Θ. Μαλκίδης
Μνήμη εισβολής και κατοχής, μνήμη ψευδοκράτους, μνήμη πεσόντων και αγνοουμένων, μνήμη Ισαάκ και Σολωμού.
Με την Τουρκική εισβολή, πριν 23+20 χρόνια στην Ελληνική Κύπρο και 20 χρόνια από τη δολοφονία των εθνονεομαρτύρων Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού, υλοποιήθηκαν δύο από τις πιο φασιστικές πράξεις που έχουν γίνει στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και από τότε ο φασισμός που δολοφόνησε και κρατά όμηρο τον ελληνικό λαό της Κύπρου (αγνοούμενοι και συγγενείς, «εγκλωβισμένοι» και άλλα εγκλήματα) και ο ρατσισμός που ξεκινά από την εγκατάσταση των εποίκων και καταλήγει στο βιασμό του πολιτισμού προς όφελος της Τουρκοποίησης, συνεχίζεται.
Υπάρχει νομιμοποίηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας στην Αθήνα και τη Λευκωσία να συνδιαλέγεται και να διαπραγματεύεται την Κύπρο και το δικαίωμά του Ελληνισμού στο μέλλον και την ελληνικότητά του με τους εκπροσώπους του κατακτητή, του ψευδοκράτους;
Μπορεί μία ηγεσία, πολιτική και διανοητική να φαντασιώνεται ελληνοτουρκικές φιλίες με δεδομένη την εισβολή και την κατοχή, με γνωστά τα εγκλήματα του κατακτητή;
Η υπόθεση της Κύπρου δεν είναι ζήτημα μίας υποτίθεται πολιτικής και πνευματικής τάξης - ελίτ, η οποία κατά καιρούς εφευρίσκει νέους όρους και «σχέδια» για να νομιμοποιήσει την αποκαλούμενη «λύση», να εδραιώσει τα τετελεσμένα της φασιστικής τουρκικής εισβολής και κατοχής, να διαιωνίσει το ζήτημα των αγνοουμένων και των εποίκων, ουσιαστικά να εγκαταστήσει με ελληνική υπογραφή τον Τουρκικό φασισμό σε όλη την Κύπρο.
Γιατί η λύση δεν μπορεί ποτέ να στηριχθεί στο ρατσισμό, στη διαιώνιση της αδικίας, στο διαχωρισμό, στη χυδαιότητα, στην ανηθικότητα.
Η επιβίωση του Ελληνισμού της Κύπρου δε μπορεί να στηρίζεται στην πολιτική και στρατιωτική ομήρεια, στα (ψευτο) διλήμματα, αλλά μόνο στις αρχές και τις αξίες, στις ελληνικές έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
Δεν υπάρχει η νομιμοποίηση, ούτε η αποδοχή στην κοινωνία για υποχωρήσεις, τόσο στην Κύπρο και βεβαίως στο Αιγαίο και τη Θράκη. Η τριτοκοσμική οδός της συνδιαλλαγής με τους Τούρκους φασίστες κατακτητές, αποτελεί πισωγύρισμα και υποχώρηση προς τον εισβολέα, σημαίνει την ίδια ακολουθούμενη (αποτυχημένη) οδό των 20+23 ετών.
Η υπόθεση της Κύπρου δεν είναι ζήτημα μίας υποτίθεται πολιτικής και πνευματικής τάξης - ελίτ, η οποία κατά καιρούς εφευρίσκει νέους όρους και «σχέδια» για να νομιμοποιήσει την αποκαλούμενη «λύση», να εδραιώσει τα τετελεσμένα της φασιστικής τουρκικής εισβολής και κατοχής, να διαιωνίσει το ζήτημα των αγνοουμένων και των εποίκων, ουσιαστικά να εγκαταστήσει με ελληνική υπογραφή τον Τουρκικό φασισμό σε όλη την Κύπρο.
Γιατί η λύση δεν μπορεί ποτέ να στηριχθεί στο ρατσισμό, στη διαιώνιση της αδικίας, στο διαχωρισμό, στη χυδαιότητα, στην ανηθικότητα.
Η επιβίωση του Ελληνισμού της Κύπρου δε μπορεί να στηρίζεται στην πολιτική και στρατιωτική ομήρεια, στα (ψευτο) διλήμματα, αλλά μόνο στις αρχές και τις αξίες, στις ελληνικές έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
Δεν υπάρχει η νομιμοποίηση, ούτε η αποδοχή στην κοινωνία για υποχωρήσεις, τόσο στην Κύπρο και βεβαίως στο Αιγαίο και τη Θράκη. Η τριτοκοσμική οδός της συνδιαλλαγής με τους Τούρκους φασίστες κατακτητές, αποτελεί πισωγύρισμα και υποχώρηση προς τον εισβολέα, σημαίνει την ίδια ακολουθούμενη (αποτυχημένη) οδό των 20+23 ετών.