Αφιέρωμα για τα δεκατρία χρόνια από το θάνατο του
Γράφει ο Γεώργιος Γκοβέσης, ιστορικός-συγγραφέας*
Στη ζωή μας συναντάμε πολλούς ανθρώπους λίγοι είναι όμως αυτοί που φωτίζουν το δρόμο μας ανοίγοντας μας νέους ορίζοντες στη ζωή. Είναι αυτοί που μας εμπνέουν και μας ωθούν να προχωρήσουμε μπροστά και να δημιουργήσουμε, είναι αυτοί που μας καθοδηγούν. Λίγοι μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού είναι αυτοί που θεωρούμε ευλογία από το θεό το γεγονός ότι τους συναντήσαμε.
Όπως αναφέρει και η θρησκεία μας ο Παράδεισος μας είναι οι άλλοι και μάλιστα αυτοί «οι άλλοι» που μας βοηθούν να ανοίξουμε τα φτερά μας που βγάζουν από μέσα μας τον καλύτερο μας εαυτό, που μας βοηθούν να εξελιχθούμε και μας δίνουν τη σκυτάλη για να βαδίσουμε με αισιοδοξία στη ζωή. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που η συνάντηση μας μαζί τους είναι μια Θεία Ευλογία που μας αφήνει τη γλυκιά γεύση του Παραδείσου και που ακόμα και όταν φύγουν μακριά, μας μένει για πάντα αυτή η γλυκιά Παραδείσια αίσθηση για να φωτίζει το υπόλοιπο του βίου μας και του περάσματος μας από τον κόσμο αυτό.
Ένας τέτοιος άνθρωπος-Παράδεισος ήταν και ο Νεοκλής Σαρρής και θεωρώ ευλογία από το Θεό το γεγονός ότι βρέθηκε στη ζωή μου και στο δρόμο μου.
Ήταν λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 όταν πρωτοετής φοιτητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας της Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών άκουσα για έναν καθηγητή που στα μαθήματα του υπήρχε αθρόα προσέλευση φοιτητών γιατί δίδασκε με τρόπο διαφορετικό με γλώσσα ελεύθερη, κατανοητή, χωρίς ξύλινο λόγο χρησιμοποιώντας πιπεράτα παραδείγματα και ταξιδεύοντας το ακροατήριο του στο παρελθόν, στην Πόλη και στη Μικρά Ασία σε Ανατολή και Δύση μαγεύοντας το κυριολεκτικά. Λέγανε ότι ήταν απόγονος της θρυλικής Πολίτισσας Λωξάνδρας, ηρωίδας του ομώνυμου μυθιστορήματος της Μαρίας Ιορδανίδου που ήταν υπαρκτό πρόσωπο, πράγμα που ίσχυε και τον σέβονταν όλοι ανεξαρτήτως πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησης.
Όταν πρωτοπαρακολούθησα το μάθημα του Νεοκλή Σαρρή ξαφνικά αισθάνθηκα ότι βρέθηκα σε ένα τελείως διαφορετικό μέρος. Δε λέω καλή και η πάλη των τάξεων, καλές και οι θεωρίες της Κοινωνιολογίας, καλά τα κοινωνικά συστήματα, καλές και οι εγκληματολογίες, καλές και οι Ψυχολογίες, καλές και οι Κοινωνικές Ψυχολογίες, καλές και οι Νεοελληνικές Κοινωνίες, καλές και οι οικονομικές θεωρίες, καλές και οι Στατιστικές , αλλά η διδασκαλία του Νεοκλή Σαρρή κυριολεκτικά σε απογείωνε μιλώντας για σουλτάνους και για Πατριάρχες, για γενίτσαρους και για Έλληνες αστούς του Πέρα και παντοδύναμους Τραπεζίτες του Γαλατά που δάνειζαν σουλτάνους, για Φαναριώτες, για Αρμένιους και για Βούλγαρους, για τα Πριγκιποννήσια και τη θάλασσα του Μαρμαρά, για τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, για τον Καππαδόκη ιστορικό, πολιτικό και καθηγητή Πανεπιστημίου και μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου Παύλο Καρολίδη ο οποίος είχε αποκοιμηθεί επάνω στην αλά φράγκα τουαλέτα του πατρικού του σπιτιού στο Πέρα, για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, για τους πρόσφυγες, για την σύσταση του ανεξάρτητου ελλαδικού κράτους και για την κοινωνική διαστρωμάτωση όλα αυτά συνδεδεμένα μεταξύ τους με τρόπο μαγικό και βαθειά επιστημονικό.
Ένας μαγικός κόσμος ήταν και το διαμέρισμα γραφείο-κατοικία του στην οδό Θαλλού 6 κοντά στην Πύλη του Αδριανού στην Πλάκα. Ένα σπίτι-γραφείο με χιλιάδες τόμους τουρκικών βιβλίων, διακοσμημένο με γκραβούρες από την Πόλη, που με τους χαμηλούς καναπέδες του και την ανατολίτικη-λεβαντίνικη ατμόσφαιρα του θύμιζε μικρό παλάτι Φαναριώτη Ηγεμόνα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών.
Ο Νεοκλής Σαρρής ήταν ελεύθερο πνεύμα, δίδασκε πειθαρχία αλλά όχι τυφλή αφοσίωση, πίστη σε ιδέες και ιδανικά αλλά όχι τυφλό φανατισμό, ελευθερία αλλά όχι ασυδοσία. Ήθελε τους μαθητές του θηλυκά μυαλά που θα γεννούσαν, μυαλά ελεύθερα που θα προχωρούσαν μπροστά και θα ήταν ωφέλιμοι στην κοινωνία και στους συνανθρώπους.
Ο ίδιος δεν ήταν φιλόδοξος καριερίστας, αντίθετα παρά το γεγονός ότι γνώριζε πολύ καλά την αξία του οι επιλογές του γίνονταν με άξονα όχι τον ατομικό ωφελιμισμό και τη ματαιοδοξία αλλά με άξονα την αγάπη και την προσφορά προς το συνάνθρωπο και την ανύψωση των ηθικών αξιών και ιδανικών. Για το λόγο αυτό και ήταν ανοικτός σε όλους τους ανθρώπους και πολύ δοτικός.. Βοηθούσε όσο περνούσε από το χέρι του και ακόμη παραπάνω αυτούς που είχαν ανάγκη χωρίς να περιμένει κάποιο αντάλλαγμα. Χαίρονταν με την ψυχή του όταν έβλεπε τους μαθητές-πνευματικά του τέκνα να εξελίσσονται και να προοδεύουν χάρη στην πολύτιμη βοήθεια και υποστήριξη του. Δεν τον ενοχλούσε ούτε τον στενοχωρούσε η αχαριστία ορισμένων γνωρίζονταν το ρητό «ουδείς περισσότερο αχάριστος πλην του ευεργετηθέντος» .
Οι συζητήσεις με το Νεοκλή Σαρρή ήταν απόλαυση. Μπορούσε να μιλάει για ώρες ατέλειωτες για τη ζωή του στην Πόλη αλλά και για την πολιτική ζωή της Τουρκίας, για το Ανατολικό Ζήτημα το οποίο και θεωρούσε θεμελιώδες, για το Εβραϊκό Ζήτημα το οποίο και τον απασχολούσε πάρα πολύ, για τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή , για τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα και για τον Ελληνισμό που συνεχώς συρρικνώνεται με την απώλεια σημαντικών ιστορικών του λίκνων.
Ο ίδιος ως Κωνσταντινουπολίτης και γνήσιο τέκνο της Θρακικής γης έτρεφε απεριόριστη αγάπη για την πολύπαθη αυτή κοιτίδα του Ελληνισμού, δεν παρέλειπε να αναφερθεί στον ενιαίο χαρακτήρα της και τόνιζε συνεχώς το γεγονός ότι για τον Ελληνισμό η Θράκη από “Αττική” δηλαδή κέντρο του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε μια “απομακρυσμένη” , παραμελημένη, ακριτική περιοχή της Ελλάδας και τόπος εξορίας και τιμωρίας ανεπιθύμητων από το κέντρο δημοσίων υπαλλήλων. Όποτε επισκέπτονταν τη Θράκη το πρόσωπο του έλαμπε από χαρά και αισθάνονταν σαν να βρίσκεται στο σπίτι του, αφού έλεγε χαρακτηριστικά ότι εδώ στη Θράκη ανέπνεε την αύρα που έρχονταν από τον Εύξεινο Πόντο, το Βόσπορο και τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Δε θα ξεχάσω την απογοήτευση του όταν σε ένα μάθημα του είχε ρωτήσει τους φοιτητές του που βρίσκεται η θάλασσα του Μαρμαρά και δεν είχε λάβει καμία απάντηση.
Τα μάτια του συννέφιαζαν όταν αναφέρονταν στο πως η Ελλάδα αποσύρθηκε από την Ανατολική Θράκη μετά την Ανακωχή των Μουδανιών το φθινόπωρο του 1922 ύστερα από πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων και χωρίς να πέσει ντουφεκιά, ενώ είχε τη δυνατότατα να την κρατήσει.
Αλλά και με την Μεγαλόνησο Κύπρο ο Νεοκλής Σαρρής είχε μια ιδιαίτερη σχέση . Τα μάτια του συννέφιαζαν όταν αναφέρονταν στον τρόπο που η Ελλάδα έχασε το πάνω χέρι στην Κύπρο στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με την απόσυρση της Μεραρχίας και τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Μακαριακών και Γριβικών του ΕΟΚΑ Β΄. Λάθη, λάθη, λάθη όλο αυτό επαναλάμβανε θυμωμένος. Όπως επίσης τα μάτια του συννέφιαζαν όταν αναφέρονταν στους εσφαλμένους χειρισμούς των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων της Ελλάδας στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό. Το τρίτομο έργο του Η άλλη Πλευρά – Πολιτική και Διπλωματική Χρονογραφία της εισβολής στην Κύπρο και του διαμελισμού της (από τουρκικές πηγές) , Εκδόσεις Γραμμή, Αθήνα, Τόμος Α΄, 1977, Τόμος Β΄ 1982 και Τόμος Γ΄ 1983 αποτελεί μοναδική ανάλυση του Κυπριακού Ζητήματος και είναι ένα έργο που πρέπει να μελετήσουν όλοι όσοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά αλλά και όλοι οι απανταχού γης Έλληνες.
Λίγοι ήταν οι καθηγητές τη δεκαετία του ΄80 που στα ελληνικά πανεπιστήμια μιλούσαν για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου, για τον Ελληνισμό της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και για τον Ελληνισμό της τότε Σοβιετικής Ενώσεως και ένας από αυτούς ήταν ο Νεοκλής Σαρρής. Είναι γνωστό πως εκείνα τα χρόνια αν μιλούσε κανείς για τους Έλληνες των χωρών του «υπαρκτού» σοσιαλισμού κινδύνευε να χαρακτηριστεί από τους «προοδευτικούς» ως εθνικιστής , ως φασίστας. Στις αναφορές του αυτές ο Νεοκλής Σαρρής επικαλούνταν μαρτυρίες φίλων του Τούρκων Πανεπιστημιακών οι οποίοι σε επισκέψεις τους στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα είχαν ανακαλύψει με έκπληξη ότι στη χώρα αυτή ζούσε ένας πολυάριθμος ελληνικός πληθυσμός. Όπως επίσης δεν παρέλειπε σε κάθε ευκαιρία να αναφέρεται στην τεράστια προσφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Ελληνισμό και στην ανεκτίμητη προσφορά του Ελληνισμού στον Χριστιανισμό.
Ο ίδιος ήταν ίσως ο μοναδικός πανεπιστημιακός δάσκαλος που στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 δήλωνε ότι όλες οι χώρες της περιοχής μας, ανεξαρτήτως πολιτεύματος και συμμαχιών, δεν είχαν ποτέ κατά βάθος εγκαταλείψει τα εθνικά ιδεώδη και τους στόχους με τους οποίους είχαν ιδρυθεί. Μάλιστα αναφέρονταν χαρακτηριστικά στην τότε σοσιαλιστική, μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας αλλά και φίλη Βουλγαρία του Τεοντόρ Ζίβκωβ, με την ηγεσία και τον πανεπιστημιακό κόσμο της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις και για την οποία έλεγε ότι ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου γεγονός που θεωρούσε πολύ σημαντικό και προέτρεπε τους φοιτητές του να ασχοληθούν με το θέμα αυτό .[1]
Δεν παρέλειπε να τονίσει το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελούσε τη μοναδική χώρα της περιοχής που μετά την απελευθέρωση της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε κατορθώσει να έχει ως πρωτεύουσα της το επί δύο χιλιετηρίδες πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες χώρες Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία, πράγμα που είχε πολλές συνέπειες για την εξέλιξη του ελληνικού κράτους και για τον Ελληνισμό.
Ο ίδιος δεν παρέλειπε να τονίζει το γεγονός ότι δεν είχε προβληθεί, αξιολογηθεί και εκτιμηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό η προσφορά του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης στην Ελλάδα και στον Ελληνισμό και είχε μια δικαιολογημένη πικρία για τη μετάπτωση του εναπομείναντα ολιγάριθμου Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, σε ένα καθεστώς στείρου μειονοτισμού τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι οι λιγοστοί εναπομείναντες Έλληνες της Πόλης εκτός από τον ουσιαστικό αφανισμό τους είχαν μετατραπεί από νοικοκύρηδες σε μουσαφίρηδες και είχαν καταστεί ουσιαστικά στοιχείο φολκλόρ μιας κοσμοπολίτισσας Πόλης των γνήσιων αστών που έχει πάψει εδώ και δεκαετίες να υπάρχει!!!
Ο Νεοκλής Σαρρής υπήρξε ένας διανοούμενος, ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος, ένας πολιτικός ηγέτης με ολοκληρωμένη ιδεολογία και με ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση για εφαρμογή στην πράξη της ιδεολογίας αυτής. Όμως το σπουδαιότερο από όλα που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους διανοούμενους από τους άλλους πανεπιστημιακούς δασκάλους και από τους άλλους πολιτικούς ηγέτες ήταν το γεγονός ότι αυτά που πίστευε τα εφάρμοζε πρώτος ο ίδιος στη ζωή του. Ως ανθρωπιστής μοίραζε απλόχερα τις γνώσεις και τις εμπειρίες του και βοηθούσε όσο μπορούσε χωρίς καμία ιδιοτέλεια, χωρίς να περιμένει κανένα αντάλλαγμα, χωρίς δεύτερη σκέψη αλλά αντλώντας χαρά και ευχαρίστηση από την προσφορά του αυτή.
Ο Νεοκλής Σαρρής αγαπούσε τους συνανθρώπους του, αγαπούσε την κοινωνία, αγαπούσε την πατρίδα, αγαπούσε τον Ελληνισμό προσφέροντας τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν διήγαγε βίο πολυτελή αλλά ήταν λιτός και ολιγαρκής, σεμνός και ασκητικός. Ποτέ δεν επεδίωξε και δεν αποδέχτηκε αξιώματα και οφίτσια για να μην προδώσει τις αρχές του, παρά το γεγονός ότι όλες μα όλες οι κυβερνήσεις του τα πρόφεραν απλόχερα αναγνωρίζοντας την τεράστια αξία του ως εθνικό κεφάλαιο. Υπήρξε μέχρι το τέλος ακέραιος, αδιάφθορος και αγνός επιστήμονας και πατριώτης κερδίζοντας τον σεβασμό και την εκτίμηση φίλων και εχθρών ομοϊδεατών και αντιθέτων.
Ο Νεοκλής Σαρρής ήταν ένας άνθρωπος αλλά πολλοί κόσμοι μαζί. Ήταν ο Νεοκλής Σαρρής ο Κωνσταντινουπολίτης, ο Νεοκλής Σαρρής ο Θρακιώτης, ο Νεοκλής Σαρρής ο Νομικός, ο Νεοκλής Σαρρής ο Κοινωνιολόγος, ο Νεοκλής Σαρρής ο Ιστορικός, ο Νεοκλής Σαρρής ο Τουρκολόγος, ο Νεοκλής Σαρρής ο δημοσιογράφος, ο Νεοκλής Σαρρής ο πολιτικός, ο Νεοκλής Σαρρής ο μέγας δάσκαλος και εμπνευστής, ο Νεοκλής Σαρρής ο σύζυγος και πατέρας και πάνω απ’όλα ο Νεοκλής Σαρρής ο Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο. Ήταν ο Νεοκλής Σαρρής ο αρωγός κάθε κατατρεγμένου που το διαμέρισμα-γραφείο του στην Πλάκα υπήρξε για πολλά χρόνια κοινός τόπος αναφοράς και προσκυνήματος για πάρα πολλούς νέους επιστήμονες και όχι μόνο, τους οποίους βοηθούσε ποικιλοτρόπως και όσο περνούσε από το χέρι του με τη γνωστή του ψυχική γενναιοδωρία. Γιατί ήταν μεγαλόψυχος και γενναιόψυχος ο Νεοκλής Σαρρής.
Αυτόν το Νεοκλή Σαρρή γνώρισα και αυτό το Νεοκλή Σαρή κουβαλάω μέσα μου για πάντα.
Ο Νεοκλής Σαρρής ήταν ένα πνεύμα ελεύθερο χωρίς παρωπίδες, ένας άνθρωπος που δεν έμπαινε σε καλούπια και δε μπορούσε κανείς να του βάλει ταμπέλες. Ήταν ένα μυαλό θηλυκό που γεννούσε συνεχώς, που ταξίδευε στην Πόλη, στη θάλασσα του Μαρμαρά, στην καθ’ ημάς Ανατολή, στα ταραγμένα Βαλκάνια, στη Μάνη και στην Κύπρο την οποία και υπεραγαπούσε.
Πολλά έχουν γραφτεί για το Νεοκλή Σαρρή εγώ όμως θα σταθώ στον μύθο που καλλιεργήθηκε ότι ήταν ένας «τουρκοφάγος» και αντιτούρκος.
Είναι γνωστό ότι ο Νεοκλής Σαρρής είχε γεννηθεί το 1940 και είχε μεγαλώσει στην Κωνσταντινούπολη όπου αφού αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή είχε ξεκινήσει σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως (İstanbul Üniversitesi) εκτελώντας παράλληλα και παρά το νεαρό της ηλικίας του, καθήκοντα συμβούλου του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα.
Κατά τα φοιτητικά του χρόνια ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση ως στέλεχος της νεολαίας του κεμαλικού Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος CHP υπό την ηγεσία του Ισμέτ Ινονού, ενώ έλαβε μέρος στις φοιτητικές κινητοποιήσεις εναντίον της κυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος του πρωθυπουργού Αντνάν Μεντερές στις 28 και 29 Απριλίου 1960 που προηγήθηκαν του στρατιωτικού κινήματος της 27ης Μαΐου 1960 που ανέτρεψε την κυβέρνηση αυτή.
Επίσης είναι γνωστό ότι ήταν άριστος γνώστης (ίσως ο καλύτερος) της Τουρκίας, της τουρκικής γλώσσας, ιστορίας, κοινωνίας, πολιτικής και νοοτροπίας, έχοντας άριστη θεωρητική αλλά και πρακτική δια ζώσης κατάρτιση δηλαδή όταν αναφέρονταν σε ένα γεγονός για την χώρα αυτή τις περισσότερες φορές το ερμήνευε και με βάση τα βιώματα του. Άλλωστε τα περισσότερα έργα του, οι έρευνες και η διδασκαλία του κινήθηκαν γύρω από τη μελέτη αυτής της χώρας και μάλιστα από τη δεκαετία του ΄80 προέτρεπε τους φοιτητές του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (τότε Πάντειος Ανώτατη Σχολή ή Μεγάλη του Γένους Σχολή όπως την αποκαλούσε αστειευόμενος) να πραγματοποιήσουν μεταπτυχιακές σπουδές στην Τουρκία και κατά προτίμηση στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να γνωρίσουν από κοντά τη χώρα αυτή και όχι μέσω σπουδών σε τρίτες χώρες από όπου θα δέχονταν διάφορες επιρροές. Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι οι νέοι αυτοί επιστήμονες θα μπορούσαν να μελετήσουν όσο το δυνατό περισσότερο αντικειμενικά τη χώρα αυτή και να οδηγηθούν σε ορθότερα συμπεράσματα τα οποία θα χρησιμοποιούσαν στην επιστημονική τους έρευνα.
΄Έτσι ορισμένοι τολμηροί φοιτητές του στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 βρεθήκαμε να κάνουμε μεταπτυχιακές σπουδές σε τουρκικά πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης σε μια εποχή που το εγχείρημα αυτό μόνο εύκολο δεν ήταν.
Μέσα από τις συναναστροφές μου κατά τη διάρκεια της παραπάνω από τρία χρόνια συνολικά (εκμάθηση γλώσσας και μεταπτυχιακό) παραμονής μου στην Κωνσταντινούπολη διαπίστωσα ότι ο Νεοκλής Σαρρής τύγχανε μεγάλου σεβασμού και εκτίμησης από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και από το δημοσιογραφικό και τον πολιτικό κόσμο της Τουρκίας και μάλιστα από ανθρώπους που δεν ήταν πρώην σύντροφοι του στο Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα CHP. Αξίζει να αναφέρω ένα τρανό παράδειγμα της εκτίμησης αυτής προς το πρόσωπο του που διαπίστωσα σε ένα συνέδριο στην Αττάλεια το καλοκαίρι του 1993 όπου είχα συναντήσει τον επικεφαλής του στρατιωτικού κινήματος της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 και προέδρου της Τουρκίας ως το 1989 στρατηγού Κενάν Εβρέν ο οποίος μου είχε εκφραστεί με κολακευτικά λόγια για τον Νεοκλή Σαρρή τονίζοντας ότι αν και δεν είχαν τις ίδιες απόψεις σε πολλά θέματα ωστόσο όφειλε να του αναγνωρίσει το γεγονός ότι γνώριζε πολύ καλά την Τουρκία και τους Τούρκους.
Όντας σύμβουλος και στενός συνεργάτης των Προέδρων της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (Ε.ΔΗ.Κ.), Γεωργίου Μαύρου και Ιωάννη Ζίγδη στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αποτέλεσε άτυπο διαμεσολαβητή μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, συνομιλώντας με το σύνολο της τουρκικής ηγεσίας και τον ίδιο τον Μπουλέντ Ετζεβίτ και μεταφέροντας τις σκέψεις τους στον Έλληνα πρωθυπουργό μέσω του Γεωργίου Μαύρου.[2]
Ο Νεοκλής Σαρρής δεν έτρεφε εχθρικά συναισθήματα απέναντι στην Τουρκία παρά το γεγονός ότι σαφέστατα αδικήθηκε από το καθεστώς της Τουρκίας και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρα του στις αρχές της δεκαετίας του ’60 για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα. Στην αναγκαστική προσφυγιά στην Αθήνα θα τον ακολουθούσαν λίγο αργότερα και οι γονείς του αφήνοντας πίσω μια αξιόλογη ακίνητη περιουσία. Παρόλα ταύτα ουδέποτε υπήρξε ο φανατικός αντιτούρκος και ο «τουρκοφάγος» όπως ορισμένοι στην πατρίδα μας προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν.
Ο Νεοκλής Σαρρής επιθυμούσε τον περεταίρω εκδημοκρατισμό και εκδυτικισμό της Τουρκίας, τον εκδημοκρατισμό και εκδυτικισμό των δομών εξουσίας και της κοινωνίας της χώρας αυτής και τίποτα παραπάνω, όπως φυσικά επιθυμούσε τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. Ο ίδιος θεωρούσε ότι μία περισσότερο και σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα δημοκρατική Τουρκία θα μπορούσε να συνυπάρξει ειρηνικά με τη χώρα μας με όφελος και για τις δύο χώρες και τους λαούς τους.
Πάντοτε ήταν επιφυλακτικός απέναντι στις όποιες προσπάθειες φιλελευθεροποίησης στην τουρκική πολιτική, οικονομία και κοινωνία οι οποίες είχαν ξεκινήσει από τον Τουργκούτ Οζάλ για να συνεχιστούν με πισογυρίσματα μέχρι τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας με στροβιλισμούς, διώξεις και δίκες αντιπάλων και ένα αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα.
Ο Νεοκλής Σαρρής δεν παρασύρονταν ούτε από τις σειρήνες μιας επίπλαστης και επιφανειακής ελληνοτουρκικής φιλίας αλλά ούτε και από φθηνούς και εκ του ασφαλούς λεονταρισμούς και μεγαλοστομίες. Σε συζητήσεις με διάφορους για πιθανή διάλυση της Τουρκίας ήταν πάντοτε συγκρατημένος και μιλούσε με επιστημονικά κριτήρια. Επίσης δεν παρέλειπε να τονίσει να τονίζει το γεγονός ότι το τουρκικό κράτος λειτουργούσε με νοοτροπία αυτοκρατορίας πράγμα που πήρε αρκετές δεκαετίες για να γίνει απόλυτα κατανοητό στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα της χώρας μας.
Ως κοινωνικός επιστήμονας ο Νεοκλής Σαρρής δεν στέκονταν μόνο στο ρόλο των ηγετών στην ιστορία αλλά ερευνούσε τις κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωναν τους ηγέτες αυτούς, το δομικό πλαίσιο, τις σχέσεις εξουσίας, καθώς και τους συσχετισμούς δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Για παράδειγμα έλεγε ότι το οθωμανικό σύστημα εξουσίας ακόμα και αν δεν υπήρχε ο Μουσταφά Κεμάλ θα τον είχε δημιουργήσει, και όντως τον είχε δημιουργήσει. Γιατί τι άλλο ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ παρά ένας γνήσιος Οθωμανός αξιωματικός που ενσάρκωνε την ανάγκη του οθωμανικού συστήματος εξουσίας για τη διατήρηση –σωτηρία (kurtuluş) της αυτοκρατορίας; και τί άλλο ήταν ο πόλεμος στη Μικρά Ασία παρά ένας πόλεμος σωτήριας (kurtuluş savaşı) και διατήρησης της αυτοκρατορίας υπό τον πλήρη έλεγχο της κυρίαρχης εθνικοθρησκευτικής ομάδας-μιλλέτ των Μουσουλμάνων-Τούρκων; Επίσης ανέφερε χαρακτηριστικά ότι είχαν ήδη προηγηθεί δύο πρόδρομοι του Μουσταφά Κεμάλ στην προσπάθεια αυτή διατήρησης της:: ο σουλτάνος Αμπντουλχαμήντ ο Β΄ που έθεσε τις ουσιαστικές βάσεις για την τουρκοποίηση της αυτοκρατορίας [3]και ο Ενβέρ Πασάς μέλος της ηγετικής τριανδρίας των Νεοτούρκων οι οποίοι κυβέρνησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1908 ως το 1918 και προχώρησαν σε διώξεις των Ελλήνων και άλλων μη μουσουλμανικών εθνικοθρησκευτικών ομάδων ενστερνιζόμενοι τις αρχές του Τουρκισμού (türkçülük). Ο Μουσταφά Κεμάλ θα ήταν αυτός που θα σφράγιζε τις αλλαγές –μεταρρυθμίσεις των προκατόχων του με καλά μελετημένες κινήσεις και θα οδηγούσε στη διατήρηση- σωτηρία (kurtuluş) της αυτοκρατορίας χωρίς να αλλάξει το σύστημα εξουσίας, δημιουργώντας ένα έθνος-κράτος άξιο κληρονόμο και συνεχιστή της.
Ο Νεοκλής Σαρρής αν και βαθειά οραματιστής δεν κυνηγούσε χίμαιρες αλλά ήταν ρεαλιστής, ένας γνήσιος Κωνσταντινουπολίτης αστός με βυζαντινές και φαναριώτικες ρίζες, ένα γνήσιο τέκνο της Βασιλεύουσας με δυτικό προσανατολισμό, ένας Οικουμενικός Έλληνας που δε χάιδευε τα αυτιά καμίας εξουσίας αλλά αγωνίζονταν για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Το Μεγαλείο και η αξία του Ελληνισμού ήταν πράγματα στα οποία πίστευε ο Νεοκλής Σαρρής, ενώ ο ίδιος απεχθάνονταν τη νοοτροπία και την δουλοπρεπή ιδεολογία της μικρής αλλά υπερήφανου Ελλάδος και της ψωροκώσταινας. Χαρακτηρίστηκα ανέφερε για χώρες της Ευρώπης με μικρότερο πληθυσμό, έκταση, πλουτοπαραγωγικές πηγές και ήσσονος στρατηγικής σημασίας όπως η Ολλανδία ότι δεν είχε ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος στη χώρα αυτή από κανέναν για μικρή Ολλανδία αλλά το μόνο “μικρό” που είχε ακούσει σχετικά ήταν το γάλα μάρκας Μικρή Ολλανδέζα!
Η πορεία του Νεοκλή Σαρρή στον πολιτικό βίο της Ελλάδας ξεκίνησε τη δεκαετία του ΄60 από την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου για να συνεχιστεί μετά τη μεταπολίτευση στην Ένωση Κέντρου Νέες Δυνάμεις με αρχηγό το Γεώργιο Μαύρο που μετονομάστηκε σε Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου-ΕΔΗΚ με αρχηγό τον Ιωάννη Ζίγδη στην οποία και ηγήθηκε μετά το θάνατο του τελευταίου το 1997 και ως το θάνατο του το 2011. Ο Νεοκλής Σαρρής παρέμεινε πιστός στις ιδέες του για έναν δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής πολιτικής ζωής , της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας. Ο ίδιος υπήρξε βαθύτατα ευρωπαϊστής αλλά ταυτόχρονα και ελληνοκεντρικός. Οι θέσεις του για τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα της Ελλάδας ήταν ρεαλιστικές αλλά και επαναστατικές την ίδια στιγμή.
Ο Νεοκλής Σαρρής γεννήθηκε το 1940 στην Κωνσταντινούπολη ως Τούρκος υπήκοος μέλος της μεγάλης ελληνικής κοινότητας της Πόλης. Ο ίδιος ποτέ δεν έπαψε να νοσταλγεί την Πόλη και στο βάθος της ψυχής του θα ήθελε να βρεθεί στις πρώτες θέσεις του Ελληνισμού της Πόλης εκπροσωπώντας τον επάξια βέβαια υπό διαφορετικές συνθήκες.
Αξίζει να γίνει αναφορά στην καταγωγή του Νεοκλή Σαρρή που από την πλευρά του πατέρα του Αλεξάνδρου τραβούσε από την Μακρυνίτσα του Πηλίου από όπου είχε έλθει στην Πόλη ο προπάππος του Αλέξανδρος Σαρρής έμπορος σιτηρών[4]. Η δε μητέρα του είχε αρμένικες ριζές αφού ο πατέρας της μητέρας του ήταν Αρμένιος. Μάλιστα ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε Έλληνα ο αδελφός της παντρεύτηκε αρμένισα και ο ίδιος είχε πολλούς Αρμένιους συγγενείς και διατηρούσε στενές σχέσεις με την αρμένικη κοινότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Σχετικά με την αρμενική του αυτή καταγωγή που μάλλον είχε κάνει εντύπωση στις ελληνικές αρχές ασφαλείας, ο ίδιος ο Νεοκλής Σαρρής διηγούνταν ένα ευτράπελο όταν επί δικτατορίας σε ένα ταξίδι του στη Μακεδονία είχε ανακριθεί από την τότε Χωροφυλακή και ένας από τους ανακριτές του άρχισε να του κάνει ερωτήσεις στην αρμενική γλώσσα.
Ο Νεοκλής Σαρρής έζησε για να δει την αλλαγή της πολιτικής της Τουρκίας απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στα εδάφη της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης η οποία συνεχίζεται με δειλά βήματα και με μεγάλα παζαρέματα μέχρι σήμερα και δεν πρόλαβε να δει την μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε τεμένη κινήσεις για τις οποίες σίγουρα θα έκανε πολύ ενδιαφέροντες και μοναδικούς σχολιασμούς.
Ο Νεοκλής Σαρρής είχε μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και δε δίσταζε ακόμα και να αυτοσαρκάζεται. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη ρήση του ότι η εξουσία δεν έχει αίσθηση του χιούμορ γιατί κατέχεται από ανασφάλεια. Όπως επίσης δε θα ξεχάσω τη ρήση του ότι Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα αλλά και ο Πειραιάς καυτηριάζοντας έτσι το αθηνοκεντρικό κράτος και την αθηνοκεντρική νοοτροπία.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του Νεοκλή Σαρρή έπαιζε η θαυμάσια οικογένεια του που τον έχασε πρόωρα.
Ο Νεοκλής Σαρρής υπήρξε ένα δώρο Θεού για την Ελλάδα, για την επιστήμη ,για την οικογένεια του και για όλους εμάς που τον γνωρίσαμε από κοντά και μεταλάβαμε ευλαβικά από το δισκοπότηρο της απέραντης γνώσης και ανθρωπιάς του , ο Νεοκλής Σαρρής είναι ο Παράδεισος μας!
*Ο Γεώργιος Γκοβέσης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1968, κατάγεται από την Ορεινή Κορινθία και είναι μόνιμος κάτοικος Ξάνθης. Το 1990 αποφοίτησε από το τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1993 έλαβε μεταπτυχιακό Master of Arts Πολιτικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως ως υπότροφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το 2002 αναγορεύθηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών με επιβλέποντα καθηγητή το Νεοκλή Σαρρή..
Βιβλία, επιστημονικές εργασίες και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Σπανίδης Ξάνθη.
[1] Για τη μεγάλη προσφορά του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης στον αγώνα εναντίον της ίδρυσης της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου που περιλάμβανε ολόκληρη τη Μακεδονία με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική, μεγάλο μέρος της Θράκης, καθώς και περιοχές της Ηπείρου, της Αλβανίας και της Σερβίας βλέπε σχετικά Γεώργιος Γκοβέσης « Η Μακεδονία και η Θράκη σε κρίσιμη φάση Ο κίνδυνος απώλειας της Μακεδονίας και της Θράκης για τον Ελληνισμό με τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου το Μάρτιο του 1878 και η αντίδραση των ελληνικών συλλόγων της Κωνσταντινούπολης με υπόμνημα προς τις μεγάλες δυνάμεις». Εκδόσεις Σπανίδης Ξάνθη 2022, Το βιβλίο αναφέρεται στο «Ὑπόμνημα τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Συλλόγων» που συντάχθηκε από τους ελληνικούς συλλόγους της Κωνσταντινούπολης Θρακικό, Ηπειρωτικό, Θεσσαλικό και Μακεδονικό, με επικεφαλής τον Ελληνικό Φιλολογικό σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως στο πλαίσιο των αντιδράσεων των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878) με την οποία έληξε ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος που είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους 1877.
[2] Σαρρής, Νεοκλής (31 Ιανουαρίου 2010). «TO ΠΑΡΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ – ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 33 ΧΡΟΝΙΑ | ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ Ή ΧΑΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ». http://www.paron.gr.
[3]Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι στο άρθρο 18 του πρώτου οθωμανικού συντάγματος kanun-ı esasî που τέθηκε σε εφαρμογή το Δεκέμβριο του 1876 από τον σουλτάνο Αμπντουλχαμήντ τον Β΄ η τουρκική αναγνωρίζονταν ως επίσημη γλώσσα του οθωμανικού κράτους και όσοι θα υπηρετούσαν στο δημόσιο θα έπρεπε υποχρεωτικά να γνωρίζουν τη γλώσσα αυτή. Όμως στις συνεδριάσεις του πρώτου οθωμανικού κοινοβουλίου meclis-i mebûsan που ξεκίνησαν το Μάρτιο του 1877, οι βουλευτές που προέρχονταν από τις επαρχίες μιλούσαν διαφορετικές μεταξύ τους διαλέκτους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα στη στενογράφηση των ομιλιών. Παράλληλα ο λαός της Κωνσταντινούπολης ειρωνεύονταν τους βουλευτές των επαρχιών που μιλούσαν με διαφορετική προφορά και αυτοί με τη σειρά τους ειρωνεύονταν τους Κωνσταντινουπολίτες. Με τον τρόπο αυτό ήρθε στην επιφάνεια και το πρόβλημα της εξέλιξης της τουρκικής γλώσσας., βλέπε σχετικά. .Γεώργιος Γκοβέσης. Λογοτεχνία και Τουρκισμός κατά την ύστερη Οθωμανική περίοδο Το μυθιστόρημα το Ομέρ Σεϊφεττήν ‘’Το ημερολόγιο ενός Αρμένιου νέου’’ – Οι επτά κοιμούμενοι’’ ή ‘’Οι άνθρωποι των σπηλαίων, ». Εκδόσεις Σπανίδης Ξάνθη 2007,σ.37.
[4] Σαρρής, Νεοκλής Ελληνική Κοινωνία και Τηλεόραση, Εκδόσεις Γόρδιος, Αθήνα, Τόμος Β΄, 1992. Σελ 140