Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Για να μην ξεχνάμε!

 


Για να μη ξεχνάμε τους ήρωες μας και την απόδοση δικαιοσύνης, για να μη ξεχνάμε τους εχθρούς μας  και τους νοσταλγούς τους  που ήρθαν ντυμένοι φίλοι και πατριώτες <<και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά>>.....

Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1944, φυλακές Αβέρωφ, λίγο πριν εκδιωχθούν οι κατακτητές: 


<<Στο καλό αδέλφια, μη μας ξεχνάτε >>!



Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσαν από τους συγκρατουμένους τους, 27 αποφυλακιζόμενοι Έλληνες, την στιγμή που νόμιζαν πως ήταν επιτέλους ελεύθεροι από την Γερμανική θηλιά που τους έπνιγε τα τρία χρόνια. 


Οι 27 αποφυλακισθέντες, οδηγήθηκαν από τα Ες-Ες εκεί όπου θα συναντούσαν άλλους 45 Έλληνες αιχμαλώτους, με τους οποίους θα μοιράζονταν τις τελευταίες ανάσες τους. 


Πέρασαν τη νύχτα σε κελιά φυλακής και στις 5 το πρωί έφτασαν οι δήμιοι τους. Μπαίνουν βίαια στα κελιά τους, και χωρίς να διστάσουν να ξυλοκοπήσουν άντρες, νέους, γέρους, και γυναίκες, τους οδηγούν σε καμιόνια για να τους αφήσουν σ’ένα τείχος στο Δαφνί, εκεί όπου θα τους εκτελούσαν. 


Οι γυναίκες παίρνουν πρώτες θέση, αφού ήχησε η εντολή για την εκτέλεσή τους και το σύμβολο της γυναικείας αντίστασης, η ηρωίδα Λέλα Καραγιάννη ξεκινάει ένα τραγούδι, το οποίο συνεχίζουν οι μελλοθάνατες, η μία συμπληρώνοντας τον στίχο της προηγούμενης, τον στίχο που διέκοπτε πάντα ο πυροβολισμός.


Σειρά τώρα πήραν οι άντρες, οι οποίοι όλοι μαζί έψελναν τον Εθνικό Ύμνο με μεγαλοψυχία και ανδρεία, περιμένοντας την σφαίρα, τιμώντας τον με τον πιο ένδοξο τρόπο, αφού έβαλαν μπροστά την Λευτεριά χωρίς να λυγίσουν ούτε στιγμή. 


Έτσι σφαγιάστηκαν και οι 72 Έλληνες, λίγες μόνο μέρες πριν  φύγουν ηττημένες  οι Γερμανικές δυνάμεις από την Ελλάδα. Ένα ακόμα δείγμα της  αγριότητας των κατακτητών, μια ακόμη απόδειξη της δύναμης της Ελληνικής ψυχής, πίστης και του  πόθου για την ελευθερία.


Αιωνία η μνήμη των 72 ηρώων μας!



Ἡ Ἡρωίδα Λέλα Καραγιάννη (1899 – 8 Σεπτεμβρίου 1944)


Τῆς Μακαριστῆς Ἡγουμένης Ἱεροθέας Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἱεροθέου Μεγάρων


Στὰ ἀρχεία τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ ἔχει διασωθεῖ η ἀφήγηση – ἔκθεση τῆς ἡγουμένης Ἱεροθέας Πανταλέοντος τῆς γυναικείας Μονῆς Ἁγίου Ἱεροθέου Μεγάρων, ἡ ὁποία εἶχε συναντήσει τὴν Λέλα Καραγιάννη χωρὶς νὰ τὴν ἀναγνωρίσει.


Ἡ Καραγιάννη προμήθευε μὲ τρόφιμα καὶ φάρμακα τοὺς Βρετανοὺς στρατιῶτες ποὺ εἶχαν βρεῖ καταφύγιο στὴ Μονή. Ὅταν οἱ Γερμανοὶ εἶχαν καταλάβη τὴν Ἑλλάδα, ὁμὰς ἀπὸ 18 Βρεττανοὺς ποὺ εἶχαν μείνη, ἦλθε μία μέρα στὴ Μονὴ καὶ ζήτησε καταφύγιο.


Τοὺς ἐκρύψαμε τοὺς δέκα σὲ ἕνα πατητήρι ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἄχρηστο καὶ τοὺς ἄλλους ὀκτὼ σ’ ἕνα σπήλαιο γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα «Σπηλιὰ τοῦ Ἀβραάμ».


Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν ἄρρωστος βαρειά, ὁ Τόμ.

Μ’ ὅλες τὶς περιποιήσεις τὶς δικές μας καὶ ἑνὸς ἔμπιστου γιατροῦ ἀπὸ τὰ Μέγαρα, δὲν κατορθώσαμε νὰ τὸν σώσουμε καὶ πέθανε. Τότε παραδώσαμε τὸ πτῶμα του στὸν Κωνστ. Κουλουριώτη καὶ τὸ ἔθαψε στὸ κτῆμα του.


Οἱ Γερμανοὶ ἦλθαν πολλὲς φορὲς στὴ Μονή, ζητώντας νὰ βροῦν Βρεττανούς. Ἐρευνοῦσαν τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἠθέλησε ποτὲ νὰ μὴν ὑποπτευθοῦν τὸ ἔρημο πατητήρι κι οὔτε ν’ ἀνακαλύψουν τὴ σπηλιὰ ποὺ κρυβότανε ἀνάμεσα στοὺς θάμνους ἀπὸ βατόμουρα.


Στὴ Μονὴ ἑτοιμάζαμε τὸ συσσίτιό τους ποὺ ἄλλοτε τὸ ἀφήναμε πίσω ἀπὸ τὸ μαντρότοιχο τοῦ περιβόλου κι ἄλλοτε τὸ κρεμούσαμε σ’ ἕνα κλαδὶ στὸ «δέντρο τοῦ κοντοῦ» ὅπως ἦταν γνωστὸ ἕνα μεγάλο δένδρο ἐκεῖ κοντά, κι ἀπ’ ἐκεῖ ἔρχονταν ἐκεῖνοι καὶ τὸ πέρνανε ἀφήνοντας τ’ ἀσπρόρουχά τους γιὰ νὰ τὰ πλύνουμε.

Μ’ αὐτὲς τὶς προφυλάξεις κατορθώσαμε πάντα ν’ ἀποφύγουμε τὶς ἔρευνες τῶν Γερμανῶν. Μέσα ὅμως σ’ αὐτὴ τὴν τρομοκρατία, ἐδέχθηκα μία μέρα τὴν ἐπίσκεψη μιᾶς γυναίκας.


Ἦταν μία ἡλικιωμένη μᾶλλον γυναίκα, ντυμένη φτωχικά, μὲ τὸ κεφάλι της τυλιγμένο σ’ ἕνα μαῦρο μαντήλι. Ἦλθε τὸ μεσημέρι μέσα στὴ μεγάλη ζέστη κρατώντας ἕνα μεγάλο πακέτο καὶ μοῦ εἶπε.


Γερόντισσά μου, ξέρω πὼς ἔχεις ἐδῶ κρυμμένους Ἐγγλέζους καὶ τοὺς ἔφερα κάτι πράγματα. Ἂν εἶναι ἀλήθεια τοὺς τὰ δίνεις ἂν εἶναι ψέμματα κράτησέ τα γιὰ τὸ Μοναστήρι.


Τὴν ἐβεβαίωσα ὅτι δὲν ξέρω τίποτα καὶ ὅτι ἡ πληροφορία ποὺ εἶχε δὲν ἦταν ἀληθινή, ἐκείνη δὲν  ἐπέμεινε, ἐκάθησε λίγο καὶ ἔπειτα ἔφυγε.


Ὅταν ἄνοιξα τὸ πακέτο, εἶδα πὼς εἶχε τρόφιμα ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴ Μονή. Βούτυρο, τυρί, μαρμελάδα, σαλάμι. Ἐπίσης εἶχε μέσα φάρμακα, κολώνιες, ξυράφια καὶ σαπούνια.


Μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἦλθε ἄλλη γυναίκα, ἔμοιαζε μᾶλλον ζητιάνα καὶ στηριζόταν στὸ ραβδί της.  Ἔβγαλε ἀπὸ τὸ δισάκι της ἕνα πακέτο καὶ μοῦ εἶπε πὼς τὸ ἔστειλε ἡ γυναίκα ποὺ ἦλθε τὴν προηγούμενη φορά. Πράγματι ἐβεβαιώθηκα γι’ αὐτὸ διότι ὅταν τὸ ἄνοιξα εὑρῆκα τὰ ἴδια πράγματα μέσα.


Εἶχα καὶ τρίτη ἐπίσκεψι σὲ λίγες μέρες ἀπὸ ἕνα κύριο μὲ ψαρρὰ μαλλιά, γνωστό μου ἀπὸ ἄλλες φορὲς ποὺ εἶχε ἐπισκεφθῆ τοὺς Ἄγγλους, τοῦ ὁποίου ὅμως δὲν ἐνθυμοῦμαι τὸ ὄνομα πλέον. Τὸν συνόδευε μία κυρία μᾶλλον νέα καλοντυμένη ποὺ κρατοῦσε ἕνα πακέτο πάλι.


Ἐπῆγαν ἀμέσως οἱ δυό τους καὶ βρῆκαν τοὺς Ἄγγλους, ἔμειναν μαζί τους περίπου δυὸ ὧρες μιλώντας μ’ αὐτούς.


Ὅταν ἐπέστρεψαν ἡ κυρία μὲ πῆρε ἰδιαιτέρως καὶ μοῦ εἶπε πὼς κι ἄλλες φορὲς ἦλθε στὴ Μονή, φέρνοντας πράγματα γιὰ τοὺς Ἄγγλους, καὶ τότε προσέχοντας καλύτερα, ἀνεγνώρισα στὸ πρόσωπό της τὴν ἡλικιωμένη γυναίκα καὶ τὴ ζητιάνα ποὺ ἦλθαν τὶς προηγούμενες ἡμέρες.

Μοῦ ἀποκάλυψε τότε τὸ ὄνομά της, κυρία Καραγιάννη, μὲ παρακάλεσε δὲ νὰ μὴν τὸ ἀποκαλύψω σὲ κανένα.


Ἔφευγε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὰς Ἀθήνας καὶ ἐπήγαινε στὰ Μέγαρα καὶ ὕστερα ἐρχόταν στὴ Μονή, ποὺ ἀπέχει μιά μισυ ὥρα μὲ τὰ πόδια, καὶ ἐπέστρεφε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ γιὰ νὰ μὴν κινῆ ὑποψίες μὲ τὰ συχνά της ταξίδια, ἐντύνετο διαφορετικὰ κάθε φορά.


Σ’ ἕνα διάστημα δυὸ μηνῶν ποὺ ἔμειναν κρυμμένοι κοντὰ στὴ Μονὴ οἱ Ἄγγλοι, ἡ κυρία Καραγιάννη ἦλθε περίπου εἴκοσι φορές, φέρνοντας πάντοτε τρόφιμα ἐκλεκτά, φάρμακα καὶ εἴδη καλλωπισμοῦ.


Ντυμένη διαφορετικὰ κάθε φορά, ἔφτανε κατὰ τὸ μεσημέρι στὴ Μονή, κουρασμένη μὰ καὶ εὐχαριστη μένη ποὺ κατόρθωνε νὰ ξεγελάση τοὺς Γερμανοὺς καὶ τοὺς κατασκόπους.


Τῆς ἄρεσε νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ μία μουσμουλιὰ στὴν αὐλὴ γιὰ νὰ ξεκουραστῆ, κι ὕστερα ἔπαιρνε  πάλι τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.


Μοῦ ἔλεγε πάντα μὲ ἀκλόνητη πίστη πὼς θὰ νικήσουμε στὸ τέλος καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πόσο  ἀγαποῦσε τὴν πατρίδα της καθὼς καὶ ἡ πεποίθησίς της πὼς μὲ τὶς ἐνέργειές της θὰ κατορθώση νὰ τοὺς φυγαδεύση σὲ λίγο καιρό.


Ἕνα βράδυ ἀναστατωθήκαμε ἀπὸ πυκνοὺς πυροβολισμοὺς καὶ σὲ λίγο ἡ Μονὴ γέμισε ἀπὸ Γερμανούς.


Μᾶς διέταξαν νὰ βγοῦμε ἔξω ὅλες οἱ μοναχὲς καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι θὰ ἔκαιγαν τὴ Μονὴ ἂν σὲ πέντε λεπτὰ δὲν παραδίδαμε τοὺς Ἄγγλους ποὺ ἐκρύβαμε.


Διαμαρτυρήθηκα ὅπως πάντοτε καὶ τοὺς προσκάλεσα νὰ ἐρευνήσουν ὅπου νομίζουν πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κρυμμένοι.


Καὶ πάλι ὁ Παντοδύναμος ηὐδόκησε νὰ σώση τὴ Μονὴ καὶ τὰ γενναῖα παιδιὰ τῆς Μεγάλης Βρεττανίας, ποὺ κατόρθωσαν νὰ διαφύγουν ἀπὸ τὰ καταφύγιά τους ποὺ τὰ ἐγνώριζαν πλέον οἱ Γερμανοί, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν ποὺ συνελήφθη.


Ὅταν σὲ δυὸ μέρες ἦλθε πάλι ἡ κυρία Καραγιάννη καὶ ἔμαθε ὅτι οἱ Ἄγγλοι ἐσκόρπισαν, ἔμεινε ἄλαλη ἀπὸ τὴν ἀπελπισία της, διότι ὅπως μοῦ εἶπε εἶχε κατορθώση νὰ ἐξασφαλίση τὴ φυγή τους μὲ ὑποβρύχιο.


Ἔκτοτε δὲν τὴν ξαναεῖδα.


Ἔμαθα ἀργότερα ἀπὸ τὶς Ἀδελφὲς τῆς Μονῆς ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὶς φυλακὲς καὶ τὴν ἀνεγνώρισαν ἀπὸ τὶς συχνές της ἐπισκέψεις ὅτι συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς μῆνες.


Τώρα τελευταῖα ἔμαθα πὼς τὴν συνέλαβον οἱ Γερμανοὶ καὶ τὴν ἐσκότωσαν. Ὁ Θεὸς ἂς ἀναπαύση τὴν ψυχή της διότι ἦταν μία Ἡρωίδα.


Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ ὅτι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τῆς τρομοκρατίας ἔπαιρνε τόσο συχνὰ τὸν ἐπικίνδυνο δρόμο τῆς Μονῆς, φορτωμένη μὲ πράγματα ποὺ μποροῦσαν νὰ κινήσουν τὴν ὑποψίαν ἂν τὴν

ἐρευνοῦσαν καὶ περπατοῦσε τρεῖς ὧρες μέσα στὴ δυνατὴ ζέστη γιὰ νὰ φέρη λίγη χαρὰ καὶ ἀνακούφισι στοὺς εὐγενικούς μας συμμάχους.


(Σ.Σ.: Στὴν ἀφήγηση διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία καὶ σύνταξη τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου)


Στὴ Μονὴ Ἁγίου Ἱεροθέου Μεγάρων γιὰ τὶς ὑπηρεσίες της στὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση ἀπονεμήθηκε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1961 ἀναμνηστικὸ μετάλλιο Ἐθνικῆς Ἀντίστασης 1941-1945 καὶ ἕνα χρυσὸ μετάλλιο

τῆς ἀντιστασιακῆς ὀργάνωσης «Μπουμπουλίνα-Λέλα Καραγιάννη» τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1991.


Ἀπὸ τὰ Ἀρχεῖα Ἐθνικῆς Ἀντίστασης, ΔΙΣ/ΓΕΣ.


ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ἡρωίδα Λέλα Καραγιάννη (1899 – 8 Σεπτεμβρίου 1944)


Τῆς Μακαριστῆς Ἡγουμένης Ἱεροθέας Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἱεροθέου Μεγάρων


Στὰ ἀρχεία τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ ἔχει διασωθεῖ η ἀφήγηση – ἔκθεση τῆς ἡγουμένης Ἱεροθέας Πανταλέοντος τῆς γυναικείας Μονῆς Ἁγίου Ἱεροθέου Μεγάρων, ἡ ὁποία εἶχε συναντήσει τὴν Λέλα Καραγιάννη χωρὶς νὰ τὴν ἀναγνωρίσει.


Ἡ Καραγιάννη προμήθευε μὲ τρόφιμα καὶ φάρμακα τοὺς Βρετανοὺς στρατιῶτες ποὺ εἶχαν βρεῖ καταφύγιο στὴ Μονή. Ὅταν οἱ Γερμανοὶ εἶχαν καταλάβη τὴν Ἑλλάδα, ὁμὰς ἀπὸ 18 Βρεττανοὺς ποὺ εἶχαν μείνη, ἦλθε μία μέρα στὴ Μονὴ καὶ ζήτησε καταφύγιο.


Τοὺς ἐκρύψαμε τοὺς δέκα σὲ ἕνα πατητήρι ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἄχρηστο καὶ τοὺς ἄλλους ὀκτὼ σ’ ἕνα σπήλαιο γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα «Σπηλιὰ τοῦ Ἀβραάμ».


Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν ἄρρωστος βαρειά, ὁ Τόμ.

Μ’ ὅλες τὶς περιποιήσεις τὶς δικές μας καὶ ἑνὸς ἔμπιστου γιατροῦ ἀπὸ τὰ Μέγαρα, δὲν κατορθώσαμε νὰ τὸν σώσουμε καὶ πέθανε. Τότε παραδώσαμε τὸ πτῶμα του στὸν Κωνστ. Κουλουριώτη καὶ τὸ ἔθαψε στὸ κτῆμα του.


Οἱ Γερμανοὶ ἦλθαν πολλὲς φορὲς στὴ Μονή, ζητώντας νὰ βροῦν Βρεττανούς. Ἐρευνοῦσαν τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἠθέλησε ποτὲ νὰ μὴν ὑποπτευθοῦν τὸ ἔρημο πατητήρι κι οὔτε ν’ ἀνακαλύψουν τὴ σπηλιὰ ποὺ κρυβότανε ἀνάμεσα στοὺς θάμνους ἀπὸ βατόμουρα.


Στὴ Μονὴ ἑτοιμάζαμε τὸ συσσίτιό τους ποὺ ἄλλοτε τὸ ἀφήναμε πίσω ἀπὸ τὸ μαντρότοιχο τοῦ περιβόλου κι ἄλλοτε τὸ κρεμούσαμε σ’ ἕνα κλαδὶ στὸ «δέντρο τοῦ κοντοῦ» ὅπως ἦταν γνωστὸ ἕνα μεγάλο δένδρο ἐκεῖ κοντά, κι ἀπ’ ἐκεῖ ἔρχονταν ἐκεῖνοι καὶ τὸ πέρνανε ἀφήνοντας τ’ ἀσπρόρουχά τους γιὰ νὰ τὰ πλύνουμε.

Μ’ αὐτὲς τὶς προφυλάξεις κατορθώσαμε πάντα ν’ ἀποφύγουμε τὶς ἔρευνες τῶν Γερμανῶν. Μέσα ὅμως σ’ αὐτὴ τὴν τρομοκρατία, ἐδέχθηκα μία μέρα τὴν ἐπίσκεψη μιᾶς γυναίκας.


Ἦταν μία ἡλικιωμένη μᾶλλον γυναίκα, ντυμένη φτωχικά, μὲ τὸ κεφάλι της τυλιγμένο σ’ ἕνα μαῦρο μαντήλι. Ἦλθε τὸ μεσημέρι μέσα στὴ μεγάλη ζέστη κρατώντας ἕνα μεγάλο πακέτο καὶ μοῦ εἶπε.


Γερόντισσά μου, ξέρω πὼς ἔχεις ἐδῶ κρυμμένους Ἐγγλέζους καὶ τοὺς ἔφερα κάτι πράγματα. Ἂν εἶναι ἀλήθεια τοὺς τὰ δίνεις ἂν εἶναι ψέμματα κράτησέ τα γιὰ τὸ Μοναστήρι.


Τὴν ἐβεβαίωσα ὅτι δὲν ξέρω τίποτα καὶ ὅτι ἡ πληροφορία ποὺ εἶχε δὲν ἦταν ἀληθινή, ἐκείνη δὲν  ἐπέμεινε, ἐκάθησε λίγο καὶ ἔπειτα ἔφυγε.


Ὅταν ἄνοιξα τὸ πακέτο, εἶδα πὼς εἶχε τρόφιμα ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴ Μονή. Βούτυρο, τυρί, μαρμελάδα, σαλάμι. Ἐπίσης εἶχε μέσα φάρμακα, κολώνιες, ξυράφια καὶ σαπούνια.


Μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἦλθε ἄλλη γυναίκα, ἔμοιαζε μᾶλλον ζητιάνα καὶ στηριζόταν στὸ ραβδί της.  Ἔβγαλε ἀπὸ τὸ δισάκι της ἕνα πακέτο καὶ μοῦ εἶπε πὼς τὸ ἔστειλε ἡ γυναίκα ποὺ ἦλθε τὴν προηγούμενη φορά. Πράγματι ἐβεβαιώθηκα γι’ αὐτὸ διότι ὅταν τὸ ἄνοιξα εὑρῆκα τὰ ἴδια πράγματα μέσα.


Εἶχα καὶ τρίτη ἐπίσκεψι σὲ λίγες μέρες ἀπὸ ἕνα κύριο μὲ ψαρρὰ μαλλιά, γνωστό μου ἀπὸ ἄλλες φορὲς ποὺ εἶχε ἐπισκεφθῆ τοὺς Ἄγγλους, τοῦ ὁποίου ὅμως δὲν ἐνθυμοῦμαι τὸ ὄνομα πλέον. Τὸν συνόδευε μία κυρία μᾶλλον νέα καλοντυμένη ποὺ κρατοῦσε ἕνα πακέτο πάλι.


Ἐπῆγαν ἀμέσως οἱ δυό τους καὶ βρῆκαν τοὺς Ἄγγλους, ἔμειναν μαζί τους περίπου δυὸ ὧρες μιλώντας μ’ αὐτούς.


Ὅταν ἐπέστρεψαν ἡ κυρία μὲ πῆρε ἰδιαιτέρως καὶ μοῦ εἶπε πὼς κι ἄλλες φορὲς ἦλθε στὴ Μονή, φέρνοντας πράγματα γιὰ τοὺς Ἄγγλους, καὶ τότε προσέχοντας καλύτερα, ἀνεγνώρισα στὸ πρόσωπό της τὴν ἡλικιωμένη γυναίκα καὶ τὴ ζητιάνα ποὺ ἦλθαν τὶς προηγούμενες ἡμέρες.

Μοῦ ἀποκάλυψε τότε τὸ ὄνομά της, κυρία Καραγιάννη, μὲ παρακάλεσε δὲ νὰ μὴν τὸ ἀποκαλύψω σὲ κανένα.


Ἔφευγε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὰς Ἀθήνας καὶ ἐπήγαινε στὰ Μέγαρα καὶ ὕστερα ἐρχόταν στὴ Μονή, ποὺ ἀπέχει μιά μισυ ὥρα μὲ τὰ πόδια, καὶ ἐπέστρεφε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ γιὰ νὰ μὴν κινῆ ὑποψίες μὲ τὰ συχνά της ταξίδια, ἐντύνετο διαφορετικὰ κάθε φορά.


Σ’ ἕνα διάστημα δυὸ μηνῶν ποὺ ἔμειναν κρυμμένοι κοντὰ στὴ Μονὴ οἱ Ἄγγλοι, ἡ κυρία Καραγιάννη ἦλθε περίπου εἴκοσι φορές, φέρνοντας πάντοτε τρόφιμα ἐκλεκτά, φάρμακα καὶ εἴδη καλλωπισμοῦ.


Ντυμένη διαφορετικὰ κάθε φορά, ἔφτανε κατὰ τὸ μεσημέρι στὴ Μονή, κουρασμένη μὰ καὶ εὐχαριστη μένη ποὺ κατόρθωνε νὰ ξεγελάση τοὺς Γερμανοὺς καὶ τοὺς κατασκόπους.


Τῆς ἄρεσε νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ μία μουσμουλιὰ στὴν αὐλὴ γιὰ νὰ ξεκουραστῆ, κι ὕστερα ἔπαιρνε  πάλι τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.


Μοῦ ἔλεγε πάντα μὲ ἀκλόνητη πίστη πὼς θὰ νικήσουμε στὸ τέλος καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πόσο  ἀγαποῦσε τὴν πατρίδα της καθὼς καὶ ἡ πεποίθησίς της πὼς μὲ τὶς ἐνέργειές της θὰ κατορθώση νὰ τοὺς φυγαδεύση σὲ λίγο καιρό.


Ἕνα βράδυ ἀναστατωθήκαμε ἀπὸ πυκνοὺς πυροβολισμοὺς καὶ σὲ λίγο ἡ Μονὴ γέμισε ἀπὸ Γερμανούς.


Μᾶς διέταξαν νὰ βγοῦμε ἔξω ὅλες οἱ μοναχὲς καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι θὰ ἔκαιγαν τὴ Μονὴ ἂν σὲ πέντε λεπτὰ δὲν παραδίδαμε τοὺς Ἄγγλους ποὺ ἐκρύβαμε.


Διαμαρτυρήθηκα ὅπως πάντοτε καὶ τοὺς προσκάλεσα νὰ ἐρευνήσουν ὅπου νομίζουν πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κρυμμένοι.


Καὶ πάλι ὁ Παντοδύναμος ηὐδόκησε νὰ σώση τὴ Μονὴ καὶ τὰ γενναῖα παιδιὰ τῆς Μεγάλης Βρεττανίας, ποὺ κατόρθωσαν νὰ διαφύγουν ἀπὸ τὰ καταφύγιά τους ποὺ τὰ ἐγνώριζαν πλέον οἱ Γερμανοί, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν ποὺ συνελήφθη.


Ὅταν σὲ δυὸ μέρες ἦλθε πάλι ἡ κυρία Καραγιάννη καὶ ἔμαθε ὅτι οἱ Ἄγγλοι ἐσκόρπισαν, ἔμεινε ἄλαλη ἀπὸ τὴν ἀπελπισία της, διότι ὅπως μοῦ εἶπε εἶχε κατορθώση νὰ ἐξασφαλίση τὴ φυγή τους μὲ ὑποβρύχιο.


Ἔκτοτε δὲν τὴν ξαναεῖδα.


Ἔμαθα ἀργότερα ἀπὸ τὶς Ἀδελφὲς τῆς Μονῆς ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὶς φυλακὲς καὶ τὴν ἀνεγνώρισαν ἀπὸ τὶς συχνές της ἐπισκέψεις ὅτι συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς μῆνες.


Τώρα τελευταῖα ἔμαθα πὼς τὴν συνέλαβον οἱ Γερμανοὶ καὶ τὴν ἐσκότωσαν. Ὁ Θεὸς ἂς ἀναπαύση τὴν ψυχή της διότι ἦταν μία Ἡρωίδα.


Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ ὅτι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τῆς τρομοκρατίας ἔπαιρνε τόσο συχνὰ τὸν ἐπικίνδυνο δρόμο τῆς Μονῆς, φορτωμένη μὲ πράγματα ποὺ μποροῦσαν νὰ κινήσουν τὴν ὑποψίαν ἂν τὴν

ἐρευνοῦσαν καὶ περπατοῦσε τρεῖς ὧρες μέσα στὴ δυνατὴ ζέστη γιὰ νὰ φέρη λίγη χαρὰ καὶ ἀνακούφισι στοὺς εὐγενικούς μας συμμάχους.


(Σ.Σ.: Στὴν ἀφήγηση διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία καὶ σύνταξη τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου)


Στὴ Μονὴ Ἁγίου Ἱεροθέου Μεγάρων γιὰ τὶς ὑπηρεσίες της στὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση ἀπονεμήθηκε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1961 ἀναμνηστικὸ μετάλλιο Ἐθνικῆς Ἀντίστασης 1941-1945 καὶ ἕνα χρυσὸ μετάλλιο

τῆς ἀντιστασιακῆς ὀργάνωσης «Μπουμπουλίνα-Λέλα Καραγιάννη» τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1991.


Ἀπὸ τὰ Ἀρχεῖα Ἐθνικῆς Ἀντίστασης, ΔΙΣ/ΓΕΣ.


ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ