Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Εμείς ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν



 Κολοκοτρώνης και Φωτάκος, Κασομούλη και  Μακρυγιάννης, διακόσια χρόνια μετά : Ή Ελευθερία ή Θάνατος ! 


Η συνομιλία του Κολοκοτρώνη με τον στρατηγό Χάμιλτον, όπως τον αναδιηγείται ο υπασπιστής του Φωτάκος: «Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι: “Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”. 


“Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον».


Ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές-ιστορικούς της Επανάστασης, ο Νικόλαος Κασομούλης, συνεργάτης του Στουρνάρη και Καραϊσκάκη, που το 1826 βρίσκεται μεταξύ των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι, γράφει στα «Ενθυμήματά» του: 

«Προβλέποντες εις πόσην αδράνειαν έμελλεν να πέση η κυβέρνησις προσέχουσα (διά της εκλογικής επιτυχίας) να βασταχθή και εις το μέλλον, έχοντες (και) τόσα (άλλα) παραδείγματα, ότι όσαις φοραίς συνήρχετο (εις Συνέλευσιν) το Έθνος, εχάναμεν ένα μέρος (της Ελληνικής Επικρατείας) από την αφροντισίαν των πολιτικών αρχών και από τας προσωπικάς μεταβολάς του Εκτελεστικού, όλοι οι οπλαρχηγοί και οι στρατιώται σχεδόν αγανάκτησαν λέγοντες ότι:-Τι θέλουν (την) Συνέλευσιν, και δεν αφίνουν να εξακολουθούν να μας προμηθεύουν αυτοί (ημείς να πολεμούμεν) έως να διώξωμεν τον εχθρόν-και τότες να κάμουν όπως θέλουν;».


Αλλά και τη διαχρονική τακτική της αυθαιρεσίας και της κατακτητικής βουλιμίας των Τούρκων μάς υπενθυμίζει ένα ανέκδοτο, προφανώς, των «Στρατιωτικών Ενθυμημάτων»: «Εν τω μεταξύ τούτω ήλθεν είδησις ότι ετοιμάζεται η εχθρική Αρμάδα και ότι το πρώτον αντικείμενόν της θέλει είναι η νήσος Ψαρά-να την εξοντώση· διότι ο Σουλτάνος, βλέπων ταύτην εις την χάρταν τόσον μικρήν και θαυμασίαν, την ξέγραψεν με το μαχαιρίδιον...».

Το κορυφαίο, ωστόσο, παράδειγμα της πεζογραφίας του Αγώνα συνιστούν τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, «του πιο σημαντικού πεζογράφου της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας», κατά τον Σεφέρη. Οι αφυπνιστικές προτροπές του κομίζουν μηνύματα άκρως επίκαιρα:


«Εγώ έχω να σας ειπώ ότι πρέπει να κάμωμεν[...]εκείνο οπού είναι συνφέρον εις την πατρίδα μας.[...]Κι αν φαντάζεστε οπού ’στε δυνατοί εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί κ’ εμείς αδύνατοι, θα κάμωμεν το χρέος μας κ’ εμείς οι αδύνατοι·[...].Ότι μας έφαγαν πλέον οι ξένοι ως γλάροι. Και καλύτερα βάλτε τη θέλησή σας εις ενέργεια μίαν ώρα αρχύτερα να μπούμεν σε καλόν δρόμον». «...γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος[...]οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ’διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ’μάς τους στρατιωτικούς,[...]σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ως την σήμερον, οπού δεν θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν».

Από το βιβλίο Θεοφάνης Μαλκίδης. 1821. Λευκωσία : Αιγαίον 2021.