Ὁ χλευασμὸς τους προέρχεται ἀπὸ τὴν μοχθηρὴ καρδιά· τὸ χαμόγελό σου ἂς εἶναι χωρὶς κακία. Ὁ χλευασμὸς ἁρμόζει στὴν ἄγνοια, ἐνῶ στὴ γνώση ἁρμόζει τὸ χαμόγελο. Μὲ τὸν χλευασμό τους αὐξάνουν τὴν τιμὴ τῆς προσευχῆς σου μπροστὰ στὸν αἰώνιο Δικαστή. Ἀφοῦ στὸν Θεὸ εἶναι πιὸ ἀγαπητὴ ἡ προσευχὴ τῆς θαρραλέας ψυχῆς, περικυκλωμένης ἀπὸ τὰ βέλη τῆς κακίας, τοῦ μίσους, τοῦ φθόνου καὶ τοῦ χλευασμοῦ. Ὅλα αὐτὰ τὰ βέλη ἔχουν ἀμβλυμμένη τὴν κορυφὴ καὶ αἰχμηρὴ τὴν βάση, ὥστε ἀποκρούονται ἀπὸ ἐσένα καὶ λαβώνουν τοὺς ἴδιους τοὺς τοξότες.
Ἡ γυναίκα, τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ, Μελχόλ, χλεύασε κάποια φορὰ τὴν ἔνθερμη προσευχὴ τοῦ ἄντρα της. Ἀπὸ τὸν χλευασμὸ αὐτὸ ὁ Θεὸς βρέθηκε περισσότερο προσβεβλημένος ἀπ’ ὅ,τι ὁ βασιλιὰς Δαυίδ. Γι’ αὐτὸ ὁ Ὕψιστος τιμώρησε... τὴν Μελχόλ: «καὶ τῇ Μελχὸλ θυγατρὶ Σαοὺλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτὴν» (Βασ. Β΄ 6, 23). Ὅποιος παρατηρεῖ προσεχτικὰ τὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ γεγονότα, αὐτὸς μπορεῖ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι καὶ στὶς μέρες μας ὁ Θεὸς τιμωρεῖ αὐστηρά τοὺς χλευαστὲς τῆς ἱερότητας.
Κι ἐσὺ – ἐὰν νομίζεις ὅτι ὁποιοσδήποτε λόγος εἶναι πιὸ δυνατὸ φάρμακο γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὴ σιωπὴ – πὲς στοὺς χλευαστές σου: μὲ ἀπατοῦν τὰ μάτια μου ἢ βλέπω καλά; Ἐσεῖς ποὺ κάθε μέρα παρακαλᾶτε τοὺς ἐμπόρους καὶ τοὺς γαιοκτήμονες καὶ τοὺς χωροφύλακες, τὴν μία γιὰ τὸ ἕνα καὶ τὴν ἄλλη γιὰ τὸ ἄλλο, χλευάζετε ἐμένα, ἐπειδὴ παρακαλῶ τὸν αἰώνιο Δημιουργό μας; Δὲν εἶναι πιὸ γελοῖο νὰ παρακαλᾶς τὸν ἀνήμπορο παρὰ τὸν Παντοδύναμο; Δὲν εἶναι παράλογο νὰ προσκυνᾶς τὴ σκόνη παρὰ τὸν Ζωοδότη καὶ Κύριο;
Ἔχει εἰπωθεῖ κάπου στὸν προφήτη: «ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ’ ἄνθρωπον» (Ἱερ. 17, 5). Ὅποιος τοποθετεῖ τὴν ἐλπίδα στὸν θνητὸ ἄνθρωπο, σὲ μία πρόσκαιρη φούσκα καὶ δὲν τὴν τοποθετεῖ στὸν Θεὸ Παντοκράτορα, εἶναι ὀφθαλμοφανὲς ὅτι εἶναι καταραμένος. Καὶ αὐτὴ ἡ κατάρα ἐπάνω του καὶ στὸ σπίτι του μπορεῖ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ μὲ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία. Εἶναι ξεκάθαρο, ὅτι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι καταραμένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ παρακαλᾶ μόνο τὸν ἄνθρωπο ἐνῶ δὲν παρακαλᾶ Ἐκεῖνον ποὺ κρατᾶ τὰ πάντα καὶ μπορεῖ τὰ πάντα. Ἀλλά, πρόσεχε, καμιὰ φορὰ ἡ σιωπὴ εἶναι χρησιμότερη καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια.
Ὁ πρῶτος χλευασμὸς συγχύζει τὴν προσευχόμενη ψυχή. Ὅμως ἐσὺ ἤδη ἐπέζησες καὶ δὲν παραιτήθηκες ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἐνῶ ὁ ἐπαναχλευασμὸς εἶναι ὤθηση. Σ’ αὐτὸ λὲς καὶ μόνη σου ὅτι ἔχεις ἐμπειρία. Τώρα αἰσθάνεσαι ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς κάπως ἐγγύτερα σ’ ἐσένα καὶ ἡ ἐκκλησία πιὸ ἀγαπητὴ καὶ ἡ προσευχὴ πιὸ γλυκιά. Νὰ ξέρεις ὅτι θὰ ἔρθει καιρός, ὅπου ὁ χλευασμὸς θὰ σταματήσει καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ γίνεται συναίνεση καὶ θαυμασμὸς καὶ ἔπαινος καὶ τότε ἡ ψυχή σου θὰ βρίσκεται σὲ μεγαλύτερο κίνδυνο ἀπ’ ὅ,τι βρίσκεται τώρα. Τώρα μαθαίνεις τὴν ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ τότε θὰ ἀμύνεσαι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἄλλο ζήτημα, ἄλλος πειρασμός.
Νὰ ξέρεις ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς βασανίζουν μὲ χλευασμὸ ἐκεῖνοι ἀκριβῶς εἶναι καὶ οἱ ἐχθροί μας. Καὶ σ’ αὐτοὺς ἀναφερόταν ὁ Κύριος ὅταν ἔδινε τὴν ἐντολή: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Ματθ. 5, 44). Χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν, μᾶς κάνουν καλό. Πικραίνοντάς μας καὶ στενοχωρώντας μας, ἀνάβουν τὴν φλόγα τοῦ θεϊκοῦ πυρὸς μέσα μας. Γαβγίζοντας πισώπλατα ὅταν ἐμεῖς βαδίζουμε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μᾶς σπρώχνουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό. Κάνοντάς μας τὴ γῆ πιὸ ἀνιαρή μᾶς κάνουν τὸν οὐρανὸ ἀκόμα πιὸ ἀγαπητό. Ἡ παγωνιὰ καὶ ὁ ἄνεμος δὲν σκέπτονται τὸ καλό του δένδρου, ἀλλά, ἂν καὶ ἄθελά τους, τοῦ κάνουν καλό. Ἔτσι καὶ οἱ ἐχθροί σου σ’ ἐσένα.
Γι’ αὐτὸ συγχώρησέ τους καὶ εὐλόγησέ τους καὶ προσευχήσου στὸν Θεὸ γι’ αὐτούς, καὶ -ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων- ἀγάπα τους ὡς τοὺς μέγιστους εὐεργέτες σου μετὰ τὸν Θεό.
Ἀλλὰ ἐὰν ἡ ψυχή σου δὲν ὑπομένει αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο σύριγμα τῆς γήινης σκόνης καὶ δὲν προτιμᾶ νὰ ντρέπεται ἀπέναντι στὸν Χριστό, τότε θὰ γελοῦν μαζί σου ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ τὰ δαιμόνια.
Νὰ ἐπισκέπτεσαι συχνά τους οἴκους τῆς θλίψης. Νὰ ἐπισκέπτεσαι καὶ τὸ νεκροταφεῖο. Νὰ σκέπτεσαι περὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τὸν ἀσπάζεσαι ὅσο πιὸ συχνὰ μπορεῖς. Καὶ περὶ τοῦ τέλους τῆς ζωῆς νὰ σκέπτεσαι. Ὅλα αὐτὰ θὰ σὲ βοηθήσουν νὰ ἰσχυροποιήσεις τὴ διάθεσή σου γιὰ προσευχὴ καὶ νὰ φθάσεις ἕως τὴν πλήρη νίκη.
Εἰρήνη καὶ ἔλεος Κυρίου.