Τούτες τις ώρες το 1821 αποφασίζεται στο Κισινιόφ της Βεσσαραβίας η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Την ιστορική εκείνη στιγμή περιγράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο επιμελητής των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη και άλλων αγωνιστών της Επανάστασης:
Στων Ὑψηλάντηδων τ’ ἀρχοντικό, στὸ Κισνόβι τῆς Ρωσίας, δεκάξη τοῦ Φλεβάρη 1821.
Γύρω στὸ τραπέζι, ἀπ’ τὰ πέντε ἀδέρφια οἱ τέσσερες, Ἀλέξανδρος, Δημήτρης, Νικόλας καὶ Γιώργης· κι ἀντικρύ τους οἱ δυὸ γραμματικοί, Λασσάνης καὶ Τυπάλδος, γράφουν τὴν προκήρυξη. Ἡ ἀπόφαση πιὰ ἡ τρανὴ εἶναι παρμένη. Μένει νὰ δοθῆ τὸ σύνθημα τοῦ ἀγώνα καὶ στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων τὸ σάλπισμα ν’ ἀντιλαλήση κι ἀπὸ τὰ θεμέλια της νὰ σείση τὴν Τουρκιά.
Μέσα στὴν ἐπίσημη σιωπή, τοῦ Ἀλέξανδρου ἡ φωνὴ, ἀργὴ καὶ γαλήνια χύνεται τριγύρω:
―Ναί, ἀδέρφια, λέει, ὅλα τὰ προσφέρομε θυσία πατριωτική, καὶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια, ποὺ ἡ Ὀθωμανικὴ Κυβέρνηση, κατὰ τὴ συνθήκη, θὰ μᾶς πληρώση τὸν ἐρχόμενο Μάη. Δὲν μποροῦμε νὰ περιμένωμε! Ἡ ἑταιρία ἀνακαλύφτηκε! Ἂς προσφέρωμε καὶ τὰ κτήματά μας στὴ Βλαχία· ἀξίζουν ἕξη ἑκατομμύρια. Καὶ τοὺς μισθοὺς ποὺ παίρνομε ἀπὸ τὴ Ρωσία. Ἂς δώσωμε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας στὸ βωμὸ τῆς Πατρίδας. Ἔτσι θὰ ἐκτελέσωμε τὴν παραγγελία τοῦ πατέρα μας καὶ θὰ πάρωμε ἐκδίκηση γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέφερε ὁ πάππος μας καὶ πέθανε ἀπ’ αὐτά. Ὅλα ἂς τὰ δώσωμε στὴν πατρίδα. Ἂς κινήσωμε τὸν ἱερὸ ἀγώνα. ∆ιάβασε, Λασσάνη, τὴν προκήρυξη.
∆ιαβάστηκε ἡ προκήρυξη καὶ γίνηκε δεχτὴ μὲ μιὰ καρδιά.
―Εἶναι καὶ κάποια ἄλλη θυσία, εἶπε ὁ μονόχερος Ἀλέξανδρος.
Σηκώθηκε, βγῆκε ἀπὸ τὸ θάλαμο, πέρασε ἀπ’ ἄλλον καὶ μπῆκε ἴσια στῆς μητέρας του. Τὴ βρῆκε μὲ τὸ πιὸ μικρὸ ἀδέρφι, τὸ Γρηγόρη, δεκατεσσάρων χρονῶν ἀγόρι, καθισμένο στὸ πλάϊ της.
Ἀφοῦ προσκύνησε τὰ πολυσέβαστα γεράματα τῆς μάνας, τῆς τρανῆς Ἀρχόντισσας, τῆς ἔδωσε τὸ χέρι καὶ τὴν ἔσυρε σιγὰ στὸ θἀλαμο, ποὺ βρίσκονταν τ’ ἀδέρφια του.
―Μητέρα, εἶπε, ἡ σωτηρία τῆς πατρίδας μπορεῖ ν’ ἀπαιτήση καὶ τὴ θυσία τοῦ κτήματος ποὺ ἔχομε στὴν Κοζνίτσα. Μᾶς δίνει πενήντα τέσσερες χιλιάδες ρούβλια τὸ χρόνο. Χαρίζεις αὐτὸ τὸ κτῆμα στὴν Πατρίδα;
Ἡ Ἀρχόντισσα Ὑѱηλάντισσα ἀναδάκρυσε γλυκά.
―Παιδιά μου, εἶπε, ἐγὼ χαρίζω ἐσᾶς, τὰ φίλτατά μου, καὶ θὰ λυπηθῶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια ρούβλια;
Μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ἦταν κι ἡ προκήρυξη τελειωμένη. Ὑπόγραψε κι ὁ γιός :Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης.
(από το Αναγνωστικό της ΣΤ τάξης του δημοτικού του 1952)