Θεοφάνης Μαλκίδης
Η Γενοκτονία: ένα συντονισμένο σχέδιο για την εξαφάνιση του Ελληνισμού
Ο Θεοφάνης Μαλκίδης γεννήθηκε Αλεξανδρούπολη από προγόνους διασωθέντες της Γενοκτονίας, η οποία τελέσθηκε από την Τουρκία στο χρονικό διάστημα 1908-1924 και των Ολοκαυτωμάτων κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής και Φασιστικής Κατοχής (1941-1944), όπου η οικογένειά του είχε και στις δύο αυτές τραγικές για τον Ελληνισμό περιόδους, θύματα, ορφανά και αγνοούμενους.
Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες, είναι διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Διεθνούς Ενωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών λαμβάνοντας μέρος στην ψηφοφορία του 2007, όταν η Ενωση με ψήφισμά της αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων, ψήφισμα το οποίο στη συνέχεια υιοθετήθηκε από Εθνικά και Ομοσπονδιακά Κοινοβούλια, Πολιτείες, Δήμους και άλλους φορείς σε όλον τον Κόσμο.
Ασχολείται με το ζήτημα της ανάδειξης και διεθνοποίησης της Γενοκτονίας και τα κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε μελέτες, επιστημονικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχουν μεταφρασθεί στην αγγλική, γαλλική, ιταλική, ισπανική, αρμενική, ρωσική, ρουμανική, αλβανική και τουρκική γλώσσα.
Για τη δραστηριότητά του έχει τιμηθεί τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό και επιπλέον έχει τιμηθεί από την Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας και το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας για την μακροχρόνια και ανιδιοτελή του συμπαράσταση στον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Κύριε Μαλκίδη, έχετε αφιερώσει σημαντικό μέρος της ζωής και της δράσης σας για τη μελέτη και κυρίως για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων σε Πόντο, Θράκη και Μικρά Ασία. Αρχικά θα σας παρακαλούσα να μας ορίσετε την έννοια της γενοκτονίας. Τι είναι λοιπόν γενοκτονία και πότε θεωρείται ότι αυτή έχει διαπραχθεί;
Η έννοια «γενοκτονία», από τον ελληνικό όρο «γένος» και το λατινικό «cide», εκφράζεται το 1944 από τον διασωθέντα του Ολοκαυτώματος καθηγητή του Yale, Ραφαήλ Λέμκιν. O Λέμκιν για να στηρίξει τα επιχειρήματά του αναφέρθηκε στην εξόντωση των Ελλήνων και των Αρμενίων από τους Τούρκους, εξόντωση η οποία είχε απασχολήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις κατά τη διάρκειά τέλεσής της, αλλά τα συμφέροντα και οι αλλαγές που συντελέστηκαν οδήγησαν στην αποσιώπησή της.
Το σχέδιο σύμβασης για τη Γενοκτονία που επεξεργάστηκε ομάδα στην οποία συμμετείχε και ο Λέμκιν, ήταν έτοιμο το 1948 και ο ΟΗΕ ψηφίζει στη Γενική Συνέλευσή του την ίδια χρονιά, τη συνθήκη για την πρόληψη και τιμωρία του εγκλήματος της Γενοκτονίας, η οποία αποτελείται από 19 άρθρα. Τα βασικά σημεία της συνθήκης για τη γενοκτονία έχουν ως εξής: «Τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιούν ότι η γενοκτονία, συντελουμένη είτε εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου, τυγχάνει έγκλημα Διεθνούς Δικαίου και αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να προλαμβάνουν και να τιμωρούν τούτο». (Αρθρο 1) «Γενοκτονία σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μίας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ως τέτοιας α) ανθρωποκτονία μελών της ομάδας, β) πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας γ) με πρόθεση επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει, δ) επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας ε) δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα». (Αρθρο 2).
Η Γενοκτονία, σύμφωνα με τη Συνθήκη ,αφορά ένα έγκλημα που αποβλέπει στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο και πρόκειται για ένα έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Είναι η καταστροφή ενός έθνους ή μιας εθνικής ομάδας, ένα συντονισμένο σχέδιο που τείνει να καταστρέψει τα θεμέλια της ζωής των εθνικών ομάδων, με στόχο να εξοντωθούν.
Η ιστορική εμπειρία τι μας διδάσκει όσον αφορά στις αφορμές και τα αίτια που οδηγούν στην απόφαση υιοθέτησης τόσο αποτρόπαιων τακτικών;
Η Γενοκτονία έχει τη βάση της σε διάφορες θεωρίες ή θεωρήσεις. Ρατσιστικές, εθνικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, οικονομικές. Αυτά τα ζητήματα τα συναντούμε σε διάφορες περιπτώσεις και σε διάφορες χρονικές στιγμές, δίνοντας το άλλοθι και τη νομιμοποίηση σε αυταρχικά καθεστώτα ή σε πληθυσμιακές ομάδες να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους.
Τώρα, ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι εξετάζοντας την οδυνηρότατη και αιματηρή Γενοκτονία που υπέστη ο Ελληνισμός σε Πόντο, Θράκη και Μικρά Ασία, προσεγγίζοντας κάπως παράδοξα το γεγονός, δηλαδή από την πλευρά των ενεργούντων αυτή, την τουρκική πλευρά. Για ποιο λόγο πάρθηκε η πολιτική απόφαση σφαγής των Ελλήνων, πώς εξυπηρετήθηκε πρακτικά η εν λόγω απόφαση και εντέλει που αποσκοπούσε;
Ο κυριότερος λόγος ήταν χωρίς αμφιβολία τα εθνικιστικά αισθήματα, που ενισχύθηκαν μετά το 1908 από τους Νεότουρκους και οπωσδήποτε μετά την επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθούν οι ρατσιστικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν από τα δύο αυτά εθνικιστικά κινήματα. Ετσι οι Ελληνες ήταν τα μιάσματα από τα οποία έπρεπε να αποβληθούν από το οθωμανικό κράτος.
Η Γενοκτονία ήταν η άμεση λύση, και σύμφωνα με τον Τανέρ Ακσάμ, «στα θεμέλια του τουρκικού κράτους της Τουρκικής Δημοκρατίας υπάρχει η ιστορία δολοφονίας ενός λαού… Η Τουρκική Δημοκρατία, η οποία είναι προϊόν αυτής της Ιστορίας, της δομής, της ψυχικής κατάστασης, αποτελεί από μόνη της πρόβλημα… Το γεγονός ότι η Τουρκική Δημοκρατία έχει συγκροτηθεί επί του αίματος των μειονοτήτων… εμπόδισε βασικά να συμβιώσουν ειρηνικά και οι λαοί που τελικά ζουν ο ένας δίπλα στον άλλον, επί κοινών εδαφών». Οι μηχανισμοί της Τουρκίας και οι υποστηρικτές της σε όλον τον Κόσμο εφευρίσκουν διάφορα σενάρια προκειμένου να δικαιολογήσουν τις μαζικές εκτοπίσεις και τελικώς τις μαζικές δολοφονίες ενάντια στους Ελληνες καθώς και τους Αρμένιους και τους Ασσύριους.
Προσπαθούν να δικαιολογήσουν τους Νεότουρκους, τους διδάξαντες το ρατσισμό και εθνικισμό στους Γερμανούς Ναζί, καθώς και τους κεμαλικούς. Οι εκτοπίσεις αυτές, είχαν ως αποτέλεσμα την εξόντωση τεράστιου αριθμού Ελλήνων, η οποία συνιστά ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, το οποίο επιβεβαιώνεται από πολλές μαρτυρίες.
Αλλωστε το σχέδιο «απέλασης» περιλάμβανε την ολότητα σχεδόν των Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων και όσων κατοικούσαν παραπάνω από χίλια χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δηλαδή περιοχές όπου καμία ελληνική ή άλλη (στρατιωτική) δραστηριότητα δεν γινόταν αντιληπτή.
Με βάση τις μαρτυρίες δημοσιογράφων, ιεραποστόλων, αξιωματικών και διπλωματών, που ήταν σε συνεχή επαφή με τις οθωμανικές Αρχές, με βάση τις αποδείξεις που προέκυψαν από τις μεταπολεμικές δίκες που διερεύνησαν τις σφαγές, και ακόμη, προκύπτει το συμπέρασμα πως οι Νεότουρκοι επιθυμούσαν να εξαφανίσει κάθε μη μουσουλμανική μειονότητα και κυρίως τους Έλληνες και τους Αρμένιους.
Κρατικοί αξιωματούχοι συμμετείχαν σ’ αυτήν την πολιτική εκκαθάρισης και οργάνωσαν οι ίδιοι διώξεις σε μεγάλη έκταση, ενώ όσοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν, αυτοί αντικαταστάθηκαν. Ετσι τεκμηριώνεται η άποψη ότι εφαρμόστηκε μια κεντρικά κατευθυνόμενη πολιτική εξολόθρευσης, η οποία προήλθε από τους Νεότουρκους και στη συνέχεια από τους Κεμαλικούς, οι οποίοι επικαλέστηκαν τη «σωτηρία του έθνους» και τον «πόλεμο της ανεξαρτησίας» για να συνεχίσουν τα εγκλήματα.
O Ερικ Τσούρχερ τονίζει ότι ο Μουσταφά Κεμάλ υπήρξε ένα από τα έμπιστα μέλη των Νεότουρκων, γεγονός άλλωστε το οποίο παραδέχτηκε το 1923, λέγοντας ότι «όλοι υπήρξαμε μέλη της Ενωσης και Προόδου».
Ο Τανέρ Ακσάμ αποδεικνύει μέσα από έγγραφα το προσχεδιασμένο έγκλημα κατά των Ελλήνων, καταρρίπτοντας το επιχείρημα πάνω στο οποίο στήθηκε η δημιουργία του τουρκικού κράτους «περί εθνικοαπελευθερωτικού, αντιιμπεριαλιστικού αγώνα».
Ειδικότερα ο Ακσάμ επισημαίνει ότι «μία συζήτηση γύρω από τη γενοκτονία θα αποκαλύψει ότι το κράτος δεν προέκυψε από έναν βασικά αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, αλλά από ένα πόλεμο που διεξήχθη κατά της ελληνικής και αρμενικής μειονότητας».
Αναφορικά με τη δική μας στάση στο ζήτημα. Πιστεύετε ότι αντιμετωπίζεται με τη δέουσα αξιοπρέπεια και τον οφειλόμενο σεβασμό προς τα θύματα της Γενοκτονίας τόσο στην Παιδεία και Εκπαίδευση όσο και στις απαιτούμενες ενέργειες αναγνώρισης της αλήθειας και των δικαίων μας από τη διεθνή κοινότητα ή ακόμη και από τη διπλωματική αξιοποίηση του κατά τα άλλα τραγικού αυτού γεγονότος;
Γράφει μεταξύ των άλλων τα εξής ο Διονύσιος Σολωμός προς τον Τερτσέτη το 1842: «Είναι 21 χρόνια που σαν σήμερα η Ελλάδα έσπασε τις αλυσίδες. Η μέρα αυτή του Ευαγγελισμού είναι μέρα για χαρά και δάκρυα. Χαρά για τα μελλούμενα, δάκρυα για την σκλαβιά την περασμένη. Και για το σήμερα τι να πω; Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει ρίζες τόσο βαθιές, που σε κάνει να σαστίζεις.
Μόνο όταν τα αίτια της διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα για πέρα, θα μπορέσουμε να έχουμε μιαν ηθική αναγέννηση. Τότε το μέλλον μας θα είναι μεγάλο, όταν όλα στηριχτούν στην ηθική, όταν θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν, όχι για μάταιη επίδειξη, παρά για όφελος του λαού, που έχει ανάγκη από Παιδεία και από μόρφωση εθνική».
Είναι πιστεύω αποδεκτό ότι αυτό το ιδιαίτερης αξίας κομμάτι του Ελληνισμού που ζούσε στην ενιαία Θράκη, στην Μικρά Ασία, στον Πόντο και στην Καππαδοκία, στην Κωνσταντινούπολη, τις Θρακικές Σποράδες (νησιά Ιμβρος και Τένεδος) μπήκε στο περιθώριο αμέσως μετά τη Γενοκτονία από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς και την έλευσή του ως ακρωτηριασμένο σώμα στον ελλαδικό χώρο. Στην Ελλάδα, το προσφυγικό στοιχείο αντιμετωπίστηκε σε γενικές γραμμές σαν ξένο, που ήλθε στην Ελλάδα προκειμένου να διαταράξει πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και άλλες ισορροπίες, και τέθηκε στο παρασκήνιο.
Το ίδιο έγινε και από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκτός Ελλάδος, όπου και εκεί υπήρξε η ίδια «συνωμοσία» σιωπής.
Στο χώρο της Παιδείας, της Εκπαίδευσης όταν το ζήτημα του Ελληνισμού της Ανατολής δεν ήταν «εκτός ύλης», παρουσιαζόταν με οπτική ελλειμματική, αποσπασματική, ακόμη και με αναφορές που επιεικώς χαρακτηρίζονται ως ύβρεις, έναντι τεθνεώτων και ζωντανών.
Ετσι, οι σύλλογοι, τα Κέντρα Μελετών και εκδόσεων για τη Θράκη, τον Πόντο, την Μικρά Ασία, ήταν η απάντηση των προσφύγων και του πολιτισμού τους στον πόλεμο του κράτους, λειτουργώντας ως κιβωτοί διάσωσης της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού λαού που ζούσε στο οθωμανικού κράτους, ενώ διέσωσαν και ανεκτίμητης αξίας κειμήλια και ιδιαίτερες πολιτισμικές εκφράσεις.
Χωρίς αυτούς τους συλλογικούς προσφυγικούς θεσμούς, τους διανοούμενους της πρώτης και δεύτερης προσφυγικής γενιάς δεν θα υπήρχε καμία σοβαρή και δυναμική αναφορά για τον Ελληνισμό της καθ’ υμάς Ανατολής, δε θα υπήρχε μνήμη, βασικό σημείο της ολοκληρωμένης ανθρώπινης ύπαρξης. «Να ξεχάσουμε για να μη μας βγει το μάτι», μας προτείνουν, «αλλά αν δεν θυμόμαστε θα μας βγουν και τα δύο», γράφει ο Σοτζενίτσιν.
Πρακτικά πώς μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος του επαρχιωτισμού και της δουλικότητας ώστε να ελπίσουμε σε δυναμικότερη και αξιοπρεπέστερη παρουσία μας στη διεθνή σκοπιμότητα;
Ο κύκλος που αναφέραμε πιο πάνω, της λήθης, της συνειδητής παραχάραξης και αποσιώπησης των γεγονότων συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν οι Θρακιώτες, οι Πόντιοι, οι Ιωνες, οι Καππαδόκες, οι Κωνσταντινουπολίτες, Ιμβριοι, Τενέδιοι κατανόησαν ότι δεν μπορούσε να κινηθεί ένας σύγχρονος άνθρωπος μόνο με ένα μέρος της ιστορίας του.
Δεν έφτανε για να ζήσει μόνο με αυτό. Η ανάδειξη της κυριότερης αιτίας για την διακοπή συνέχειας του Ελληνισμού που ζούσε στο οθωμανικό κράτος, της Γενοκτονίας ήταν η αρχή για ένα νέο κύκλο διεκδίκησης. Οι Ελληνες πέρασαν στο στάδιο της αυτογνωσίας στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές του 1990, όταν διοργάνωσαν τα παγκόσμια συνέδρια, τα οποία εκτός των άλλων ανέδειξαν πτυχές του μαζικού διωγμού των προγόνων τους.
Η ανάδειξη της Γενοκτονίας των Ελλήνων από τον αείμνηστο Μιχάλη Χαραλαμπίδη, οδήγησε στα σχετικά νομοσχέδια αναγνώρισης από την ελληνική πολιτεία, η οποία βεβαίως δεν μπόρεσε να αποδεσμευτεί από πολιτικές και λογικές και να κινηθεί και στην ουσία των νόμων αναγνώρισης της Γενοκτονίας και σε πρωτοβουλίες για τη διεθνοποίηση του μαζικού εγκλήματος.
Το κενό αυτό κάλυψαν συλλογικές πρωτοβουλίες Ελλήνων στο εξωτερικό και διανοούμενοι, έχοντας πρακτικά αποτελέσματα με αναγνωρίσεις από ξένα Κοινοβούλια και παρεμβάσεις σε διεθνείς οργανισμούς.
Ετσι, παρά την παρουσία της Ελλάδας ως κρατικής οντότητας, μέχρι σήμερα την Γενοκτονία των Ελλήνων έχει αναγνωρίσει η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Βουλή της Σουηδίας και της Αρμενίας και διάφοροι φορείς των ΗΠΑ, του Καναδά, της Ιταλίας.
Επίσης η Βουλή της Νότιας Αυστραλίας και η Βουλή της Νέας Νότιας Ουαλίας, ενώ την υπόθεση έχει απασχολήσει το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (5 Σεπτεμβρίου 2006).
Επίσης τον Δεκέμβριο του 2007, η Διεθνής Ενωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών αναγνώρισε με ψήφισμά της τη Γενοκτονία των Ασσυρίων και των Ελλήνων στο διάστημα 1914-1923, ψήφισμα στο οποίο κατέληξε μετά από ψηφοφορία μεταξύ των μελών της. Η προσπάθεια για την αναγνώριση έχει πολλά εμπόδια και δυσκολίες, ωστόσο επειδή το ζήτημα αφορά την αλήθεια, δηλαδή μία βασικές συστατικές ουσίες της ζωής του ανθρώπου, το αποτέλεσμα θα είναι νικηφόρο.