Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Γενοκτονία : «Τα τατουάζ της γιαγιάς» λένε πάντα την αλήθεια......


Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο 
 
Γυναίκες που δεν ήθελαν να ακουμπούν κανέναν ούτε και να τις ακουμπάει κανείς- ακόμα και αν επρόκειτο για τα ίδια τους τα παιδιά ή τα εγγόνια. 

Όλες τους αρμενικής καταγωγής είχαν την ίδια τραυματική μοίρα κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915, καθότι ως κορίτσια εξαναγκάστηκαν με τους πιο κτηνώδεις τρόπους να γίνουν «νύφες» Τούρ­κων και Κούρδων και να γεννήσουν τα παιδιά τους. Είναι οι γυναίκες που τις σημάδευαν με τατουάζ στα χέρια, το πρόσωπο και το σώμα τους ως ένδειξη υποταγής και σκλαβιάς.


 
Αντικρίζοντας τα φωτογραφικά πορτραίτα Αρμενίων γυναικών με τα τατουάζ, το πρώτο που διαπιστώνει κανείς είναι τα σφιγμένα τυραννισμένα χείλη και το «άδειο» παγωμένο βλέμμα.
Μοιάζουν με τσακισμένες μαντόνες που τις βεβήλωσαν με τον πλέον βάναυσο τρόπο αλλά ποτέ δεν έλαβαν δικαίωση ούτε και άφεση.
 
Έτσι μόνες και αβοήθητες όπως ξεκίνησαν για την προσωπική τους κόλαση, έτσι παρέμειναν σε όλη τους τη ζωή, φαντάσματα των πικρών αναμνήσεών τους, αιχμάλωτες της οδύνης και της αδυσώπητης οργής που τους έτρωγε τα σωθικά.
 
Αυτά ήταν τα εκατοντάδες κορίτσια αρμενικής καταγωγής που κατά τη γενοκτονία του 1915 υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση και δια της βίας έγιναν οι παλλακίδες των Τούρκων και Κούρδων απαγωγέων τους. Εκείνων που τις σημάδευαν με τατουάζ στα χέρια, το πρόσωπο και το σώμα ως ένδειξη κτήσης, υποδούλωσης αλλά και για να ξεχωρίζουν από τις άλλες «τίμιες» οθωμανές γυναίκες.
Μετά από κάποια χρόνια χρήσης τους ως «αντικείμενα» ευτελούς αξίας και σημασίας και αφού γέννησαν παιδιά ως αποτέλεσμα των κατά εξακολούθηση βιασμών τους, κάποιες επιστράφηκαν ή απελευθερώθηκαν με τη συμβολή αρμενικών και διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Μόνο που αποτελούσαν ταμπού για τον αρμενικό λαό και αντί να βρουν συμπαράσταση και παρηγοριά, περιφρονήθηκαν. Γεγονός που προκάλεσε ένα βραδυφλεγές ντόμινο από αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Μιαρές και ανεπιθύμητες
Οι γυναίκες με τα τατουάζ δεν είχαν θέση πουθενά -ούτε στους βασανιστές τους ούτε στους ομοεθνείς τους- και ας ήταν από τα πλέον μαρτυρικά θύματα ενός επιμελώς προμελετημένου σχεδίου εθνοκάθαρσης. Επειδή το αρμενικό περιβάλλον τις απέρριπτε ως ντροπιασμένες, μιαρές και ακάθαρτες, μην έχοντας άλλη επιλογή κάποιες επιχείρησαν να γυρίσουν και πάλι στους Τούρκους. ΄Άλλες προωθήθηκαν σε διάφορους προορισμούς, όπως στη Βηρυτό, στο Λίβανο, στη Μασσαλία και στις ΗΠΑ. Είναι δε ενδεικτικό ότι κατά το 1924 σχεδόν μαζικά οι περισσότερες έκαναν στη Βηρυτό επανόρθωση του παρθενικού τους υμένα. ΄Όμως το παρελθόν τους φαινόταν από τα τατουάζ.
΄Ήταν καταδικασμένες κάθε μέρα της ζωής τους να βλέπουν αυτά τα σημάδια πάνω τους, ως διαρκή υπενθύμιση της φρίκης που βίωσαν. Μερικές έριξαν οξύ για να τα εξαφανίσουν, παραμορφώνοντας το πρόσωπο και το σώμα τους. Μια πράξη απελπισίας χωρίς έλεος.
Γιατί γιαγιά φοράς άσπρα γάντια;
Αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να παραπέμπει στο παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας με τον κακό λύκο που έχει μεταμφιεστεί σε γιαγιά της για να την καταβροχθίσει. ΄Όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο σε μια ιστορία απόλυτα αληθινή.
Έζησαν και οι τρεις στην έρημο για χρόνια υπακούοντας τις αρχές του Ισλάμ, με αλλαγμένα ονόματα. Η Λουτσία ως Νεσεκέ, η αδερφή της ως Χανούμ και η μητέρα τους ως Μαριάμ από Μαρκρίντ.
Η ιστορία τους αποτέλεσε κοινό μυστικό, που για χρόνια δεν επιτρεπόταν να συζητηθεί, καθώς τα στόματα είχαν σφραγίσει ερμητικά.
Όταν η δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Σουζάν Χαρνταλιάν, εγγονή της Χανούμ, έμαθε με πολύ προσπάθεια την αλήθεια από την μητέρα της, χρόνια αργότερα γύρισε το ντοκιμαντέρ «Τα τατουάζ της γιαγιάς» (Grandma's Τattoos) στο οποίο καταγράφεται η ιστορία της βίαιης αρπαγής χιλιάδων νεαρών γυναικών και κοριτσιών κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915.
«Η γιαγιά μου ήταν μόλις 12 χρόνων όταν την άρπαξαν και την ανάγκασαν να ζήσει επί εφτά χρόνια με έναν άντρα. Δεν την αγάπησα ούτε εκείνη εμένα. Επίσης ο πατέρας μου -τον οποίο γέννησε αφότου την επέστρεψαν- ήταν το ίδιο απόμακρος και καθόλου εκδηλωτικός. Δεν τον είχε χαϊδέψει ούτε μια φορά. ΄Όσο τη θυμάμαι φορούσε άσπρα γάντια. Για να μη μαθευτεί το μυστικό».
Η εικόνα της Χανούμ, στη μνήμη της Χαρνταλιάν, έχει συνδεθεί με ένα ζευγάρι λευκά γάντια. Τη θυμάται να τα φορά πάντα στα χέρια της, ως μια προσπάθεια να καλύψει τα τατουάζ της και ίσως μέσω του λευκού χρώματος να εξαγνιστεί.
Αλλά και η 98χρονη αδελφή της γιαγιάς της η Λουτσία, που ζούσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ, αρνούνταν πεισματικά τα γεγονότα επαναλαμβάνοντας εξοργισμένη ότι «απλά τότε τα παιδιά παίζοντας, έκαναν τατουάζ».
Το «κληρονομικό» τραύμα
Τα επάρατα αυτά τατουάζ δεν στιγμάτισαν μόνο τα σώματα αυτών των δύστυχων κοριτσιών που σε τρυφερή ηλικία απήχθηκαν, βιάστηκαν και εξαναγκάστηκαν να ζήσουν στις ερήμους της Συρίας και του Ιράκ, αλλά σφράγισαν με τον πιο βασανιστικό τρόπο τόσο την ίδια τους την ύπαρξη όσο και των οικογενειών τους.
Τα παιδιά τους μάθανε να μιλούν ψιθυριστά για τις ψυχρές και απόμακρες μητέρες τους, για να μην ακούσουν το σκοτεινό μυστικό της ντροπής τα δικά τους παιδιά και έτσι μάθουν την αλήθεια για τις «ατιμασμένες» γιαγιάδες τους με τα τατουάζ.
Ολόκληρες οικογένειες στην προ­σπά­θειά τους να αισθανθούν «φυσιολογικές» υποχρεώθηκαν να σιωπούν για λόγους καθωσπρεπισμού αποκρύπτοντας απελπισμένα το πιο μελανό και επώδυνο κομμάτι της ιστορίας τους.
Με βάση τα αποτελέσματα μιας ανθρωπολογικής-κοινωνιολογικής μελέτης που δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή έκδοση της επιθεώρησης British Medical Journal, ο βιασμός αμάχων σε καιρό πολέμου αποτελεί πάγια τακτική εκφοβισμού, στόχος της οποίας δεν είναι τόσο να πλήξει τη σωματική ακεραιότητα, όσο να επιτύχει την πλήρη ψυχολογική και κοινωνική εξόντωση μεμονωμένων ατόμων, κυρίως γυναικών, οδηγώντας έτσι στη σταδιακή αποδιοργάνωση ολόκληρων κοινοτήτων.
Φαίνεται λοιπόν ότι η βία και η εθνοκάθαρση που χρησιμοποιούνται ως πολεμικές στρατηγικές είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος να εξοντώσεις τον αντίπαλο. Διότι τον πλήττεις «γενετικά», προκαλώντας τραύμα που στοιχειώνει και τις επόμενες γενιές.
Ταυτόχρονα όμως του προκαλείς ένα άσβεστο πείσμα να συνεχίσει να υπάρχει και να απαιτεί δικαίωση.
 
Από την Έλενα Κιουρκτσή στο.armenika