Τὸ πρῶτο πρᾶγμα πού σοῦ ἀποπνέει ἡ ὑπέροχη ταινία «Ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» (Man of God), πρὶν ἀκόμα φτάσει στοὺς τίτλους τέλους, εἶναι πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο ποὺ «βλέπεται» μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιτυχία της.
Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσεγγιστεῖ ἀλλιῶς ἡ ζωὴ ἑνὸς Ἁγίου ποὺ κέρδισε τὴν... αἰωνιότητα μὲ τὸ μεγαλεῖο τῆς φλογερῆς καρδιακῆς πίστης του, κόντρα σὲ ὅλες τὶς ἀντιξοότητες. Τὰ ἴχνη ποὺ ἄφησε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔρεε ἀνόθευτη ἀγάπη, μόνο μὲ τὴν καρδιά σου μπορεῖς νὰ τὰ ἀκολουθήσεις.
Η Yelena Popovic, φαίνεται πὼς ἤθελε νὰ ἀποδώσει τὸν βίο τοῦ Ἁγίου, μὲ τρόπο ἐσωτερικό, πνευματικό, πρᾶο, ταπεινό, χωρὶς πομπώδεις σκηνὲς καὶ σκηνοθετικὰ τρίκ, στημένα γιὰ νὰ κλέψουν ἐντυπώσεις.
Δὲν χρειάζονταν ἄλλωστε. Παρακολουθεῖς τὰ στιγμιότυπα τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀσκητῆ ποὺ ἀγωνίζεται μέσα στὴν τρέλα τοῦ κόσμου. Καὶ ἀσκητισμὸς σημαίνει ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, ἀκόμα καὶ ἂν παραμένεις ἐντός τοῦ κόσμου. Νὰ ἡσυχάζεις καθὼς κλείνεις τὰ αὐτιά σου στὴ βουὴ τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος. Νὰ ἀφήνεις χῶρο στὴ ψυχή σου γιὰ νὰ ἀκούσεις τί ἔχει νὰ πεῖ. Νὰ κάνεις ἡσυχία γιὰ νὰ ἀκουστεῖ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς σοῦ προκαλεῖ «Ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ τὴν οὐράνια γεύση ἀσκητισμοῦ σοῦ μεταφέρει. Σιωπᾶς καὶ πέφτεις σὲ περισυλλογή, βλέποντας τὴ μαρτυρικὴ ζωὴ ἑνὸς Ἁγίου ποὺ ὑπέμεινε τὰ πάνδεινα καὶ παρόλα αὐτὰ ζητοῦσε ταπεινὰ συγγνώμη ἀπὸ τοὺς διῶκτες του. Καὶ μοιραία πέφτεις σὲ συγκρίσεις μὲ τὴ μικρότητά σου. Καὶ σιωπᾶς περισσότερο.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται ὁ Ἄρης Σερβετάλης σὰν Ἅγιος Νεκτάριος στὴν ὀθόνη, ὁ θεατὴς νοιώθει «παγιδευμένος» ἀπὸ τὴ μορφή του καὶ κυριολεκτικὰ δὲν μπορεῖ νὰ πάρει τὰ μάτια του ἀπὸ πάνω του.
Η Popovic μὲ τὰ ἐξαιρετικὰ πλάνα της, ἐκμεταλλεύεται στὸ ἔπακρο τὴν ἐκπληκτικὴ ἑρμηνεία τοῦ πρωταγωνιστῆ, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικὰ σὲ μαγνητίζει μὲ τὸν τρόπο ποὺ χειρίζεται τὸ πρόσωπό του, τὸ βλέμμα του, τὶς ἐκφράσεις του, τὶς κινήσεις του, τοὺς λόγους του. Ὁ Ἄρης Σερβετάλης καταφέρνει νὰ μονοπωλεῖ τὴν προσοχή σου, τόσο ὅταν μιλᾶ, ὅσο καὶ ὅταν δὲν λέει ἀπολύτως τίποτα. Καταφέρνει νὰ ἐκπέμπει μία πνευματικότητα ποὺ σὲ ἀφήνει ἄναυδο.
Ἡ φωτογραφία τῆς ταινίας εἶναι ἐξαιρετική, μὲ ὑπέροχα πλάνα νὰ σὲ συνοδεύουν καθ’ ὅλο τὸ μῆκος της, χωρὶς ὅμως νὰ σοὺ ἀποσποῦν τὴν προσοχὴ ἀπὸ τὸ ἐπίκεντρο ποὺ παραμένει σταθερὰ ἡ μορφὴ τοῦ Ἁγίου. Τὰ σκηνικὰ εἶναι καλοβαλμένα καὶ ἀληθοφανῆ μὲ προσεγμένη τὴν κάθε λεπτομέρεια. Φανταστικὴ δουλειὰ ἔχει γίνει καὶ στὰ κοστούμια ὅπου ἡ Εὕα Νάθενα, ἀπέδωσε τέλεια τὸ ἐνδυματολογικὸ στὺλ τῆς ἐποχῆς.
Ἡ θαυμάσια μουσικὴ τοῦ Zbigniew Preisner, ἀκολουθεῖ καὶ αὐτὴ μὲ λιτὸ τρόπο τὸν βίο τοῦ Ἁγίου, διανθίζει τὶς σκηνὲς τῆς ταινίας χωρὶς νὰ τὶς ὑπερκαλύπτει, οἱ γλυκοὶ Βυζαντινοὶ ψαλμοὶ ποὺ ἀκούγονται σὲ διάφορα στιγμιότυπα δένουν ἄριστα μὲ τὴν πνευματικότητα ποὺ ἐκπέμπεται καὶ ἀσφαλῶς ἡ ἐπιβλητικὴ καὶ μεγαλειώδης φωνὴ τῆς Lisa Gerrard τῶν Dead Can Dance, ἀπογειώνει τὴ μουσικὴ παλέτα.
Οἱ ἑρμηνεῖες ὅλων τῶν ἠθοποιῶν εἶναι ἀξιόλογες καὶ ἀπόλυτα ἐναρμονισμένες μὲ τὸ ὕφος τῆς ταινίας. Ξεχωρίζει ἡ ἑρμηνεία τοῦ Χρίστου Λούλη ὡς διευθυντῆ τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, μὲ ἕναν ρόλο – ἀρχέτυπό του ἄθεου/ἀγνωστικιστῆ ποὺ πασχίζει μάταια νὰ βρεῖ ἀπαντήσεις γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς, παλεύοντας παράλληλα νὰ καταπνίξει τὴν ἐσωτερικὴ φωνὴ ποὺ φωνάζει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι δίπλα σου, ἀρκεῖ νὰ κάνεις πέρα τὸν ἐγωισμό σου καὶ νὰ τοῦ ἁπλώσεις τὸ χέρι.
Αὐτὴ τὴν «ἐνοχλητικὴ» ἐσωτερικὴ φωνή, τὴν μετέτρεπε σὲ ἐκκωφαντικὸ ἦχο σάλπιγγας ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, χωρὶς νὰ κάνει ἀπολύτως τίποτα. Χωρὶς νὰ παρεμβαίνει πουθενά. Μόνο καὶ μόνο μὲ τὸ ἁγιασμένο παράδειγμά του.
Ἀκόμα ξεχωρίζει ἡ ἑρμηνεία τοῦ ταλαντούχου Alexander Petrov (σὰν Κώστας), ὡς βοηθοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ποὺ ζητᾶ ἀπεγνωσμένα ἀπονομὴ δικαιοσύνης γιὰ τὶς ἀδικίες ποὺ γίνονται στὸν Ἅγιο, μάταια ὅμως, γιατί ὅπως τοῦ ἀποδεικνύει ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχει τὸν τελικὸ καὶ τὸν αἰώνιο λόγο καὶ ὄχι ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων.
Ἀσφαλῶς ξεχωρίζει καὶ ἡ ὑπέροχη καὶ τόσο δυναμικὴ ἑρμηνεία τῆς Καριοφυλλιᾶς Καραμπέτη ὡς μία μαινόμενη μάνα μοναχῆς (Τόνια Σωτηροπούλου), ἡ ὁποία συκοφάντησε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο κατηγορώντας τὸν γιὰ σκάνδαλα ποὺ δὲν εἶχαν καμία σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα, ἄλλα καὶ ἡ τόσο συγκινητικὴ ἑρμηνεία τοῦ Mickey Rourke, ποὺ ἔδωσε μία συγκλονιστικὴ νότα, στὴ τελευταία σκηνὴ τῆς ταινίας.
Ὁ «Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἀναμφίβολα μία «βαριὰ» ταινία. Στενάχωρη καὶ ἀσήκωτη, ὅπως ἦταν καὶ ὁ ἡρωικὸς βίος αὐτοῦ του ἔνδοξου ἀθλητῆ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως. Παρακολουθώντας τὴν, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀρχίσει νὰ σὲ κατατρώει ἕνα μεγάλο «γιατί», γιὰ ὅλες τὶς ἀδικίες καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ὑπέστη. Ἀγανακτεῖς μὲ τὸν κατατρεγμὸ ποὺ βίωσε σὲ ὅλη τὴ ζωή του.
Βλέποντας ὅμως τὸν Ἅγιο νὰ στέκεται βουβὸς ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη ἀδικία, ἄλλα νὰ δείχνει τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ δάχτυλο, αὐτὸ τὸ πρῶτο, τὸ αὐθόρμητο «γιατί» ἀρχίζει νὰ ξεθωριάζει μέσα σου.
Καθὼς τὸ ταξίδι τῆς ταινίας βαδίζει πρὸς τὸ τέλος του, νοιώθεις νὰ χάνουν τὴν ὅποια αἴγλη τους λέξεις ὅπως: ἐξουσία, φήμη, δόξα, ἀξιώματα, περιουσία. Τὰ σβήνει ὅλα ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν ἀστραποβόλα βιοτή του.
Καὶ ὅσο τὸν παρακολουθεῖς νὰ παραδίνεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δοξάζεται, τόσο νοιώθεις νὰ βυθίζεται καὶ ἡ καρδιά σου σὲ μία ἐσωτερικὴ εἰρήνη, σὲ μία γλυκιὰ ἡσυχία, σὲ μία πολύτιμη χαρμολύπη, ποὺ σὲ συνοδεύει φεύγοντας, ἔχοντας ξεχάσει ὅλα τὰ «γιατί».
Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Ἀνδρώνης