Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Εγγονόπουλος : «Είμαι ο τελευταίος των Ελλήνων»

 


«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο γοητευτικός είναι ο ελληνισμός. 

 

Το λέω εγώ, που έζησα παντού. Ιδίως στο Παρίσι, αυτό το πλοκάμι του μικροαστισμού. 

 

 

Αδίκησαν τον Μπωντλαίρ, κυνήγησαν τον Γκωγκέν, είπαν τρελό τον Σεζάν. Του Βερλαίν, στην Ακαδημία, του βρήκαν ψόγο ότι ήταν ομοφυλόφιλος…».


Ο άνθρωπος απέναντί μας, ροδοκόκκινο πρόσωπο, κόκκινα μαλλιά, χέρια λευκά, κίτρινα δάχτυλα -σε ένα απ’ αυτά ένα θαμπό ασημένιο δαχτυλίδι που το ζωγράφισε πολλές φορές-, είναι ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος. Ο «σατανικός άνθρωπος», που έμπασε το δαιμόνιο του υπερρεαλισμού -ή σουρεαλισμού- στην Ελλάδα.

Τα μάτια του είναι ερευνητικά και αμείλικτα. Είμαστε οι πρώτοι δημοσιογράφοι που παραβιάζουμε το άβατο του εργαστηρίου του, εδώ και πολλά χρόνια. Προσπαθούμε να νικήσουμε τη δικαιολογημένη καχυποψία, το απομεινάρι μιας υστερικής πολεμικής που του έγινε επί δεκαετίες ολόκληρες και του παραδιδόμαστε λέγοντας:

– Ερχόμαστε από απέραντο θαυμασμό για το έργο σας…

– Το απέραντο να λείπει.

– Και από αγάπη.

– Αυτό θέλω!

Στην τετράωρη συζήτησή μας γινόμαστε μάρτυρες μιας οξύτατης διαβρωτικής διάθεσης, που συχνά την έστρεφε πάνω του και γινόταν αυτοσαρκασμός. Πετώντας από το ένα θέμα στο άλλο, με μια γοητευτική ασυνάρτητη λογική, από τον Πωλ Βερλαίν στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και από την παρισινή Πλας Πιγκάλ, «όπου οι πόρνες εκθέτουν τη γύμνια τους περιμένοντας τους Μπερουτιανούς», έως την «πανάθλια σημερινή Αθήνα», ο Νίκος Εγγονόπουλος μας χάρισε ένα ύψιστο γεωγραφικό και ιστορικό μάθημα του Ελληνισμού.

Δείχνοντας στους τοίχους το πανόραμα της ζωγραφικής του, μας είπε:

«Έχω την ευτυχία να κατέχω όλα τα έργα που έχω ζωγραφίσει. Καθώς δεν αντέχω τα παζάρια, δεν τα πούλησα».

Η συνέντευξη μαζί του, δύσκολη. Με θαυμαστή ευελιξία απέφυγε όλες τις συμπληγάδες των ερωτήσεων που δεν του ήταν αρεστές -καταφεύγοντας σε ρητά, αφορισμούς, λόγια σοφών και ανοήτων ανδρών- και, μένοντας πιστός στη σουρεαλιστική του καταγωγή, είπε μόνον τα όσα θέλησε να πει και όπως θέλησε να τα πει. Για μας ο Εγγονόπουλος είναι άνθρωπος που βλέπει με ενάργεια τον κόσμο. Και η φράση του «Κατά βάθος είμαι ένα τραγικό πρόσωπο», είναι η αυτοπροσωπογραφία του.

Ο Χατζή-Σεχρέτ

«Εγώ, ξέρετε, είμαι ένας απλός ζωγράφος. Οι γονείς μου θέλανε να γίνω γιατρός. Καλή δουλειά… Καθώς όμως είμαι και εγγράμματος, έγραψα και μερικά ποιήματα. Αυτό είναι όλο… Τώρα τελευταία έχω γράψει πολλά και δικαίως με ψέγουν. Ειρήσθω εν παρόδω, δεν είμαι χαλκέντερος.

Ποιητική μου πηγή υπήρξε ο Τουρκαλβανός Χατζή-Σεχρέτ, αυλικός του Αλή Πασά. Τον ανακάλυψα τυχαία σε μια βιβλιοθήκη του θείου μου, στο Παρίσι, σ’ ένα υβριστικό βιβλίο που του αφιέρωσε ο Σάθας, στα τέλη του περασμένου αιώνος. Έμεινα εμβρόντητος. Το έχετε διαβάσει; Είναι η “Αληπασιάδα”, όπου ο Χατζή-Σεχρέτ αρχίζει ως εξής την ποίησή του:

Με πιάνει η ζούρλα κι ο σεβντάς,

μία γραφή ν’ αρχίσω.

Μου εσκοτίσθη ο ντουνιάς

κι αράδα παλαβώνω…

»Φαντασθείτε εμένα, τον θρεμμένο με καρτεσιανές αρχές, τι εντύπωση μου έκαμε. Γιατί οφείλω να πω ότι από τα πρώτα σχολικά μου χρόνια με είχε τσαντίσει ο ορθολογισμός των Γάλλων. Ο Χατζή-Σεχρέτ στάθηκε η αποκάλυψη της παντοτινής αλήθειας.»

Το Πολυτεχνείο

– Υπήρξατε πανεπιστημιακός δάσκαλος επί 35 χρόνια. Το Νοέμβριο του 1973, στο Πολυτεχνείο, όπου δίνατε τα μαθήματά σας, συνέβη η «αποκάλυψη» της ομαδικής αντίστασης των φοιτητών κατά της δικτατορίας. Πώς ζήσατε εκείνο το γεγονός;

– Ίσως να συνετέλεσα κι εγώ, κατά έναν τρόπο, σ’ αυτήν τη λαμπρή αντίληψη της ελευθερίας που φανέρωσαν τότε οι νέοι. Τους δικτάτορες δεν μπορούσα να κάνω άλλο, από το να τους περιφρονώ βαθύτατα. Έμεινα από το 1938 στο Πολυτεχνείο. Χρειάστηκε τόλμη και υπομονή για να μπορεί ένας υπερρεαλιστής να συμβαδίζει με το κατεστημένο. Κι αυτό, μονάχα από αγάπη στους νέους.

– Τι μάθανε από σας οι μαθητές σας;

– Να σας πως ένα μυστικό; Τίποτα. Κοιτάξτε την Αθήνα γύρω σας. Είναι ένας εφιάλτης ασχήμιας. Όλοι οι σημερινοί αρχιτέκτονες, φημισμένοι και μη, υπήρξαν μαθητές μου. Θυμάμαι έναν διάσημο τώρα, που ερχόταν στο τέλος των παραδόσεων και μου έλεγε: «Ωραία τα είπατε σήμερα, αλλά δεν θα ακολουθήσω τις συμβουλές σας. Εγώ θέλω να βγάλω χρήματα». Ελάτε εδώ πλάι στο παράθυρο. Βλέπετε στην απέναντι ταράτσα αυτό το κτιστό σκέπασμα ανελκυστήρος; Μου έκρυψε τον Παρθενώνα ο αχρείος, με κατασκευή περιττή και αντιαισθητική. Βλέπω μόνο το θριγκό, το πάνω μέρος πια…

– Καλά, πάντα οι αρχιτέκτονες φταίνε;

– Οι καλοί αρχιτέκτονες δεν μπορούν να είναι πάντα καλοί. Είναι κακοί, γιατί είναι κακοί οι παραγγέλλοντες. Στα παλιά χρόνια, οι ίδιοι Έλληνες μαστόροι χτίσαν τα εξαίσια αρχοντικά της Μακεδονίας και τα τερατουργήματα των Τούρκων της Πόλης. Δυστυχώς, εκείνος που πληρώνει, ορίζει το γενόμενο. Και οι Αθηναίοι, που τώρα πληρώνουν, είναι άξεστοι, φιλοχρήματοι και αδαείς.

– Για τους νέους ποιητές, ποια είναι η γνώμη σας;

– Υπάρχουν πολλοί έξοχοι. Ξεχωρίζω τον Επαμεινώνδα Γονατά. Δεν τον γνωρίζω, αλλά πολύ τον θαυμάζω. Αγανακτώ με τους ασήμαντους καταφερτζήδες που κατορθώνουν να κρατούν τους σημαντικούς και σεμνούς στην αφάνεια.

– Τις προάλλες, κάποιοι νέοι, μιλώντας για εσάς τους υπερρεαλιστές, σας αποκάλεσαν «αναρχικό της Τέχνης».

– Τους αγαπώ τους αναρχικούς. Αλλά διαφέρουμε σε κάτι πολύ βασικό. Οι αναρχικοί έχουν πολλές αρχές!

– Γιατί συχνά χρησιμοποιείτε την καθαρεύουσα;

– Ίσως διότι είμαι ο τελευταίος των Ελλήνων. Άλλωστε, η ελληνική γλώσσα είναι μία. Η αρχαία, η νεωτέρα, οι ντοπιολαλιές, είναι γλώσσα μία.

– Μας είπατε πως είστε «μεγαλοϊδεάτης». Όμως, μήπως το όνειρο της Αγια-Σοφιάς είναι ρομαντισμός;

– Γιατί με πάτε κόντρα; Δεν είναι ρομαντισμός. Είναι υπερρεαλισμός.

– Τελειώνοντας, κ. Εγγονόπουλε, θα θέλαμε να μας πείτε ποιοι στάθηκαν οι μεγάλοι σας σκοποί.

– Δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο σκοποί: η αγάπη και η ελευθερία.

– Όμως, με αγάπη και ελευθερία μόνον, μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος; Υπάρχουν άλλες ανάγκες. Υπάρχει η ανάγκη για επιβίωση, για οικονομική επιβίωση.

– Μα… με λίγη προσπάθεια, σε όλα μπορούν να βρεθούν λύσεις. Όλα κουτσοβολεύονται…

– Και ο πόλεμος, και η κρίση η ελληνοτουρκική;

– Εκεί είναι που τα χάνω. Ξεκίνησα να τα πω όλα με χρώματα και στίχους. Και ξαφνικά, βάρβαρος βρέθηκε μπροστά μου ο Τούρκος!

Δισεγγονόπουλος και… Μπιρμπιρίκος

«Στην Ελλάδα, η καριέρα μου υπήρξε οδυνηρά. Έγινα ζωγράφος, παρά την αντίδραση των γονέων μου. Και ευτύχησα να είμαι μαθητής του αειμνήστου κυρίου Κόντογλου. Ζωγράφισα “με το αίμα τσι καρδιάς μου”, όπως λένε οι Ζακυνθινοί. Όντας φτωχός και εργαζόμενος, η θέσις μου εις το Πολυτεχνείο, και τα 35 χρόνια, υπήρξε ασφαλής. Οι ύβρεις δεν σταμάτησαν ποτέ. Επειδή δεν με ενδιέφερε η δόξα, συνάντησα το λυσσαλέο μίσος των ποιητών που τους ενδιέφερε. Όταν το 1939 εκδηλώθηκα στη ζωγραφική και στην ποίηση υπερρεαλιστικά, δημιουργήθηκε σκάνδαλο και γενική κατακραυγή. Δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείριση που μου έγινε, ήταν σκληρή και άδικη. Ένας φιλολογικός συνεργάτης εφημερίδας έγραψε: “Εγγονόπουλε, πάψε να βασανίζεσαι και να μας βασανίζεις”. Τα έργα μου τα έβαζαν μόνο για αστεία στα περιοδικά. Τώρα, τα βάζουν στα σοβαρά. Με χλεύαζαν στις επιθεωρήσεις. Ένα Σάββατο βράδυ, ο Εμπειρίκος μου λέει: “Έλα να πάμε σε μια επιθεώρηση”. Πήγαμε κάπου στην πλατεία Βάθης, στο “Περοκέ” νομίζω. Επί σκηνής ήταν δύο τελείως καραφλοί -ξέρετε το περίφημο που είχε πει ο Εμπειρίκος: “Τα μαλλιά της κεφαλής μου είναι γεγονός τετελεσμένον”- οι οποίοι αντήλλασσαν ασυναρτησίες. Τον έναν τον έλεγαν Δισεγγονόπουλο και τον άλλον Μπιρμπιρίκο!… Σήμερα, με απόλυτη ευθύνη, μου επιτρέπεται να πω ότι στον τόπο μας, στα χρόνια τα δικά μου, η εκτίμηση εκδηλωνόταν με αμείλικτη καταδίωξη. Τότε, η κοινωνία τον πνευματικό άνθρωπο τον περιέβαλε με απόλυτη δυσφορία.»

Ο Έρωτας και το Σπαθί

Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 1910. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν φαναριώτικη. Γι’ αυτό και το Βυζάντιο φέγγει σ’ ολόκληρο το έργο του, το ποιητικό και το ζωγραφικό. Η μάνα του καταγόταν από τον Δημήτριο Φρειδερίκο Σμιθ, Γερμανό φιλέλληνα, που έζησε στην Αθήνα την εποχή του Όθωνα και παντρεύτηκε την κόρη του Υδραίου μπέη Βούλγαρη. Ο Φρειδερίκος Σμιθ, στα 1840, δημιούργησε τον Βασιλικό Κήπο της Αθήνας.

Η Πόλη, η Αρβανιτιά, η Ύδρα, η Πλάκα, το Παρίσι, η Βενετία, το Φανάρι, η Θεσσαλονίκη, είναι ο γεωγραφικός και ιστορικός ορίζοντας του έργου του. Ο Τουρκαλβανός Χατζή-Σεχρέτ, ο Ρουμάνος υπερρεαλιστής Σιμόν Μπολιβάρ, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Παρθένης και ο Κόντογλου, αλλά κυρίως ο μεγάλος του φίλος και σταυραδέρφι στον υπερρεαλισμό Ανδρέας Εμπειρίκος, είναι οι άνδρες που τον γοήτευσαν και σημάδεψαν το έργο του.

Ο μεγαλοϊδεατισμός

Στα 1914, έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Από τότε, η Πόλη και ο μεγαλοϊδεατισμός φεγγοβολούν στη φαντασία του, όχι σαν διάθεση σοβινιστική, αλλά σαν προεκτάσεις ενός ανεξάντλητου ρωμαίικου ονείρου.

Το 1932 γράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1938 αποφοιτά. Είχε δασκάλους τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Γιάννη Μόραλη και τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο. Ο Παρθένης τού γνώρισε τον Φώτη Κόντογλου και ο διψασμένος για το αλφαβητάρι της παράδοσης Εγγονόπουλος διδάχτηκε κοντά του τη βυζαντινή τέχνη. Μελέτησε την ελληνική γλώσσα κοντά στον Μένο Φιλήντα. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο, στη Ρώμη, στη Φλωρεντία και στη Ραβέννα.

Στο Παρίσι συναντά και γνωρίζει από κοντά τους «πρίγκιπες» του υπερρεαλισμού Τζαρά, Ελυάρ, Μπρετόν. Και προσχωρεί σαν ένθερμος ζηλωτής στο επαναστατικό για την εποχή του κίνημα.

Εκθέτει για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1939, προκαλώντας σοκ και καταιγισμό επικρίσεων. Ήταν ο πρώτος υπερρεαλιστής ζωγράφος στην Ελλάδα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, εκθέτει τη δουλειά του παντού στον κόσμο. Δουλεύει σκηνογραφίες και κοστούμια για το θέατρο. Γράφει τα ποιήματα «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» (1938), «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής» (1939), «Μπολιβάρ» (1944).

Υπηρέτησε σαν δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Συγκοινωνιών (1930-1938), στο Υπουργείο Τύπου (1938-1940) και επιμελητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στις έδρες Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων, Ιστορίας της Τέχνης και Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων (1941-1964). Έγινε και παρέμεινε μέχρι το 1973 τακτικός καθηγητής στην έδρα του Ελευθέρου Σχεδίου της Σχολής Αρχιτεκτόνων.

Το 1940 στρατεύτηκε και πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Μετά τη μάχη του Πόγραδετς πιάστηκε αιχμάλωτος και φυλακίστηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γιουγκοσλαβία. Δραπέτευσε και γύρισε στην Αθήνα.

Για τον ελληνισμό:

«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο γοητευτικός είναι ο ελληνισμός. Το λέω εγώ, που έζησα παντού. Ιδίως στο Παρίσι, αυτό το πλοκάμι του μικροαστισμού. Αδίκησαν τον Μπωντλαίρ, κυνήγησαν τον Γκωγκέν, είπαν τρελό τον Σεζάν. Του Βερλαίν, στην Ακαδημία, του βρήκαν ψόγο ότι ήταν ομοφυλόφιλος…»

Για τη νεολαία:

«Έχουν μια στιγμή δροσιάς οι σημερινοί νέοι. Τους λείπει, όμως, το ποικίλο της ζωής. Έχει κάπως η κοινωνία χαλάσει. Οι νέοι δεν βρίσκουν τη στιγμή που τους προσφέρει παλιά.»

Το 1958, Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως

Το 1958 πήρε το Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως του Υπουργείου Παιδείας.

Το 1960 παντρεύτηκε την Ελένη Τσιόκου, καθηγήτρια Μαθηματικών στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Κανένας συνάδελφός του στη ζωγραφική και στην ποίηση δεν αμφισβητήθηκε και δεν προπηλακίστηκε τόσο όσο ο Εγγονόπουλος. Δύο μονάχα Έλληνες τον υπερασπίστηκαν. Ο Εμπειρίκος, το 1945, στο περιοδικό «Τετράδιο», τον υμνολόγησε με τούτο το χαιρετισμό:

«Νικόλαε Εγγονόπουλε, η ώρα της δόξης σου έφθασε προ πολλού και είναι στραβοί και κακόπιστοι όσοι δεν το βλέπουν. Πόσο μικροί και τιποτένιοι δίπλα σου, όσοι με σάλιο ξεφυλλίζουνε τα εγχειρίδια, τους οδηγούς και τας ποικιλωνύμους θεωρίας, για να βρουν όπλα και επιχειρήματα για να σε πολεμήσουν. Πόσο ασήμαντοι και μηδαμινοί κοντά σου αυτοί οι δόλιοι αλχημισταί κάποιας ανύπαρκτης υπερουσίας, υπερπνευματικότητας ή εξαϋλωμένης καλλιτεχνικότητας, με τις οποίες προσπαθούν, αλλά ματαίως, να αντικαταστήσουν ή να υποκαταστήσουν την έκδηλο, την πασιφανή ανικανότητά των.

»Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία. Ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο απ’ όλα η κριτική. Η πραγματικά μεγάλη ποίησις είναι καμωμένη βασικά από αυτά τα πρωταρχικά και κορυφαία στοιχεία. Εσύ είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν να λένε οι άλλοι ό,τι θέλουν.

»Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν και πράσινη απαλή δαντέλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδήποτε χώμα που πατώ».

Τον Εμπειρίκο, που πέθανε πριν λίγους μήνες, ο Εγγονόπουλος τον θρηνεί ακατάπαυστα και στην κουβέντα του τον αποκαλεί «Αρχάγγελο».

*Η συνέντευξη έγινε από δύο δημοσιογράφους, τη Φανή Πετραλιά κι εμένα. Η Φανή Πετραλιά παραμένει ένα πολύεδρο διαμάντι στη Δημοσιογραφία.

Οι αφορισμοί του

• «Ένας ξένος φίλος μου προσπάθησε να μεταφράσει τον κύριο Σεφεριάδη. Άλλοτε του έβγαινε Έλιοτ, άλλοτε Λαφόρκ και άλλοτε Βαλερύ…»

• «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε χωρίς ποτέ να πάρει είδηση ότι υπήρξε πλούσιος…»

• «Η μητέρα μου, όταν ήμουν μικρός, μου έλεγε: Εσύ, παιδί μου, με το νου σου κάνεις Πασχαλιά. Κι εγώ της απαντούσα: Μητέρα, η Πασχαλιά μόνο με το νου γίνεται. Και δεν ήμουν παιδί-θαύμα, μάλλον μπουνταλάς ήμουν…»

• «Εφαρμόζω την παραίνεση του Σεζάν: Ούτε μια μέρα χωρίς μια γραμμή.»

• «Ο Κόντογλου υπήρξε ένα αϊβαλιώτικο παλικάρι.»

• «Τη μεγαλύτερη ελευθερία την έχουν οι ταπεινοί ήρωες του Παπαδιαμάντη.»

• «Το μόνο που με παρηγορεί είναι τα χρώματα και οι λέξεις. Οι λέξεις είναι στοιχεία που τα ξομπλιάζω και τα βάζω χρωματιστά το ένα πλάι στο άλλο…»

• «Ο Ντε Γκωλ έλεγε ότι θα ήταν κανείς βλάκας αν δεν υπήρξε κάποτε στη ζωή του κομμουνιστής. Θαυμάζω τον Λένιν, ήτο μεγάλος άνδρας. Ο κομμουνισμός δεν άλλαξε τους ανθρώπους, άλλαξε ίσως τη μοίρα τους.»

• «Εγώ και ο Εμπειρίκος φέραμε το αληθινό στην ποίηση, φέραμε την παλιννόστηση της πεσούσης μεγάλης εικόνας…»

• «Ένας μερακλής σαν τον Εμπειρίκο και ένας σεμνός σαν εμένα, συλλάβαμε το δράμα της ζωής.»

• «Δοξολόγησα το ελληνικό σπίτι όσο κανένας άλλος.»

• «Τις γυναίκες άλλοτε τις λατρεύαμε. Απορούμε που τώρα θέλουν να γίνουν σαράφηδες της οδού Αθηνάς.»

 

 Συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη (1976)

 Από την εφημερίδα Boulevard