Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 στη Θράκη
Θεοφάνης Μαλκίδης
Εισαγωγή
Η Σύμβαση της Ανταλλαγής που προηγήθηκε της Συνθήκης της Λοζάννης θεωρήθηκε ως η μοναδική στο είδος της περίπτωση συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών σε τόσο ευρεία κλίμακα και από την πλευρά της Κοινωνίας των Εθνών (Κ.τ.Ε) προτάθηκε ως λύση σε ζητήματα μειονοτήτων. Είναι γεγονός πάντως ότι, όλοι οι συμπράξαντες απέφυγαν με επιμέλεια να αναλάβουν την ευθύνη της ιδέας για τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μέτρου. Με τη Συνθήκη της Λοζάννης η ελλαδική Θράκη αποτέλεσε μία έκταση που κάλυπτε, με εξαίρεση τη στενή λωρίδα γύρω από την Αίνο, ολόκληρη σχεδόν την νότια ακτή της Βαλκανικής Χερσονήσου και όπου σύμφωνα με τον Βενιζέλο θα μπορούσε να γίνει η εγκατάσταση των προσφύγων.
Πληθυσμιακές μεταβολές στην ελλαδική Θράκη μετά το 1922
Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Θράκη (1912-1922) είχαν σαν αποτέλεσμα να προκληθούν δυσμενείς καταστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ο αριθμός των Ελλήνων, Βουλγάρων και μουσουλμάνων που άλλαξαν τόπο εγκατάστασης στο παραπάνω χρονικό διάστημα υπολογίζεται από 2.300.000 έως 2.500.000. Οι απογραφές του 1920 και 1928 αναδεικνύουν μία αριθμητική διαφορά των Ελλήνων που ανέρχεται σε ποσοστό 50% – 303.171 κάτοικοι, έναντι 209.443 το 1920. Το 1923, με την έναρξη της εισροής των προσφύγων, ο πληθυσμός της περιοχής είναι 94.226 Έλληνες, 95.407 Μουσουλμάνοι, 1.183 Αρμένιοι, 16.828 Βούλγαροι και 1.112 Εβραίοι. Παράλληλα θα πρέπει να προστεθούν και 105.438 Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην περιοχή, πριν ακόμη αρχίσει η ανταλλαγή πληθυσμών, γεγονός που ανεβάζει το πληθυσμό της ελλαδικής Θράκης στα 314.235 άτομα.
Οι προσπάθειες αποκατάστασης
Με την κατάρρευση του μετώπου οι Έλληνες της Ανατολής, κατέφθεσαν στην ελλαδική Θράκη και την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι πρώτες επιτάξεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και καθημερινά εκατοντάδες πέθαιναν από την εξάντληση και τις επιδημίες. Το έργο της αποκατάστασης προσέκρουε σε δυσκολίες, λόγω του όγκου των προσφύγων και της φύσης των προβλημάτων. Oι ρυθμοί αύξησης των προσφύγων και η προσπάθεια εγκατάστασής τους, παρέλυσαν τους ρυθμούς της κοινωνικής ζωής αφού η υποδομή και οι πόροι απουσίαζαν. Η κατάσταση οδήγησε στην απόφαση της ίδρυσης αρχικώς του «Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων- Αυτόνομου Οργανισμού Προσφυγικής Αποκατάστασης» και στη συνέχεια της «Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων» (E. A. Π.), η οποία εγκρίθηκε από την Κ.τ.Ε., το 1923. Στο καταστατικό αναφερόταν ότι αποστολή της Ε.Α.Π θα ήταν η κατάρτιση και εφαρμογή ενός προγράμματος «για την προσφορά παραγωγικής εργασίας στους πρόσφυγες», ενώ τα εισοδήματα από τα κεφάλαια της Ε.Α.Π., απαγορευόταν να δαπανηθούν «δια την ανακούφισιν δυστυχίας ή δι’ άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς, μη συνδυαζομένους με την εις παραγωγικά έργα αποκατάστασιν των συντρεχομένων προσώπων». Tο ελληνικό δημόσιο παραχώρησε στην E.A.Π., εκτάσεις 5.000.000 στρεμμάτων αξίας 13.000.000 Λιρών Αγγλίας για την υλοποίηση του έργου της αποκατάστασης. Επίσης προχώρησε στην παροχή και άλλων πόρων σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της αγροτικής παραγωγής, σε συνδυασμό με τη διαχείριση ενός διεθνούς δανείου με επαχθείς όρους για την Eλλάδα, ύψους 12.300.000 Λιρών Aγγλίας. Το 1927 συνάφθηκε το δάνειο «σταθεροποιήσεως» ύψους 7.500.000 Λιρών Αγγλίας, με ποσοστό 86%, επιτόκιο 7, 05% και απόδοση 6.500.000 αγγλικές λίρες, ενώ τον ίδιο χρόνο συνάφθηκε δάνειο με τις Η. Π. Α., ύψους 6.000.000 λιρών Αγγλίας από τις οποίες όμως μόνο οι 500.000 καταβλήθηκαν απευθείας στην Ε. Α. Π. Παράλληλα, μεταξύ των ετών 1923-1928, το κράτος εξέδωσε έξι δάνεια ύψους 10.500.000 αγγλικών λιρών, με τα οποία δάνεια καλύφθηκε το πρόγραμμα στέγασης. Από τα δάνεια αυτά καλύφθηκε το πρόγραμμα στέγασης των προσφύγων καθώς και μία σειρά άλλων δανείων /δαπανών που χορηγήθηκαν απευθείας στους πρόσφυγες. Oι αντιφάσεις και η σύγχυση που επικράτησε στην εφαρμογή -συχνά αλληλοαναιρούμενων- επιλογών, μεταξύ ελληνικού κράτους και E.A.Π., προκάλεσε προβλήματα στη διαδικασία της παροχής προσφυγικής πρόνοιας και διαχείρισης των προσφυγικών πόρων. Oι ενέργειες, εκ μέρους του κρατικού μηχανισμού περιστολής των αρμοδιοτήτων της επιτροπής, κορυφώθηκαν το 1925, με τη προσαγωγή σε δίκη στελεχών της E.A.Π.
Οι πρόσφυγες στη Θράκη
Η Θράκη (και η Μακεδονία) ήταν οι περιοχές όπου κατεξοχήν δραστηριοποιήθηκε η Ε.Α.Π. Παρά το γεγονός ότι η αγροτική αποκατάσταση προχωρούσε ταχύτερα και υποστηριζόταν περισσότερο από την αστική η χάραξη των συνοικισμών καθυστερούσε, διότι έπρεπε να γίνει η εκλογή του χώρου και να εξασφαλιστούν τα υλικά και η μεταφορά τους. Επιπλέον η Ε.Α.Π., έπρεπε να χορηγήσει δάνεια και να προμηθεύσει τους πρόσφυγες με εφόδια Επειδή ήταν αδύνατον από τις πρώτες ημέρες να εξασφαλισθεί η επικοινωνία με τις ορεινές περιοχές όπου προωθήθηκαν πρόσφυγες, αυτοί σύντομα, μαστιζόμενοι από τις ασθένειες, την έλλειψη τροφίμων και εργασίας,εγκατέλειψαν τα ορεινά και κατέφυγαν στις πόλεις. Εξάλλου η εποίκιση των ορεινών περιοχών δεν ήταν δυνατό να γίνει μόνο με την παραχώρηση λίγων στρεμμάτων, κατοικίας και γεωργικών εφοδίων, όπως έγινε με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες. Η γη ήταν μεγάλη, αλλά άγονη και φτωχή σε απόδοση. Εξάλλου επικρατούσε η άποψη ότι η επιστροφή ήταν ζήτημα χρόνου. Έτσι συσσωρεύτηκε μεγάλος αριθμός προσφύγων στο νομό Έβρου, με την ελπίδα της επιστροφής, γεγονός που ήταν η αιτία για την οποία τα δύο πρώτα χρόνια, οι πρόσφυγες δεν ασχολήθηκαν με τη γη. Άλλος σημαντικός παράγοντας απραξίας ήταν ο χαρακτήρας της διανομής της γης. Ορισμένοι πρόσφυγες καλλιέργησαν τα χωράφια, άλλοι όμως, δεν εργάζονταν πριν αποκτήσουν τίτλους ιδιοκτησίας.
Το 1928 οι τελικά ολοκληρωμένοι αγροτικοί προσφυγικοί οικισμοί της Θράκης ανέρχονται σε 243, έναντι των 1.396 της Μακεδονίας. Για την ανέγερση των αγροτικών οικιών η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης εφάρμοσε ένα πρόγραμμα χορηγίας στον πρόσφυγα του οικοδομικού υλικού, ενός αλόγου και ενός κάρου, ενώ εξασφαλίστηκαν κονδύλια για τους χτίστες και τους ξυλουργούς. Το σύστημα αυτό, βοήθησε τόσο στην ανέγερση των οικιών όσο και στη μείωση του κόστους κατασκευής τους- υπολογίστηκε γύρω στις 11.000 -12.000 δρχ., η δαπάνη για κάθε αγροτικό σπίτι-, το 1/2 ή τα 2/3 του κόστους των σπιτιών που χτίζονταν από εταιρείες.
Η διαφορά ιδιοσυγκρασίας των προσφύγων όχι μόνο σε σχέση με τους γηγενείς αλλά και μεταξύ τους, δημιουργούσε πιεστικά προβλήματα που έπρεπε να λυθούν το συντομότερο. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Ν.Κ. Λάιου, υπαλλήλου του εποικισμού, ο οποίος στα 1927 έγραφε για το θέμα\’: “Οι Έλληνες, επί παραδείγματι, της Μ.Ασίας, ως ζήσαντες αμέσως υπό τον (τουρκικόν) ζυγόν εις τας απομεμακρυσμένας επαρχίας του εσωτερικού εν μέσω Τούρκων και Κούρδων ομοιάζουσιν απολύτως προς τους ασιατικούς λαούς, είναι καθυστερημένοι, ταπεινοί και φοβισμένοι, μέγας δε αριθμός τούτων είναι τουρκόφωνοι. Άλλοι ως οι Καππαδόκες, εκ της καρδίας της Ανατολής, είναι οι τύποι των διανοούμενων ανθρώπων, μορφωμένοι, ενεργητικοί, επιχειρηματικοί και λεπτολόγοι. Άλλοι ως οι Έλληνες των παραλίων της πεδιάδος του Μαιάνδρου είναι οι πλέον αυθεντικοί Ιωνοί: ατομισταί. εφευρετικοί, ενεργητικοί, εύστροφοι, αφομοιούνται ταχέως, είναι εύγλωττοι, ευρίσκονται πανταχού παρόντες… Εις τον Πόντον… συναντά κανείς τους πλέον ανόμοιους τύπους, από του τύπου του τετριμμένου, αμαθούς και αγροίκου μέχρι του πλέον λεπτού και ευγενούς των Ελλήνων… Θεωρούνται οι Πόντιοι ως οι πλέον αυθεντικοί Έλληνες… η επιβλητική παρουσία, η καθαρότης των χαρακτηριστικών και της γλώσσης… Οι πρόσφυγες του Καυκάσου είναι οι τύποι οι πλέον όμοιοι προς τους Ποντίους αλλά πολύ υπερήφανοι… Ο χωρικός Θραξ, ποιμήν ή γεωργός, είναι άνθρωπος ήρεμος και λογικός, βραδύς και σοβαρός με συνήθειας απλάς και κανονικάς. Δίδει την εντύπωσιν ανθρώπου μετρημένου και σταθερού, πράγμα όπερ είναι ίδιον ανθρώπων αφοσιωμένων εις την γην. Κρίνει τα πράγματα ησύχως και ψυχρώς, σκέπτεται πολύ, είναι εργατικός και ανεκτικός αλλά και πείσμων, … ζn συντηρητικά… Ο συγγενής του ο εκ Βουλγαρίας πρόσφυξ αποδίδει επίσης τον τύπον του αληθούς χωρικού, όστις δεν ζn παρά εκ της γης και δια την γην. Ομοιάζει απολύτως προς τον Θράκα αλλ\’ είναι περισσότερο εξελικτικός τούτου, είναι εις σκοπανεύς της προόδου, είναι στοιχείον τάξεως”.
Η αγροτική παραγωγή στη Θράκη
Το επίπεδο γνώσεων των προσφύγων συνέβαλε στην ανάπτυξη της γεωργίας, η οποία γινόταν ακόμη με πρωτόγονο τρόπο. Εντός του διαστήματος 1924-1927, η παραγωγή σιταριού αυξήθηκε από 22.810.793 οκάδες σε 43.198.174. Στην περίοδο 1931- 1933 η παραγωγή σιτηρών στη Θράκη αντιπροσώπευε το 8-11% της συνολικής εσοδείας. Άλλη μια αγροτική δραστηριότητα ήταν η αμπελουργία. Το 1925 είχε αμπελωθεί έκταση 57.000 στρεμμάτων και έως το 1928 είχαν διανεμηθεί στους πρόσφυγες 1.400.000 φυτάρια αμπελιών, από την Ε.Α.Π, πέρα από κείνα που είχαν εισαχθεί από τους συνεταιρισμούς. Ο καπνός της Θράκης, υπήρξε η πηγή στην οποία όφειλε τον πλούτο και την ανάπτυξη της ένα τμήμα της περιοχής. Οι εξαγωγές του καπνού έφτασαν να καλύπτουν το 1929, το 70% της συνολικής παραγωγής, απασχολώντας 150.000 οικογένειες. Η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης, συγκέντρωσε τον καπνό της Θράκης στην Ξάνθη, με την προοπτική να πουληθεί από τις συνεταιριστικές ενώσεις, με στόχο την μη μείωση των τιμών που επιδίωκαν οι καπνέμποροι.Η κρίση του 1929-32 είχε όμως επιπτώσεις στον καπνό, οδηγώντας το δίκτυο σε κατάρρευση, και μειώνοντας τις εξαγωγές κατά το 1/3 ως προς την ποσότητα και κατά 81% ως προς την αξία. Ο αριθμός των ανέργων καπνεργατών αυξήθηκε, γεγονός που τροφοδότησε τις αναταραχές που ταλάνισαν την περιοχή.
Οι προσφυγικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί
Η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων επιτάχυνε τις διαδικασίες απαλλοτρίωσης των μεγάλων αγροκτημάτων και έδωσε ώθηση στο αγροτικό κίνημα.. Στη Θράκη υπήρχαν 234 προσφυγικές συνεταιριστικές οργανώσεις με 13.258 μέλη, κεφάλαιο 4.443 .650 δρχ. και απόθεμα 1.083.447 δρχ. Με το κεφάλαιο αυτό η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (ΕΤΕ) έδωσε δάνειο ύψους 33.000.000 δρχ. και οργανώθηκε με μηχανική καλλιέργεια, ένας μεγάλος αριθμό αγροκτημάτων. Στα τέλη του 1927 τα μέλη αυξάνονται σε 16.803, το κεφάλαιο ανεβαίνει στο ύψος των 8.910.610 δρχ., και τα δάνεια που χορηγήθηκαν από την Ε.Τ.Ε., ανέρχονται σε 81.240.667 δρχ., εκτός από εκείνα που χορηγήθηκαν σε μέλη, ύψους 3.500.000 δρχ. Με το ποσό των 3.516.832 δρχ., αγόρασαν αγροτικές μηχανές, χημικά λιπάσματα, ζώα, δημιούργησαν φυτώρια από μωρεόδεντρα και αμπέλια και προώθησαν σημαντικά μεταξουργία και την οινοποιία.
Οι μουσουλμάνοι και το προσφυγικό πρόβλημα
Ενώ σ’ όλες τις άλλες περιοχές η αναχώρηση των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων εξασφάλιζε στέγη και γη στους πρόσφυγες, στη Θράκη η παραμονή των μη ανταλλάξιμων μουσουλμάνων βραχυκύκλωνε την αποκατάσταση και περιέπλεκε το προσφυγικό ζήτημα, Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η δυσκολία εξεύρεσης στέγης και χωραφιών για τους πρόσφυγες. Kαι αυτό διότι οι μουσουλμανικές περιουσίες δεν μπορούσαν να διατεθούν για την αποκατάσταση των προσφύγων, εκτός εάν εξαγοράζονταν ή απαλλοτριώνονταν με αποζημίωση και μόνο με τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών τους. Από τις 15.326 αγροτικές προσφυγικές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη (Δεκέμβριος 1924), 13.300 άρχισαν ήδη να καλλιεργούν χωράφια ιδιοκτησίας μουσουλμάνων, παρόλο που δεν είχαν ακόμη εξαγοραστεί (Μάρτιος 1925).
Η επίταξη των μουσουλμανικών περιουσιών δεν κράτησε πολύ. Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, άρχισε η εφαρμογή των άρθρων, που αναφέρονταν στην προστασία των μειονοτήτων και η αραίωση των προσφύγων είχε ως αποτέλεσμα τη απόδοση των κτημάτων στους μουσουλμάνους. Ωστόσο το γεγονός των καταλήψεων μουσουλμανικών περιουσιών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Τουρκία. Στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκε ο «Σύνδεσμος της Ανταλλαγής της Ανατολικής Μακεδονίας», που αποφάσισε ν’ ασκηθεί πίεση στην τουρκική κυβέρνηση, ώστε να λάβει αντίποινα κατά των Ελλήνων για τις «καταπιέσεις και τη τυραννία» που υφίστανται οι ομόθρησκοί τους στην Ελλάδα.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Καταλύτης για το ελληνικό κράτος ήταν η έλευση των προσφύγων το 1922, που επηρέασε και την ελληνική κοινωνία. Οι πρόσφυγες εμπλούτισαν τόσο τον αστικό όσο και τον αγροτικό χώρο, ειδικά ο προσφυγικός πληθυσμός της Θράκης ανερχόταν στο 35% του συνολικού πληθυσμού. H πλειοψηφία των προσφύγων κατέφυγε στο Θρακικό χώρο χωρίς πόρους. Οι μαρτυρίες δίνουν την εικόνα της συρροής προσφύγων, σε μια περιοχή με ανοιχτές, τις πληγές από την περίοδο του πολέμου και με αρκετές ιδιαιτερότητες λόγω της παρουσίας των μουσουλμάνων, και των βουλγαρικής καταγωγής κατοίκων. Στις εκθέσεις της Ε.Α.Π., γίνεται, λόγος, για τα προβλήματα της προσφυγικής αποκατάστασης, γεγονός που μαρτυρεί την ιδιαιτερότητα του θέματος στην περιοχή. Στη Θράκη η εγκατάσταση των προσφύγων είχε μεγάλη συνεισφορά τόσο στην δημογραφική ανάπτυξη της περιοχής όπου μέχρι το 1928 είχαν εγκατασταθεί 18.856 αστοί και 71.923 αγρότες όσο και στην εισαγωγή νέων δεδομένων στην αγροτική παραγωγή. Τα 721.959 στρέμματα του 1922 γίνονται 1.478.956 το 1931. Οι δαπάνες που κάλυψαν εποικιστικές ανάγκες στην Θράκη αντιπροσωπεύουν το 21,83% του συνόλου των δαπανών όλης της χώρας, ενώ η δαπάνη που αντιστοιχεί σε κάθε οικογένεια υπολογίζεται γύρω στις 41.315 δρχ. Η δαπάνη της αστικής αποκατάστασης, στο ίδιο διάστημα, ανέρχεται στο ύψος των 203.115.756 δρχ. O κορεσμός όμως στην αγορά εργασίας, τα προβλήματα εγκατάστασης, τα φαινόμενα κηδεμονίας, οδήγησαν ένα μεγάλο τμήμα των προσφύγων στις παρυφές των πόλεων και κυρίως στην Αθήνα.
H υπογραφή του «Συμφώνου Φιλίας» από τον Μουσταφά Κεμάλ και το Bενιζέλο το 1930, δρομολόγησε αναπότρεπτες αλλά και δυσάρεστες εξελίξεις, καθιστώντας ανενεργό το προσφυγικό αίτημα της επανεγκατάστασης. Με τη Συμφωνία αυτή και σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπε η αρχική Σύμβαση επήλθε η οριστική ρύθμιση με τη μέθοδο του συμψηφισμού των απαιτήσεων των δύο κρατών, ανεξαρτήτως του οφειλομένου από τη μία ή την άλλη πλευρά χρεωστικού υπολοίπου. Με τη ρύθμιση, προϊόν της Ελληνοτουρκικής Φιλίας του 1930, η Ελλάδα έχασε περισσότερες από 100.345.427.910 δρχ. (με τιμή χρυσής λίρας Αγγλίας 372 δρχ.). εφόσον εξισώθηκαν οι τεράστιες περιουσίες των 1.400.000 Ελλήνων της Μικράς Ασίας με τις αντίστοιχες των 354.647 μουσουλμάνων της Ελλάδα Oι προσφυγικές περιουσίες δεν αποδόθηκαν ποτέ, όπως η Σύμβαση της 30ης Ιανουαρίου 1923 προέβλεπε. Κατάσταση που υφίσταται ακόμη και σήμερα με τη διασπάθιση της προσφυγικής περιουσίας και της διαχείρισής της για πελατειακούς σκοπούς.
Η συνέντευξη στο ράδιο πρώτο της Λευκωσίας στο 52:15