Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

«....τα χειρότερα ψέματα της Ιστορίας...»


Θ. Μαλκίδης


Η ομιλία μου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Σκύδρας Μακεδονίας 


Οι έντιμοι πνευματικοί άνθρωποι σε μια περίοδο δυσκολίας, απογοήτευσης και θλίψης του λαού είναι μαζί του, όχι απέναντί του.  Οι έντιμοι πνευματικοί άνθρωποι το έπραξαν  όταν δολοφονούνταν οι Έλληνες το 1921 στην Αμάσεια του Πόντου, το φώναξε ο Κωστής Παλαμάς το 1940 δίνοντας το έναυσμα της αντίστασης στο Φασισμό- Ναζισμό, το έκανε ο Βάρναλης στη δίκη του Λουντέμη, το έπραξε ο Γιώργος Σεφέρης.


Ο Βάρναλης δε σιώπησε, ούτε κρύφτηκε, ούτε φοβήθηκε όπως γράφει ο Αναγνωστάκης, αλλά όταν έμαθε ότι οι πρώην συνεργάτες των Ναζί δικάζουν το Λουντέμη,  φόρεσε τα καλά του ρούχα και εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Εκεί απαντώντας στην ερώτηση του προέδρου του εάν είναι ένοχος ο κατηγορούμενος είπε τα εξής μοναδικά λόγια που αξίζουν να διδάσκονται στα σχολεία:
«Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; 
Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; 
Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; 
Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος».


Όπως και ο Βάρναλης έτσι και ο Σεφέρης  δε σιώπησε για να γίνει αρεστός, αντιθέτως, γνωρίζοντας ότι ο λαός περιμένει από αυτόν και τον κάθε αληθινό πνευματικό άνθρωπο να μιλήσει, έπραξε αυτό που του υπαγόρευε η συνείδησή του, το καθήκον του και το χρέος του. Και βεβαίως δεν σκέφτηκε το τι θα χάσει, λέγοντας μεταξύ των άλλων και τα εξής :
«[...] μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας [...]. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. [...] η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος».
«Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή».

Σε αντίθεση με τα παραπάνω παραδείγματα όπου οι πραγματικοί πνευματικοί άνθρωποι δε σιώπησαν, αλλά μπήκαν μπροστά στον αγώνα απελευθέρωσης, διαπιστώνουμε με μεγάλη λύπη τη σημερινή φλυαρία και σιωπή των λεγόμενων διανοουμένων, για την καταστροφή, για τα ψέμματα, όπως γράφει ο Λουντέμης: «Τα τελευταία  χρόνια στον τόπο αυτό ειπώθηκαν τα χειρότερα ψέματα της Ιστορίας. Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μια και δεν ντρέπονταν τα στόματα που τα 'λεγαν».



Η πνευματική χρεοκοπία προϋπήρξε και συμβαδίζει πλέον και με την οικονομική. Βασικοί υπεύθυνοι, μαζί με  τους εκπροσώπους του αποκαλούμενου πολιτικού προσωπικού, για τα ψέμματα, για τα «ελώδη στεκάμενα νερά», είναι και οι διανοούμενοι.