Ξέρεις η Ελλάδα είχε γεμίσει τυχερά παιχνίδια την εποχή εκείνη. Όλα τα ψαρομάγαζα, όλες οι αγορές παντού, όπου σύχναζε ο φτωχόκοσμος ήτανε γεμάτα ρουλέτες και «31». Με κρατάνε που λες στη λέσχη και με βάζουνε να παίξω. Κέρδισα την πρώτη μέρα. Μετά σηκώθηκα πήγα σπίτι μου με το παραδάκι στην τσέπη. Γλυκάθηκα όμως, ξαναπήγα και κόλλησα κι εγώ στη λέσχη, όπως καταλαβαίνεις, αλλά μάλλον μου τα έτρωγε, παρά κέρδιζα. Εκεί πέρα, αλλά και σε όλες τις λέσχες της εποχής, σύχναζαν κάθε είδους άνθρωποι.
Μαυραγορίτες, προδότες, καταδότες, άνθρωποι της αντίστασης που εκτελούσαν κάποια αποστολή, άνθρωποι φτωχοί και πεινασμένοι που όλες τους τις ελπίδες τις είχαν αφημένες στη θεά τύχη. Ακόμα και Γερμανοί μπαίνανε. Μια και η λέσχη δε με σήκωνε, άρχισα να σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα ενίσχυα τον μισθό μου που, όπως σου είπα άντε να έφτανε για ένα πιάτο φαΐ. Και τη βρήκα. Ο Μάνος Κατράκης βρέθηκε να πουλάει ψάρια για τέσσερις μήνες.
Υπάρχει όμως και η αντίληψη που λένε ότι αυτά είναι παρωχημένα πράγματα, η έκφραση έχει εξελιχτεί και ότι αυτοί οι σύγχρονοι ήχοι ανταποκρίνονται σε σύγχρονα…Τι εθνικότητα ενός λαού είναι παρωχημένη; Είναι δυνατόν να παλιώνει ποτέ η εθνικότητα; Η ρίζα, η καταγωγή ενός λαού; Και πως θα ζήσει ο λαός αυτός; Απάνω σε τι στηρίχτηκε; Η σύγχρονη λαϊκή μουσική σε τι στηρίχτηκε; Στη ρίζα του λαού δεν στηρίχτηκε; Η ποίηση όλη, όλη η δημιουργία που στηρίζεται; Στις ρίζες του λαού μας δεν στηρίζεται; Η παγκόσμια δημιουργία που στηρίχτηκε; Στις ρίζες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας δεν στηρίζεται;
Συμπτωματικά βρέθηκα στο θέατρο. Έγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ήθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβανε τα μπράτσα και η ψυχή μου.
Στην εποχή τη δική μου, οι άνθρωποι ωριμάζαμε πνευματικά πολύ αργότερα από τα σημερινά παιδιά. Ήμουν τριάντα ετών, και αισθανόμουν όπως τα παιδιά των δέκα ετών σήμερα. Τέτοια ντροπή, τέτοια συστολή, τέτοια επιφυλακτικότητα, τέτοιο σεβασμό, απέναντι σε καθετί που άξιζε σεβασμό.
Πορεύτηκα έντιμα στη ζωή μου και στην ιδιωτική, και στην πολιτική και στην επαγγελματική. Κι εκεί οφείλω ένα μεγάλο μέρος της τοποθέτησης που έχει κάνει ο κόσμος στη δουλειά μου: στην εντιμότητά μου, στο ότι δεν είμαι άνθρωπος των παραχωρήσεων και των υποχωρήσεων.
Η ζωή μου υπήρξε φαινομενικά ήρεμη, ουσιαστικά όμως φοβερά ανήσυχη. Φαινομενικά άτονη, ουσιαστικά έντονη και αγωνιστική. Ένας άνθρωπος που στρατεύεται, μένει στρατευμένος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η ζωή… Αχ η ζωή! Πάρε λίγο φως από τον ήλιο, λίγα λουλούδια, λίγα κελαηδήματα πουλιών, κάτι από το ποταμάκι που τρέχει, κάτι από την αγάπη, βάλ’ τα όλα μαζί, και τότε θα δεις τι όμορφη που είναι η ζωή.
Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής
Και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά. Δεν θέλω τίποτα να ψευτίσει τη συγκίνησή μου και την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου κάνετε. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ τις λέξεις της γλώσσας μου που ταυτίζονται με την ψυχή μου. Είναι λέξεις που κρύβουν μέσα τους την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού και του ασίγαστου πόντου.
Εγώ όμως θέλω να σας πω ποιος είμαι. Θέλω να με γνωρίσετε σωστά. Θέλω να σας πω πως γεννήθηκα στην Κρήτη. Μεγάλωσα ξυπόλητο παιδί στις αμμουδιές της πατρίδας μου, που έβαζα στ’ αυτιά μου τα κοχύλια της θάλασσας να ακούσω τη βουή του ωκεανού. Δεν ήξερα να αποζητώ την ομορφιά, μα η ομορφιά ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μου. Δεν ήξερα να αποζητώ τη λεβεντιά. Μα η λεβεντιά με συνέπαιρνε μέσα μου από τις ιστορίες του παππού μου. Αφήστε να παινέψω την πατρίδα μου. Το αξίζει.