Ο Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος (1787 – 1843) ήταν ο κληρικός, ο οποίος ανέλαβε στα χρόνια της Επανάστασης υψηλότατα στρατιωτικά και πολιτικά καθήκοντα. Παράλληλα ανεδείχθη πρότυπο Αρχιερέως. Δέχθηκε να υποστεί βαριά εκκλησιαστική ποινή, παρά να παραβεί τους Κανόνες της Εκκλησίας. Όντως αναδείχθηκε αγωνιστής άξιος της Πατρίδος και της Εκκλησίας.
Γεννήθηκε στη Νεμνίστα, σήμερα Μεθύδριο, δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Βυτίνας. Τα γράμματα τα έμαθε από δασκάλους κληρικούς και από μόνος του. Ιδιοφυής, έμαθε άριστα να γράφει, να ομιλεί και, αργότερα, να κηρύττει. Εκ των υστέρων απεδείχθη ότι ήταν και άριστος θεολόγος. Το 1813 εξελέγη Επίσκοπος Βρεσθένης και αφιερώθηκε στην ιεραποστολή και στη διάδοση των γραμμάτων. Λιτός στη ζωή έδιδε πρώτος το βαλάντιο του ως παράδειγμα και προτροπή να ενισχυθεί το έργο του. (Βλ. σχ. Αν. Γούδα «Βίοι παραλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1869, Τόμος Α΄, σελ. 138). Το 1818 κατέστη μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Από τότε άρχισε την εντονότερη πατριωτική του δράση και τη συνεργασία του με τους άλλους αγωνιστές προς προετοιμασία της Εθνεγερσίας.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης πληροφορήθηκε την κρισιμότητα της μάχης στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), εγκατέλειψε προσωρινά την ποιμαντορική του ράβδο, περιζώθηκε τη ρομφαία και κατέβηκε από τον Ταΰγετο σε βοήθεια των αγωνιζομένων Ελλήνων. Γράφει ο Αμβρόσιος Φραντζής: «Περί το λυκαυγές της πρωΐας της 13ης Μαΐου, οι Αγιοπετρίται και οι Τσάκωνες, περίπου 800, τους οποίους διηύθυνε ο Επίσκοπος Βρεσθένης, έσπευσαν εις βοήθειαν των αγωνιζομένων αδελφών των». («Επιτομή Ιστορίας Αναγεννηθείσης Ελλάδος», Τόμ. Β΄ σελ. 23).
Ο Αυστριακός διπλωμάτης και ιστορικός Άντον Πρόκες φον Όστεν αποδίδει μείζονα σημασία στη σύμπραξη του Βρεσθένης για την ευτυχή έκβαση της μάχης του Βαλτετσίου, όπως και των μαχών στα Βέρβαινα και στα Δολιανά. (Βλ.σχ. «Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού Κράτους εν έτει 1821 και της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου/Διπλωματικώς εξεταζομένη». Συγγραφείσα μεν υπό Αντ. Πρόκες – Όστεν, μεταφρ. δε εκ του Γερμανικού πρωτοτύπου υπό Γ. Εμμ. Αντωνιάδου. Αθήνησι, εκ του Τυπογραφείου της Αθηνάς, 1868-69, Τόμ. Α΄ σελ. σβ΄).
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς ο Θεοδώρητος εγκατέλειψε τα στρατόπεδα και μεταξύ των πρώτων έσπευσε να προωθήσει Σύνταγμα, Νόμους και Κυβέρνηση. Έτσι συνέπραξε στη σύσταση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, η οποία, στις 26 Μαΐου 1821, εξέδωσε την πρώτη πράξη, με την οποία ανακοινώθηκε η εκλογή των μελών της. Σε αυτήν πρόεδρος εξελέγη ο Βρεσθένης. Εξελέγη επίσης αντιπρόσωπος της Σπάρτης στις Εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου και του Άστρους.
Το 1822 υπέστη μια επτάμηνη σκληρή δοκιμασία στο Ναύπλιο. Θέτοντας το συμφέρον της Πατρίδας πάνω από τον εαυτό του αποδέχθηκε τον κίνδυνο να εισέλθει στο τουρκοκρατούμενο Παλαμήδι για να διαπραγματευθεί την παράδοση του. Οι Τούρκοι τον κράτησαν όμηρο, τον βασάνισαν ανελέητα και απειλούσαν συνεχώς τη ζωή του. Ημιθανής εξήλθε της αιχμαλωσίας, αλλά βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει την προσφορά του. Ονομάσθηκε για δύο περιόδους αντιπρόεδρος της Βουλής, ουσιαστικά προήδρευε, και από τη θέση του προσπάθησε να σταματήσει την εθνοκτόνα διχόνοια. Φυλακίστηκε πάλι (αυτή τη φορά από τους Έλληνες) στο Παλαμήδι. Πικραμένος αποσύρθηκε στο αγαπημένο του Λεωνίδιο της Τσακωνιάς (Βλ. σχ. Φ. Κουκουλέ «Ιστορία της Βαμβακούς, εν Αθήναις, 1907, σελ. 82-83).
Στις 10 Αυγούστου 1827 ο Βρεσθένης κατευθυνόμενος προς το Λεωνίδιο από τους Μύλους απηύθυνε επιστολή στον Γ. Κουντουριώτη, στην Ύδρα. Με υστάτη έκκλησή του τον παρακάλεσε να σταματήσει η διχόνοια «ήδη της πατρίδος κινδυνευούσης»… Όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδος ο Θεοδώρητος αποσύρθηκε από τα κοινά και αφοσιώθηκε στα ποιμαντικά του καθήκοντα.
Ως Επίσκοπος ο Βρεσθένης Θεοδώρητος διακρίθηκε για την παρρησία του και δια την έως διωγμού του τήρηση των Ιερών Κανόνων. Αντιτάχθηκε στην κρατικοποίηση των Μητροπόλεων και των Επισκοπών, που προώθησε η Αντιβασιλεία. Όταν αυτή χώρισε την Επικράτεια σε δέκα Νομούς και ισάριθμες Επισκοπές αντέδρασε, διακηρύσσοντας ότι δεν μπορεί ο Επίσκοπος να καταστεί κρατικός υπάλληλος και να ταυτισθεί με τον Νομάρχη. Λόγω της θαρραλέας στάσης του έναντι της εξουσίας έπεσε στη δυσμένεια της. Για «τιμωρία» τον απομάκρυναν από την Επισκοπή Βρεσθένης, στην οποία υπηρετούσε ήδη, το 1842, είκοσι οκτώ χρόνια, και, χωρίς να το θέλει και να το ζητήσει τον «προήγαγαν» στην επισκοπή Αχαΐας…
Πικραμένος παρουσιάστηκε στη Σύνοδο και εξήγησε τους Κανονικούς, Εκκλησιαστικούς και προσωπικούς λόγους που δεν θέλησε τον «προβιβασμό». Οι Συνοδικοί τον παρέπεμψαν στην Κυβέρνηση, που εξέδωσε το σχετικό Βασιλικό Διάταγμα…Ο Θεοδώρητος απηύθυνε τότε επιστολή στον Όθωνα και του εξήγησε τους λόγους που αρνήθηκε τη μετάθεσή του. Εν τω μεταξύ η Σύνοδος άλλαξε το όνομα της Επισκοπής Βρεσθένης σε Σελλασίας… Ο Όθωνας προώθησε την επιστολή του Θεοδώρητου στη Σύνοδο, για να επιληφθεί. Εκείνη επικαλέστηκε το Βασιλικό Καταστατικό Διάταγμα του 1833 για την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και ενημέρωσε τον Βασιλέα ότι λόγω της αρνήσεώς του τον εξεδίωξε από την Επισκοπή του και τον κατέστησε «πρώην Σελλασίας». (Κων. Οικονόμου «Τα σωζόμενα Εκκλησιαστικά Συγγράμματα», Β΄ Τόμος, Αθήναι, 1862, σελ. 486).
Η κυβέρνηση «ίνα μη αποθάνη πράγματι εκ της πείνης» χορήγησε στον Θεοδώρητο σύνταξη 200 δρχ., αργότερα την έκαμε 300 δρχ… Λόγω της ανέχειας του έμενε σε οίκημα «καλύβης μικρόν διαφέρον, πενιχρά έπιπλα και τράπεζα λιτή» (Κων. Οικονόμου Λόγος Επιτάφιος εις τον Αοίδιμον Σελλασίας Θεοδώρητον, Αθήνησι 1843, σελ. 25).
Στις 26 Απριλίου 1843, στα 53 του χρόνια, ο Θεοδώρητος «ανεπαύθη εν Κυρίω, πλήρης γαλήνης της συνειδήσεως, διότι και ως Ιεράρχης και ως χριστιανός και ως Έλλην και ως αγωνιστής εξετέλεσεν εν ευσεβεία καθ’ άπαντα τον βίον αυτού άπαντα τα πολλαπλά ταύτα καθήκοντα, αλλά και μεστός πικριών» γράφει ο Αν. Γούδας και συνεχίζει: «Ως δείγμα αναντίρρητο της αφιλοχρηματίας του έχομεν ότι επί της θανής του έντεκα μόνον ελλ. τάλληρα πεντόδραχμα ευρέθησαν εν τω κατακένω πάντοτε όντι βαλαντίω του και 5 σμικρά αργυρά κοχλιάρια. Ας μη λησμονήσωμεν δε, ότι αυτού προεδρεύοντος εν τω Βουλευτικώ και παντοδυνάμου τότε όντος, αφίκετο εκ Λονδίνου το πρώτον Ελλ. Δάνειον» («Βίοι Παράλληλοι…», Τόμος Α΄, σελ. 165).
Στη νεκρώσιμη ακολουθία, στο Ναό της Αγίας Ειρήνης οδού Αιόλου, συμμετέσχε μέγα πλήθος λαού, που συνόδευσε στη συνέχεια τη σορό του έως τη Μονή Πετράκη, όπου και ετάφη. Προς τιμή του εγράφησαν τρία επιτύμβια. Στην αρχή του ενός γράφεται: «Παντολέτωρ ο χρόνος, δαμασίμβροτος, αλλ’ αρετάων των Θεοδωρήτου το κλέος αθάνατον». (Εξολοθρευτής των πάντων ο χρόνος, δαμάζει όλους τους θνητούς, αλλά το κλέος των αρετών του Θεοδωρήτου είναι αθάνατο). –
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου