλια. Μια ατμόσφαιρα χρυσή και μαύρη : χρυσή, πασπαλισμένη με ψιλή σκόνη λιβανιού. Κατεβήκαμε. ένα μουλάρι, μια κόκκινη αγελάδα, έπειτα το γάβγισμα ενός σκύλου πάνω στο απέραντο κείμενο, τη θάλασσα.''

Γ. Σεφέρης