Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Σοφία Στεφανίδου, ἡ πρώτη ἑλληνίδα ἀλεξιπτωτίστρια



      «Ποθοῦσα πιό ζωντανά, πιό ἀποτελε­σμα­τικά νά ὑπηρετήσω τήν Ἑλλάδα μου, πού σάν ματοβαμμένη μάνα νόμι­ζα πώς μέ καλοῦσε», ἔγραφε στό ἡμερολόγιό της τό 1943 ἡ Σόνια-Σοφία Στεφανίδου.



      Θυγατέρα τοῦ γιατροῦ Φιλοποίμενα Στεφανίδη ἀπό τήν Τραπεζούντα, ὁ ὁποῖ­ος τιμήθηκε γιά τήν ἐθελοντική του προσφορά σέ πέντε μέτωπα, γεννήθηκε τό 1907 στήν Ὀ­δησσό. Σέ ἡλικία 5 ἐτῶν μετέβη στήν Ἀθήνα, ὅπου ὁ πατέρας της ἐ­θελοντικά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του ὡς γιατρός τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ τήν περίοδο τῶν Βαλ­κανικῶν Πολέμων. Ἀρ­γό­­τε­ρα ἐγκαταστάθηκαν οἰκογενειακῶς στό Ἡράκλειο τῆς Κρήτης.

Τά πρῶτα γράμματα τῆς τά δίδαξαν οἱ γονεῖς της. Στή συνέχεια πῆρε κανονικά τό ἀπολυτήριο Γυμνασίου στό Ἡ­ρά­κλειο. Ἀφοῦ ἤδη εἶχε μάθει τή γερμανική καί τή γαλλική γλώσσα, τό 1924 οἱ γονεῖς της τή στέλνουν στή Γαλλία νά συνεχίσει τίς σπουδές της στή γαλλική γλώσσα.

     Κατόπιν ἐξετάσεων διορίστηκε στή Διεύθυνση Στατιστικῆς τοῦ Ὑπουργεί­ου Οἰκονομίας στήν Ἀθήνα ὡς μόνιμη ὑ­πάλ­ληλος μέ τόν βαθμό τοῦ Γραφέως. Ὅταν κηρύχτηκε ὁ πόλεμος τό 1940, ἡ ἴδια προσωπικά παρακαλεῖ τόν τότε ὑπουργό τοῦ Ἰωάννη Μεταξᾶ, Κο­σμᾶ Μπουρ­μπούλη, νά τή δεχτεῖ στόν στρα­τό. Ἡ αἴτησή της γίνεται δεκτή καί κατατάσσεται τέλη Νοεμβρίου στόν Ἐρυθρό Σταυρό, ὅπου ἐκπαιδεύεται. Νωρίτερα εἶχε γραφτεῖ ἐθελοντικά στό Σχολεῖο Νοσοκόμων Παθητικῆς Ἀεράμυνας. Στήν ἄ­δεια κατάταξης εἶχε γράψει: «Ἐθεώρησα κα­θῆ­κον μου, ὅπως καί ἐγώ προσφέρω ὅ,τι ἠδυνάμην περισσότερον χά­ριν τοῦ Ἱε­ροῦ Ἀγῶνος».

      Στίς 15 Ἰανουαρίου 1941 ἀποστέλλει ἐπιστολή μέ τήν ὁποία ζητεῖ νά τή μεταφέρουν στήν πρώτη γραμμή. Ἔ­τσι, στίς 7 Ἀπριλίου τοῦ 1941 παρουσιάζεται στό 1ο Στρατιωτικό Νοσο­κο­μεῖο Ἰωαννίνων. Νά σημειώσουμε ὅτι ὁ πατέρας της καί τά δύο της ἀδέλφια ὑπηρετοῦσαν ἤδη στό μέτωπο ὡς ὑ­γειονομικοί ἀξιωματικοί. Κατά τούς ἀε­ροπορικούς βομβαρισμούς πού δέχτη­κε τό Νοσοκομεῖο Ἰωαννίνων, ὁ­πότε σκοτώθηκαν καί τραυματίστηκαν γύρω στά πενήντα ἄτομα, ἐπέδειξε μεγάλη αὐτοθυσία. «Ἐξετέλουν πάντοτε τό κα­θῆκον μου μέ χαράν, ἀφοσίωσιν καί προ­θυμίαν, ἤμην δέ ἀποφασισμένη νά δώσω τόν ἑαυτόν μου ὁλοκαύτωμα χά­ριν τῆς πατρίδος μου», διαβάζουμε στό ἡμερολόγιό της. Γιά τήν πολυποίκιλη συμ­βολή της σέ ἐκεῖνο τό συμβάν προτάθηκε γιά Ἠθική Ἀμοιβή μαζί μέ ἄλλες νοσοκόμες. Λόγῳ ὅμως τῶν ἐξελίξεων τοῦ πολέμου, δέν ἔλαβε ποτέ αὐτή τήν ἀμοιβή.

     Ἐπιστρέφει μετά τή συνθηκολόγη­ση στήν Ἀθήνα. Ὅμως «ἡ θέα τοῦ ἀ­γκυ­­λω­τοῦ σταυροῦ ἐπάνω στήν Ἀ­κρό­πολη θανατώνει τήν ψυχή μου», ἀ­πο­καλύπτει στό ἡμερολόγιό της. Ἔτσι, μεταβαίνει στή Μέση Ἀνατολή, ὅπου ὑπηρετεῖ ὡς ἐθελόντρια νοσοκόμα στό νοσοκομεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας καί τῆς Χεντέρας στήν Πα­λαιστίνη. Ἀργότερα κατευθύνεται στό Κάιρο, γιά νά βρεῖ τήν ἑλληνική κυβέρνηση τοῦ Ἐμμανου­ήλ Τσουδεροῦ. Μέ αἴτησή της, στίς 8 Ἀπριλίου 1943, κατατάσσεται σέ μονά­δα καταδρομῶν, στίς Βρετανικές Ὑ­πη­ρεσίες. Πέρασε ἕνα στάδιο ἐκπαί­δευ­­σης σέ Σχολή Ἀλεξιπτωτι­στῶν, ἐπιδεικνύοντας ἐπίδοση ὑψηλοῦ ἐπιπέδου κατά τή μαρτυρία τοῦ ἄγγλου ἐκπαι­δευτῆ της. Ἀφοῦ ἀπέκτησε τό πτυχίο της, ἔγινε ἡ πρώτη ἑλληνίδα ἀλεξι­πτω­τίστρια καί μάλιστα σέ καιρό πολέμου.

     Ἄν καί ὑπηρετοῦσε σέ στρατιωτικό νοσοκομεῖο, θεωροῦσε ὅτι ἔπρεπε νά ἀ­ξιοποιηθεῖ στήν πρώτη γραμμή. Ἔτσι πηγαίνει στό Κάιρο καί παρουσιάζεται στόν Ἐμμανουήλ Τσουδερό, ζητώντας του νά γίνει κομάντο! «Τά σπάνια προσό­ντα της, ἀλλά κυρίως ἡ μεγάλη πίστη της στόν ἱε­ρό ἀγῶνα, ἔπεισαν τόν πρωθυπουργό νά συγκατατεθεῖ στήν πράγματι παράτολμη αἴτησή της», γράφει ὁ ἀντιστράτηγος ἐ.ἀ. Χρῆστος Σ. Φωτόπουλος. Ἀ­­κο­λού­θησε εἰδική ἐκπαίδευ­ση, πολύ σκλη­ρή, ἐπίπονη γιά μιά γυ­ναί­κα. Μετά τίς σχετικές δοκιμασίες ἡ Στεφανίδου ἔλαβε τό πτυχίο τῆς ἀλεξιπτωτίστριας καί ἀπέκτησε τό προνόμιο νά εἶ­ναι ἡ πρώτη καί μοναδική ἑλ­ληνίδα ἀλε­ξιπτωτίστρια σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.

     Ἡ πρώτη ἀποστολή της δέν ἄργησε νά ἔρθει. Ἡ Βρετανική Μυστική Ὑπηρεσία τήν ἔστειλε στή δυτική Μακεδονία. Ὁ ρόλος της λόγῳ τῆς γλωσσο­μάθειάς της -γνώριζε γαλλικά, ἀγγλικά καί γερμανικά- ἦταν νά ἀκολουθήσει μαζί μέ τούς βρετανούς κομάντος ὀ­ρεινά κυρίως δρομολόγια κατά μῆκος τῆς ὀροσειρᾶς τῆς Πίνδου καί νά συλλέγει ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες.

    Τόν Ἰούλιο τοῦ 1943 ντυμένη μέ τή στολή τοῦ ἀλεξιπτωτιστῆ, πραγματοποίησε ἐπιτυχημένο ἅλμα στήν ἐχθροκρατούμενη Φλώρινα, ὅπου δραστη­ριοποι­- εῖται δυναμικά μεταμφιεσμένη ποικιλοτρόπως. Περίπου δύο μῆνες κράτησε ἡ μυστική ἀποστολή, ὁπότε μέ τήν ὁμάδα της πλησιάζοντας στά ἑλληνοαλβανικά σύνορα, συλλαμβάνονται καί καταδικάζονται σέ θάνατο. Ὡστόσο λίγο πρίν ἐ­κτελεστοῦν, ἕνας γερμανός φρουρός ἀ­πε­λευθέρωσε τήν ὁμάδα, ἀφήνοντάς την νά διαφύγει.

      Ἡ ἑλληνίδα ἀλεξιπτωτίστρια χωρίς κανένα ἐφόδιο φτάνει στήν περιοχή τῆς Νεράιδας στήν Καλαμπάκα, ὅπου λειτουργοῦσε στρατηγεῖο ἀνταρτῶν μέ ἄγ­γλους συνδέσμους. Ἐκεῖ εἶχαν συ­γκε­ντρωθεῖ ἀρκετοί Ἕλληνες καί Σύμμαχοι. Σημαντική ὑπῆρξε ἡ συμβολή της στή μετατροπή μικροῦ διαδρόμου σέ πρόχειρο ἀεροδρόμιο προσγείωσης ἀερο­σκα­φῶν στήν περιοχή ἐκείνη, ἐπιστρα­τεύ­οντας γιά τίς ἐργασίες γυναῖ­κες ἀπό τά γύρω χωριά.

    Ἀπό τήν Καλαμπάκα ἐπιστρέφει στό Κάιρο. Ὑποβάλλει αἴτηση καί γίνεται δε­κτή στό νεοσύστατο Ἐθελοντικό Στρατιωτικό Σῶμα Ἑλληνίδων. Στό μεταξύ ἀποστέλλεται στήν Κρήτη τό 1944, πιθανόν μέ ἐντολή τοῦ ἴδιου τοῦ Τσουδεροῦ. Ὡς σύνδεσμος, πιθανολο­γεῖται ὅτι μετέφερε ἐκεῖ ἐντολές, χαρτιά ἤ ἀκόμα καί χρήματα, καθώς ἐπίσης ὅτι ἔλαβε μέρος στήν ἀπαγωγή τοῦ γερμανοῦ στρατηγοῦ Κράιπε.
Μέ τήν ἐπιστροφή της στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα συνέχισε νά ἐργάζεται γιά τό Δημόσιο, αὐτή τή φορά ἀποσπασμέ­νη στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, στή Διεύθυνση Ἐθιμοτυπίας.

    Συνταξιοδο­τεῖ­- ται τό 1967, ἔπειτα ἀπό 40 χρόνια ὑπηρεσίας. Στίς 22-8-1990 σέ ἡλικία 83 ἐτῶν ξεχασμένη ἀφήνει τήν τελευταία της πνοή σέ ἕνα κρεβάτι τῆς κλινικῆς «Παναγίας τῆς Τήνου» στήν Ἀθήνα. Μέ δη­μόσια διαθήκη τό 1986, ἄφησε τό μοναδικό περιουσιακό της στοιχεῖο, ἕνα διαμερισματάκι, στό Ἵ­δρυμα «Στέ­γη Ὑγειονομικῶν». Κατά τήν ἐπιθυμία της τάφηκε μέ τή στρατιωτική στολή καί τά παράσημά της στό Α´ Νεκροταφεῖο Ἀθη­νῶν.

     Ἡ Σόνια Στεφανίδου παρέμεινε σε­μνή καί ἀφανής. Ἐνῶ δέν ἐπιδίωξε πο­τέ νά ἐξαργυρώσει τήν πλούσια πολε­­μική της δράση μέ ἀμοιβές, τιμές καί δόξες, τι­μή­θηκε μέ πλῆθος μεταλλίων, μεταξύ αὐτῶν καί μέ τό Χρυσοῦν Ἀριστεῖο Ἀν­δρεί­ας, τήν ἀνώτατη τιμητική διάκρι­ση πού ἀπονέμεται γιά ἡρωικές πράξεις στό πε­δίο μάχης -σπανίως σέ γυ­ναῖ­­κες. Ἡ σε­μνότητά της, ἡ φιλοπατρία, ἡ ἀφιλο­χρηματία, τό ἀκενόδοξο φρόνημα, ἡ ἐθελοθυσία της ἀποτελοῦν στήν εὐδαιμο­- νι­στι­κή καί συμφεροντολογική ἐποχή μας κρι­τήρια καί δεῖκτες γιά τή δική μας πορεία.

Γράφει η Εὐδοξία Αὐγουστίνου. Φιλόλογος – Θεολόγος