Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

Μάρκος Μπότσαρης

 


8-9 Αυγούστου 1823.

Μάχη στο Κεφαλόβρυσο. 

Θάνατος του Στρατηγού Μάρκου Μπότσαρη.


Βρισκόμαστε στον τρίτο χρόνο της Επανάστασης, που άναψε πια σ’ όλη την Ελλάδα, μαζί δυστυχώς με τις εμφύλιες διαμάχες των Ελλήνων. 


Στις αρχές του 1823 έχουμε για την Ευρυτανία το θρίαμβο του Καραϊσκάκη με την εξολοθρευτική για τους Τούρκους «μάχη της Κορομηλιάς» στον Άη Βλάση, της Ευρυτανίας τότε. 


Το 1823 παρουσιάζεται μια γενική δραστηριότητα και οργανωμένες εξορμήσεις των Τούρκων σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Έλληνες απασχολούμενοι με τις εσωτερικές τους διαφορές, δεν έχουν να παρουσιάσουν παρά άκαρπες ή ασήμαντες παρουσίες.


Οι Τούρκοι νοιώθουν τότε την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν τη Δυτική Στερεά και ολόκληρη τη Ρούμελη στέλνοντας εκεί τις πολυάριθμες στρατιωτικές τους δυνάμεις. 

Έτσι, το καλοκαίρι του 1823 ο Μουσταής πασάς της Σκόντρας άρχισε να κατεβαίνει με κατεύθυνση προς το Μοριά για να καταπνίξει την επανάσταση. 

Ο πασάς καθώς έμπαινε σχεδόν ανενόχλητος στα Άγραφα, ειδοποιούσε και υποσχόταν συγχώρεση σε όλους τους καπεταναίους εκτός από τον «άσι – Μάρκ», τον αντάρτη Μάρκο Μπότσαρη.


Μέσω Βούλπης ο Σκόντρας έφτασε και μπήκε στο Καρπενήσι, περνώντας από τη θέση Άη Θανάσης. 

Παράλληλα με τον ίδιο το πασά έφτασαν στην περιοχή και άλλα δύο εκστρατευτικά σώματα. 

Το ένα με αρχηγό τον Άγο Βασιάρη και το άλλο με τον Τζελαλεντίν μπέη. 


Ο Μουσταής και ο στρατός του εγκαταστάθηκαν στο Καρπενήσι. 

Τα άλλα δύο σώματα έφτασαν και αυτά στην πόλη και εγκαταστάθηκαν στα περίχωρά της. 

Συνολικά ο στρατός αυτός αποτελούνταν από 12.000 στρατιώτες. 

Όλος αυτός ο στρατός είχε πρόγραμμα να ξεκουραζόταν για λίγο στο δροσερό Καρπενήσι κι ύστερα να ξεχυνόταν μέσα από την Ποταμιά και τις κλεισούρες των βουνών μέσω Προυσού προς το Μεσολόγγι.


Η κίνηση των τουρκικών δυνάμεων προς την Ευρυτανία, αφύπνισε τους ερίζοντες Έλληνες και τους υποχρέωσε να πάρουν μέτρα άμυνας. Μετά από συνεννοήσεις ο Μάρκος Μπότσαρης με 1250 πολεμιστές μαζί με τους ντόπιους καπεταναίους που είχαν στη διάθεσή τους περί τους 2000 πολεμιστές, αποφασίσανε να χτυπήσουν τον πολυάριθμο στρατό των Τούρκων. 


Στις 30 Ιουλίου συναντήθηκε με τον Καραϊσκάκη στου Σοβολάκου, αλλά δεν τον ακολούθησε γιατί ταλαιπωρημένος από την αρρώστια του τράβηξε κατά το μοναστήρι του Προυσού (6-8-1823), όπου παρέμεινε σαράντα μέρες.


Από το Μικρό Χωριό που έφτασε ο Μάρκος ειδοποιεί τα ένοπλα τμήματα των Ελλήνων, που τρομοκρατημένα από τα πολυάριθμα τουρκικά στίφη βρίσκονταν αμήχανα και αναποφάσιστα γύρω από το Καρπενήσι, ενώ με δικούς του ανθρώπους συγκεντρώνει πληροφορίες για το στρατόπεδο του Μουσταή… 

Έτσι φτάνουμε στο βράδυ, 8 προς 9 του Αυγούστου 1823. 

Ένα βράδυ ολόδροσο, με ισχυρό δυτικό άνεμο και με μαύρα πυκνά σύννεφα που κινούνταν γρήγορα στον ουρανό και έκρυβαν την πανσέληνο που είχε ανατείλει. 

Το σκηνικό βοηθούσε το Μάρκο με τα 350 παλικάρια του, που πήραν το δρόμο της ρεματιάς για το Κεφαλόβρυσο.


Την ορισμένη ώρα οι Σουλιώτες πανέτοιμοι – με μαντήλια δεμένα στα κεφάλια, με ανασκουμπωμένα τα μανίκια, με ανασηκωμένες τις ποδιές – ρίχτηκαν στον εχθρό ενώ η κοιλάδα αντηχούσε από τους ήχους της σάλπιγκας. 

Λίγες τουφεκιές ρίχτηκαν κι αμέσως ακολούθησε συμπλοκή σώμα με σώμα. Αλαλάζοντας οι Σουλιώτες έσυραν τα γιαταγάνια και χτυπούσαν με μανία τους Toυρκαλβανους.


Η σύγχυση στο εχθρικό στρατόπεδο ήταν απερίγραπτη και βαστούσε ώρες. 

Οι Toυρκαλβανοι, όμως κρατούσαν τις θέσεις τους με λύσσα. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάμουν διαφορετικά, γιατί τους χτυπούσαν από μπρος και από πίσω. 

Έμεναν λοιπόν εκεί και μάταια προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τη σφαγή.


Ο Μάρκος πολεμώντας ανάμεσα στα παλικάρια του, ακράτητος και μανιωμένος νιώθει μια σφαίρα που τον τρύπησε στο βουβώνα. 

Συνεχίζει την επίθεση ομως χωρις δυσταγμο...οταν κατά τις 3:30 περίπου ένα βόλι μπιστολας τον πετυχαίνει από κοντά στο κρανίο πάνω από το δεξί μάτι,ο θανατος του στρατηγού ακαριαιος.


 Κρυφά τον πήραν οι Σουλιώτες και τον τράβηξαν πιο πέρα. 


Ο γιγαντόσωμος Τούσας τον σήκωσε στην πλάτη και τράβηξε για το Μικρό Χωριό. Σε λίγο, ενώ πλησίαζε το χάραμα, η μάχη καταλάγιαζε. 

Οι Έλληνες αποσύρονταν προς το δάσος του Κώνισκου και συνέχιζαν με λιανοτούφεκα. 

Οι Σουλιώτες του Ζυγούρη Τζαβέλα δεν χτύπησαν πολύ συντονισμένα κι όπως ήταν συμφωνημένο λόγο του δύσκολου νυχτερινού εγχειρηματος.

Ήταν ευτύχημα που στρατός του Τζελαλεντίν μπέη δεν κινήθηκε.


Η μάχη συνεχίστηκε και όταν ήρθε η μέρα χιλιάδες κείτονταν στον Πλατανιά, στο Κεφαλόβρυσο και στις πλαγιές σκοτωμένοι ή λαβωμένοι. 


Οι πολεμιστές αποχωρούσαν από τη μάχη καταματωμένοι. Μαζί τους, εκτός τα πολλά λάφυρα, σέρνουν αιχμάλωτο και τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Άγο Βασιάρη τον οποίο και εκτελούν μπροστά στο σώμα του Μάρκου.

Μαθαίνοντας το χαμό του Μάρκου ο λαός της αγωνιζόμενης Ελλάδας τον θρήνησε από τα βάθη της καρδιάς του. 

Η μάχη στο Κεφαλόβρυσο είναι από τα σημαντικότερα πολεμικα γεγονότα της Επανάστασης κατά το 1823.


Η επιτυχία της όμως αυτή επισκιάστηκε από το χαμό του γενναίου, φρόνιμου και μεγαλόψυχου Μάρκου Μπότσαρη. Μια συνοδεία από 100 συντρόφους του, φορτωμένο σε άλογο τον μετέφεραν στο Μεσολόγγι.( Τον έστησαν όρθιο πάνω στο άλογο σαν να ήταν ζωντανος...οπως του έπρεπε και όχι σαν τσουβάλι πάνω στο ζώο.)

Περνώντας το νεκρό ήρωα από τον Προυσό κάθισαν να ξαποστάσουν.


Πήρε είδηση ο Καραϊσκάκης για τη μεγάλη απώλεια, άρρωστος κατέβηκε από το καλύβι του στο δρόμο τρεκλίζοντας, γονάτισε μπροστά στο κουφάρι του Μάρκου και ψιθύρισε από τα βάθη της ψυχής του: «Ας δώσει ο Θεός να πάω κι εγώ, Μάρκο μου, από τέτοιο θάνατο».


Την άλλη μέρα, 10 του Αυγούστου, έγινε στο Μεσολόγγι, με πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια η κηδεία του Μάρκου Μπότσαρη.  


Συμφωνία επιβλητική οι 33 κανονιές όσες και τα χρόνια του Μάρκο Μπότσαρη του Σουλιώτη, που αντηχούσαν κάθε ένα τέταρτο. 


Οι απώλειες της μάχης εκατέρωθεν:


Το νυχτερινό γιουρούσι που ξημέρωνε η 9 Αυγούστου 1823, στα Πλατάνια του Κεφαλόβρυσου, οι Έλληνες – Σουλιώτες είχαν ακόμη 59 νεκρούς, εκτός του Μάρκου και 42 τραυματισμένους. 

Σκότωσαν 1.500 Τουρκαλβανούς και πλήγωσαν λιγότερους. 

Έπιασαν αιχμαλώτους και πήραν 1.600 τουφέκια, 1.800 πιστόλες και 300 σπαθιά. 

Πήραν ακόμα, 1.200 άλογα, 30 μουλάρια, 4 σημαίες και χιλιάδες γιδοπρόβατα.


Όμως κάποιοι ιστορικοί μιλάνε για 3.000 απώλειες των Τούρκων, ο Πρόκες Όστεν για 2.000.


Πολλά τραγούδια γράφτηκαν για τον Μάρκο. 

Τραγούδια που εξυμνούσαν την παλικαριά του, τις μάχες που έδωσε αλλά και θρήνοι και μοιρολόγια, για τον θάνατό του σε αρβανίτικα και σε ελληνικά. 

Όλη η Δυτική αλλά και η υπόλοιπη Ελλάδα θρήνησε αυτό το παλικάρι, τον μετρημένο, τον ντροπαλό και λιγομίλητο και γνωστικό, τον άξιο και έξυπνο αρχικαπετάνιο, που στις μάχες γινόταν θηρίο ανήμερο και τον έτρεμαν και σέβονταν και οι εχθροί του. 

Κάποιοι έκλαψαν την απώλεια τέτοιου παλικαριού, όπως ο πασάς Ισμαήλ Πλιάσα, από σεβασμό στον Μάρκο κι ας ήταν εχθρός.


Έγραψαν πολλοί ποιητές και συγγραφείς για τον Μάρκο.


Ο Μάρκος Μπότσαρης είναι ο μόνος (μαζί με τον Νικηταρά) που δεν θα του βρει κάποιος ούτε ένα ψεγάδι, σε αυτό το ανδρείο παλικάρι, τον συνετό άνδρα, τον έξυπνο στρατιωτικό, τον ακέραιο χαρακτήρα. 

Ο μεγαλύτερος ήρωας που γέννησε η Ήπειρος και από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελλάδας κατά την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.


Μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι.


Το Μάρκο παν' στην εκκλησιά, το Μάρκο παν' στον τάφο. 


Εξήντα παπάδες παν' μπροστά και δέκα δεσποτάδες. 


Κι από κοντά Σουλιώτισσες πάνε μοιρολογώντας. 


Σηκώσου απάνω, Μάρκο μου, και μη βαριά κοιμάσαι. 


Πώς να σ’κωθώ, μωρέ παιδιά, και πως να αναβλέψω; 


Έχω μολύβι στην καρδιά, και βόλια στο κορμί μου. 


Κι ανάμεσα στο στήθος μου είμαι μαχαιρωμένος.