Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

28 Οκτωβρίου 1940 – Πώς η Αθήνα αντιμετώπισε την κήρυξη του πολέμου

 

Το ημερολόγιο του Γιώργου Θεοτοκά (Τετράδια ημερολογίου 1939-1953, Βιβλιοπωλείον της Εστίας) είναι μια ανεκτίμητη πηγή για το Έπος του 1940, όπως και για την περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης, αλλά και του Εμφυλίου που ακολούθησε. Στο παρακάτω απόσπασμα (σσ. 169-173) ο Θεοτοκάς μας μεταφέρει την έξαψη που επικρατούσε την μέρα της κήρυξης του πολέμου, το εορταστικό – εθνεγερτικό πνεύμα που επικράτησε.



Κηφισιά, 28 Οκτωβρίου 1940

Ξυπνῶ μέ τίς καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη τοῦ πολέμου καί τὸν πρῶτο συναγερμό. Ἐπιτέλους εἴμαστε μέσα! Ὁ ὡραιότατος καιρός, οἱ καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ἰδιαίτερη, κάποια ἔξαψη που αἰσθάνουμαι ἀμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στο δρόμο, στὰ ἄλλα σπίτια καί στούς κήπους, ὅλα αὐτά προσδίδουν, ἀπό τήν πρώτη στιγμή, στην ἡμέρα πού ἀρχίζει, μιά ὄψη ἑορτάσιμη, πανηγυρική. Ἡ πρώτη μου σκέψη εἶναι: «Το μεσημέρι τὸ ἀργότερο θά ἔρθουν τὰ ἀεροπλάνα νὰ μᾶς βομβαρδίσουν».

Ξεκινῶ γιὰ τὴν ᾿Αθήνα νωρίτερα ἀπό τή συνηθισμένη μου ὥρα. Στό δρόμο, ἐνῶ πηγαίνω πρός τόν Πλάτανο να πάρω τό λεωφορείο, μέ συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι ὅπως μοῦ λέει, που τρέχει να πάει στον Πειραιά νὰ δεῖ τί γίνουνται τα παιδιά της. Εἶναι πανικόβλητη, μοῦ μιλᾶ γιά τήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, για τα πτώματα στούς δρόμους.

Στό λεωφορείο διαβάζω τὴν ἐφημερίδα μου καί ξεχνιοῦμαι. Απάθειά μου. Οἱ ἐπιβάτες μιλοῦν γιὰ τὸν πόλεμο μέ πολλή ψυχραιμία καί κάποτε μέ εὐθυμία.

Μετά τούς ᾿Αμπελοκήπους, μπαίνοντας στην ᾿Αθήνα, ἀντικρύζω την πρώτη πολεμική εἰκόνα καί αἰσθάνουμαι τήν πρώτη συγκίνηση τῆς ἡμέρας. Μιά στρατιωτική μονάδα φεύγει ἀπό τά Παραπήγματα. Οἱ στρατιῶτες εἶναι ἄοπλοι. Εἶναι πολύ νέοι καί καλά ντυμένοι.

Φτάνω στο γραφείο, συζητώ μὲ τὸν ᾿Αλέκο[1] για τίς ἐκκρεμεῖς ὑποθέσεις, ὕστερα βγαίνω στήν ὁδό Βουκουρεστίου. Παντοῦ ὑπάρχει μιά κίνηση ἀσυνήθιστη, ἀλλά τίποτα που να μοιάζει μέ φόβο. Ὁ κόσμος εἶναι γενναῖος καί εὔθυμος, πηγαινοέρχεται στούς δρόμους, συζητεῖ μέ θέρμη, ἀλλά χωρίς ὑπερβολική νευρικότητα.

Ξαναβρίσκω ὅλη τήν ἀπάθειά μου πού εἶχε θαρρεῖς κλονιστεῖ γιὰ μια στιγμή στο λεωφορεῖο. Αἰσθάνουμαι ὅτι ἀνήκω σ’ ἕνα σύνολο πού δέν ἔχασε την αὐτοπειθαρχία του. Το αἴσθημα αὐτό μοῦ δίνει κάποια περηφάνια.

Στή γωνία Βουκουρεστίου καί Σταδίου μιά ἀρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων ἔχει ἐπιτεθεῖ στα γραφεῖα τῆς Ala Litoria[2]. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα καί τά σπάνουν ὅλα, γεμίζουν το δρόμο μέ συντρίμμια καί χαρτιά. Το νεανικό πλῆθος φωνάζει καί γελᾶ. Αἰσθάνουμαι ὅτι μοῦ μεταδίδει τόν ἐνθουσιασμό του, φωνάζω καί ἐγώ καί γελῶ.

Σιγά-σιγά ἡ ᾿Αθήνα παίρνει τὸ ὕφος τῶν μεγάλων ἐθνικῶν ἑορτῶν, κάτι που θυμίζει λ.χ. τὰ Ἑκατόχρονα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀλλά πιο αὐθόρμητα καί πιό νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος οὐρανός. Πλήθη νέων, μέ στολές τῆς ΕΟΝ ἤ μέ πολιτικά, ἔχουν χυθεῖ στούς κεντρικούς δρόμους, μέ λάβαρα, σημαῖες, δάφνες, μουσικές. Κρατοῦν εἰκόνες τοῦ βασιλιᾶ, τοῦ Μεταξᾶ, τοῦ καταδρομικοῦ  Ἕλλη μὲ τὴν ἐπιγραφή: Δέν λησμονοῦμε. Ὁ κόσμος συμμετέχει σ’ αὐτές τίς ἐκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Εἶχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια νὰ δῶ τέτοιο ἐνθουσιασμό στην ᾿Αθήνα. Αἰσθάνεται κανείς ἕνα πάθος μές στὸν ἀέρα, ἕνα φανατισμό, μιά λεβεντιά. Ξύπνησε τό ἑλληνικό φιλότιμο, εἶναι κάτι ὡραῖο. Καί μια τέλεια ἐθνική ἑνότητα. Εἶναι ἡ πρώτη φορά στη ζωή μου που αἰσθάνουμαι τέτοιαν ὁμόνοια να βασιλεύει στον τόπο.

Κανείς δεν σκέπτεται αὐτή τη στιγμή ὅτι ὁ ἐχθρός εἶναι δέκα φορές ἰσχυρότερος, ὅτι ὁ θάνατος κρέμεται ἀπό πάνω μας μέσα σ’ αὐτόν τον λαμπρό οὐρανό. Αἰσθάνουμαι μια μεγάλη ἀγάπη γιά τόνἑλληνικό λαό, μια ἀγάπη γεμάτη ἀλληλεγγύη, στοργή καί ἀντρική ἐκτίμηση. Εἶναι ἕνας ὄμορφος, λεβέντικος, εὐγενικός καί ἔξυπνος λαός, εἶναι ἕνας λαός ποὺ ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὁρισμένους μεγάλους λαούς τοῦ κόσμου καί ἀσφαλῶς πολύ περισσότερο ἀπ’ αὐτούς τους ξιπασμένους που ξεκίνησαν σήμερα νὰ μᾶς κατακτήσουν.

Μοῦ κάνει ἐντύπωση πώς ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ᾿Αθήνας σήμερα, ἀκόμα καί οἱ ἐκδηλώσεις που ἔχουν ἕνα τόνο μίσους καί βίας, γίνουνται μέ κάποιο ὕφος αὐθόρμητης εὐγένειας, μέ κάποια άξιοπρέπεια, μέ κάποιον ὁρμέμφυτο πολιτισμό που ἀπεχθάνεται τή χυδαιότητα καί τήν προστυχιά. Στις κρίσιμες ὧρες οἱ Ἕλληνες βρίσκουν τὸν πιὸ ἀληθινό ἑαυτό τους, ἐνῶ στίς ὁμαλές περιστάσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!

Ἐπιστρέφω στό γραφείο ὕστερα ἀπό ἀρκετή ὥρα, ἀφοῦ συναντῶ στήν ὁδό Σταδίου ἕνα σωρό φίλους, τον Κατσίμπαλη, το Δημαρᾶ, το Σεφέρη, τὸν Ἐλύτη καί ἄλλους. Ο Κατσίμπαλης γρινιάζει, ὁ Σεφέρης τὸν μαλώνει.

Στό δρόμο μέ βρίσκει συναγερμός. Δέν κάνει αἴσθηση σε κανέναν, ὁ κόσμος περιδιαβάζει σα να μή συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δεῖ τὰ ἀεροπλάνα στον οὐρανό. Ὅταν φτάνω στο γραφεῖο ἀντηχοῦν τὰ πρῶτα ἀντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά. Κατεβαίνει ὅλη ἡ πολυκατοικία στο καταφύγιο, δυό γυναῖκες μισολιγοθυμοῦν, καί ἐγώ τίς παρηγορώ.

Ξαναβγαίνω σε λίγο, συναντῶ τὸ Σαραντίδη καί τό Βακαλόπουλο. Ὁ τελευταῖος συγκρίνει τήν ἑορτάσιμη ὄψη τῆς ᾿Αθήνας μὲ τὴν ὄψη πού εἶχε το Παρίσι τη μέρα που ἡ Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο, μιλὰ γιὰ τὴν κατήφεια καί τή μελαγχολία τῶν Γάλλων. Φλυαροῦμε κάμποση ὥρα, ὕστερα πηγαίνω να γευματίσω στον Αβέρωφ καί συναντῶ τὸ Νικολαρεΐζη[3], που μόλις ἔφτασε ἀπό τό ᾿Αργυρόκαστρο ὅπου ἦταν ὑποπρόξενος (οἱ Ἰταλοί εἶχαν ζητήσει ἐπισήμως τήν ἀντικατάστασή του καί ἔτσι συνέβηκε να φύγει λίγο πρίν ἀρχίσουν οἱ ἐχθροπραξίες). Μοῦ μιλᾶ γιὰ τὴ στρατιωτική κατάσταση στην Ἤπειρο, για το χαμηλό ἠθικό τῶν Ἰταλῶν, γιὰ τὸ ἐξαίρετο ἠθικό τῶν δικῶν μας. Βγαίνουμε μαζί ἀπό τό ἑστιατόριο. Στο δρόμο ξανά συναγερμός, ἀντιαεροπορικά πυρά κ.λπ. Μπαίνουμε μια στιγμή να προφυλαχτούμε σ’ ἕνα μπάρ, ὕστερα παρακολουθοῦμε ἀπό τή γωνία Βουκουρεστίου καί Πανεπιστημίου τέσσερα ἐχθρικά ἀεροπλάνα ποὺ ἀπομακρύνονται. Αρκετός κόσμος τα παρακολουθεῖ καί τά σχολιάζει μέ μπρίο.

Πηγαίνω στο σπίτι, προσπαθῶ νὰ διαβάσω Σολωμό ἐνῶ ἀντηχεῖ ξανά συναγερμός. Ὕστερα συλλογίζουμαι ὅτι αὐτό εἶναι σὰ νὰ κρατῶ κάποια πόζα στον ἑαυτό μου. Κλείνω το Σολωμό, ἀλλά μένω στο δωμάτιό μου καί δέ συλλογίζουμαι να κατέβω να προφυλαχτώ.

Τό ἀπόγευμα προσπαθῶ νὰ τηλεφωνήσω στον ῎Αγγελο Τερζάκη ποὺ μοῦ ἔγραψε ἕνα συγκινητικό (καί σήμερα πολύ ἐπίκαιρο) γράμμα για το Λεωνή. Δέν κατορθώνω νὰ ἐπικοινωνήσω μαζί του, μαθαίνω ὅτι ἔχει προσκληθεῖ. Ἡ δική μου κατηγορία δέν καλεῖται πρός το παρόν.

Περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθῶ την κίνηση τῶν ἐπιστράτων που πηγαίνουν συνεχῶς νὰ καταταγοῦν μὲ τὰ μπογαλάκια τους καί σχεδόν ὅλοι ξεσκούφωτοι. Γελοῦν, φλυαροῦν, χειρονομοῦν ζωηρά. Ως τις 5 μ.μ. περίπου που φεύγω για την Κηφισιά ἡ ᾿Αθήνα διατηρεῖ τὴν ἑορτάσιμη ὅψη της.

Ἐδῶ στην Κηφισιά ἄκουσαν καί το θόρυβο τῆς μπόμπας. Θὰ εἴχανε σημαδέψει τό ἀεροδρόμιο στο Τατόι. Στήν ᾿Αθήνα δέν ἀκούσαμε μπόμπες.

28 κτωβρίου (νύχτα)

Μοῦ τηλεφώνησε ὁ Τερζάκης, φεύγει αύριο.

Μαυρίλα καί ἡσυχία βαριά. Παράξενη ἡσυχία. Περίμενα ὅτι θὰ εἶχαν συμβεῖ ἀπόψε περισσότερα γεγονότα. Μα στην Πάτρα σκότωσαν ἀρκετό κόσμο καὶ ἐξάλλου ἔχουμε τη νύχτα μπροστά μας. ῎Αν ζήσουμε θὰ ἔχουμε να λέμε ἱστορίες.

29 Οκτωβρίου

Το πρωί ἡ ᾿Αθήνα ἔχει περίπου ξαναβρεῖ τή συνηθισμένη όψη της, μόνο που οἱ δρόμοι παρουσιάζουν μια κίνηση περισσότερη.

Γευματίζω με τους Καστανάκηδες καί τό Σαραντίδη. Ο Καστανάκης ὑπέρποτε ἐνθουσιώδης.

Το μεσημέρι ἀναγγέλλεται ἐπίσημα ὅτι το βράδι θα μεταδοθεῖ κάποια εὐχάριστη εἴδηση.

Τό ἀπόγευμα, ὅταν βγαίνω στο δρόμο κατά τις 5 μ.μ., βρίσκω μιά ᾿Αθήνα ἄνω-κάτω. Κυκλοφοροῦν ἀπό στόμα σε στόμα διαδόσεις καταπληκτικές: πήραμε την Κορυτσά, ἄλλοι λένε το ᾿Αργυρόκαστρο, προχωροῦμε πρός τα Τίρανα, συλλάβαμε 30.000 αἰχμαλώτους καί ἕνα στρατηγό. ῎Αλλη σειρά διαδόσεων που κυκλοφορεί ἀπό τό πρωί: ἡ Ἰταλία δε θέλει να πολεμήσει ἀληθινά, ὁ Ἰταλός πρέσβης παρουσιάστηκε στο Μεταξᾶ καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐμπόλεμοι καί ὅτι δὲ θέλει να φύγει ἀπό τήν Αθήνα κ.λπ. Ἐπίσης γίνεται λόγος για κάποια ἐπιτυχία μας στη θάλασσα.

Παντοῦ ἕνα κύμα αἰσιοδοξίας που φτάνει τὰ ὅρια τῆς ὑπερβολῆς. Οἱ διαδόσεις αὐτές εἶναι τόσο φουσκωμένες ὥστε μέ κάνουν κάπως νὰ ἀνησυχώ.

Πηγαίνω στο λεύθερον Βήμα, ὅπου μοῦ λένε να μην πιστεύω τίποτα ἀπ’ αὐτά. Ως φαίνεται, λένε, κρατοῦμε τις θέσεις μας καί κάνουμε μια μικρή ἀντεπίθεση που ἐπέτυχε, αὐτό εἶναι ὅλο. Μακάρι νὰ εἶναι ἀλήθεια, δὲ ζητῶ περισσότερα.


[1] Ἐννοεῖ τὸν νομικό ᾿Αλέκο Καλοβιδούρη, συμφοιτητή, συνεργάτη και στενό του φίλο.

[2] Ιταλική ἀεροπορική εταιρεία.

[3] Ο Δημήτριος Νικολαρεΐζης (1908-1981) ἦταν κριτικός, δοκιμιογράφος καί χρημάτισε διπλωμάτης.