Εἶναι νομίζω κοινὸς τόπος ὅτι πολιτικὲς ἢ καὶ γενικότερα ἐξουσιαστικὲς πράξεις ἐπιτελοῦν ὅλοι ὅσοι ζοῦν σὲ πολιτικὲς κοινωνίες. Σὲ κάθε πολιτεία ὡστόσο, ἀκόμη καὶ σὲ ἐκεῖνες μὲ τὴ στοιχειώδη μορφή, ἡ ἐπιτέλεση τῶν θεμελιωδῶν πολιτικῶν λειτουργιῶν, ποὺ καθορίζουν τὴν πορεία της, ἀναλαμβάνεται ἀπὸ ὁρισμένο ἀριθμὸ προσώπων ἢ ἀνατίθεται σὲ αὐτούς.
Αὐτὴ ἡ ἀνάθεση ἢ ἀνάληψη ὑπῆρξε πάντοτε τὸ μεγάλο καὶ δυσεπίλυτο ζήτημα τόσο γιὰ τὴν πολιτικὴ θεωρία ὅσο καὶ γιὰ τὴν πολιτικὴ πράξη. Ἂν ἡ Ἱστορία ἀποτιμᾶ ἐκ τῶν ὑστέρων τὰ ἀποτελέσματα, μία θεωρία ὀφείλει νὰ προβάλλει τὶς ἀξίες, βάσει τῶν ὁποίων θὰ ἀναλάβει κάποιος τὴν ἐξουσία, ἀλλὰ καὶ τοὺς σκοποὺς ποὺ ἐν τέλει θὰ ὑπηρετεῖ.
Ἐν τούτοις, ὅσα ἐπιστημονικὰ καὶ λογικὰ ἐπιχειρήματα κι ἂν ἐπιστρατεύει μία θεωρία γιὰ νὰ διεκδικήσει ἀντικειμενικότητα, ἢ ἔστω τὴν πειθώ, ὑπάρχει ἕνας παράγοντας ποὺ μόνος του μπορεῖ νὰ δικαιώσει ἢ νὰ ἀκυρώσει μία θεωρία.
Καὶ αὐτὸς εἶναι οἱ ἀρετὲς τῶν φορέων τῆς ἐξουσίας.
Μετὰ ἀπὸ δύο αἰῶνες ἐλεύθερου πολιτικοῦ βίου, θεωρῶ πὼς μπορεῖ βάσιμα νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι οἱ ἀρετὲς τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια καθιστοῦν αὐτὸν πρότυπο ἀκέραιου Κυβερνήτη. Ἀκέραιου ὄχι μόνο ὑπὸ ἠθικὴν ἔννοια, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς πολιτικῆς ἀποτελεσματικότητας – ὅσο κι ἂν τὸ ἔργο του διεκόπη βίαια, μὲ συνέπειες δραματικὲς γιὰ τὴν ἱστορική μας ἐξέλιξη. Ὁ Καποδίστριας, πρῶτος Κυβερνήτης τοῦ ἐθνικοῦ μας κράτους, σφραγίζει, μὲ τὴν ἀνυποχώρητη πολιτικὴ ἀρχῶν ποὺ ἀκολούθησε καθ᾿ ὅλη του τὴ σταδιοδρομία, τὶς ἀπαρχὲς τοῦ νεοελληνικοῦ βίου καὶ εἶναι ὁ μόνος ἡγέτης πρὶν ἀπὸ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο ποὺ εἶχε ἕνα συνολικὸ σχέδιο γιὰ τὸν νέο ἑλληνισμό.
Διακεκριμένος Εὐρωπαῖος διπλωμάτης συγχρόνως, ἀποτέλεσε –νωρίτερα ἴσως ἀπ᾿ ὅ,τι ἄντεχε ἡ ἐξερχόμενη ἀπὸ μία μακραίωνη ἀσιατικὴ καὶ ὀθωμανικὴ ἀλλοίωση ἑλληνικὴ κοινωνία– ὑποδειγματικὸ χαρακτῆρα τοῦ αὐθεντικοῦ Ἕλληνα καὶ τοῦ γνήσιου Εὐρωπαίου. Τὸ βίαιο τέλος του, προϊὸν τοῦ ἐναντίον του συνασπισμοῦ συντηρητικῶν καὶ προοδευτικῶν, φιλελεύθερων καὶ ὀλιγαρχικῶν, ἀκύρωσε ἐν τῇ γενέσει τὴν προσπάθεια γιὰ ἐθνικὰ ἀνεξάρτητη καὶ κοινωνικὰ ἰσόρροπη ἐκκίνηση τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς. Ὡστόσο, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἀναδείχθηκε, χωρὶς καμία ὑπερβολή, σύμβολο Ἐθνικὸ, ἀφοῦ στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του μποροῦν νὰ ἀναφέρονται μέχρι σήμερα οἱ πιὸ ἑτερόκλητες ἀπόψεις καὶ δυνάμεις, ἐπιλέγοντας κατὰ βούληση διαστάσεις τῆς πολιτικῆς του. Ἕνα φαινόμενο εὔλογο, ἀφοῦ στὴν ἑνότητά της αὐτὴ ἡ πολιτικὴ θὰ ἐπιτύγχανε τὴν ὑπέρβαση τοῦ διαχρονικοῦ νεοελληνικοῦ διχασμοῦ μεταξὺ συγχρονισμοῦ καὶ παράδοσης.
Δὲν θὰ σταθῶ σὲ βιογραφικὰ στοιχεῖα, ποὺ εἶναι νομίζω λίγο– πολὺ γνωστά. Θὰ ὑπογραμμίσω ἁπλῶς κάποια γεγονότα, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ ὁρισμένα ἀσφαλῆ συμπεράσματα. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἔφερε κατ᾿ ἀρχὰς μία παράδοση οἰκογενειακῆς εὐγένειας καὶ μεγάλωσε σὲ ἕνα περιβάλλον ἐλεύθερο ἀπὸ τὴν ὀσμανικὴ βαρβαρότητα, στοιχεῖα ποὺ τὸν ἔκαναν ἀνοιχτὸ πρὸς τὴν εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα, χωρὶς νὰ τοῦ δημιουργοῦν τὰ γνωστὰ συμπλέγματα εἴτε ξενομανίας εἴτε ξενοφοβίας. Στὴν πρώϊμη ἐφηβεία του χρονολογεῖται μία σημαντικὴ γνωριμία, μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Πλατυτέρας Συμεὼν, στὸν ὁποῖο πολλὰ ὀφείλει ἡ ἠθικὴ συγκρότησή του. Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἰονίου Πολιτείας δίνει σημάδια τῶν ξεχωριστῶν ἱκανοτήτων του, καθὼς ἐπιτυγχάνει νὰ τερματίσει τὶς ταραχὲς ποὺ εἶχαν ξεσπάσει στὴν Κεφαλλονιά. Λίγο ἀργότερα θὰ ὀργανώσει τὴν ἄμυνα τῆς Λευκάδας, ἀποτρέποντας ἔτσι σχεδιαζόμενη ἐπίθεση τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Ἀρνεῖται τὴ δελεαστικὴ προσφορὰ θέσεων ἀπὸ τοὺς Γάλλους τῆς ναπολεόντειας ἐξόρμησης καὶ ἀφοσιώνεται στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία ἀναμένοντας τὴν εὐκαιρία, ἡ ὁποία θὰ φτάσει τὸ 1808, ὅταν τὸ ρωσικὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τοῦ προσφέρει θέση εἰδικοῦ συμβούλου.
Ἡ πολιτικὴ διοργάνωση τῆς Βεσσαραβίας, ἡ λύση τοῦ χρονίζοντος «ἑλβετικοῦ ζητήματος» (ὅταν ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν θεμελιώνει τὸ ὁμοσπονδιακὸ σύστημα καὶ κατοχυρώνει τὴν μέχρι σήμερα εὐημεροτόκο οὐδετερότητα τῆς Ἑλβετίας) καὶ ἡ λαμπρὴ ἐμφάνιση στὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης, τὸν ἐπιβάλλουν ὡς κορυφαία μορφὴ τῆς ρωσικῆς διπλωματίας, γεγονὸς ποὺ θὰ προκαλέσει τὴ σφοδρὴ ἀνησυχία τοῦ Αὐστριακοῦ καγκελαρίου Μέττερνιχ καὶ τῶν ἀντιδραστικῶν κύκλων τῆς Εὐρώπης. Καὶ δὲν εἶχαν ἄδικο, ἀφοῦ ὁ Ἕλληνας διπλωμάτης δὲν ξεχνοῦσε τὴν πατρίδα του, ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὸ «Ὑπόμνημα τοῦ 1816», μὲ τὸ ὁποῖο πρότεινε στὸν τσάρο Ἀλέξανδρο μία τέτοια πολιτικὴ στὰ θέματα τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὴ σταδιακὴ ἀπελευθέρωση τῶν χριστιανικῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς, ἐνῷ δικό του ἔργο ἦταν ἡ ἵδρυση τῆς Φιλομούσου Ἑταιρείας στὴ Βιέννη.
Ὁ Καποδίστριας φέρεται νὰ ἀπέρριψε δύο προτάσεις τῶν Φιλικῶν (τοῦ Γαλάτη τὸ 1817 καὶ τοῦ Ξάνθου τὸ 1820) γιὰ τὴν ἀνάληψη τῆς ἀρχηγίας τῆς Ἑταιρείας. Γνωρίζοντας τὸ δυσμενὲς διεθνὲς περιβάλλον, ἐπισήμως θεωροῦσε ἄκαιρη τὴν ἐξέγερση, ἀφοῦ ἐπιπρόσθετο πρόβλημα θὰ ἦταν καὶ ἡ δική του παρουσία ποὺ θὰ προκαλοῦσε τὰ ἀντιρωσικὰ ἀνακλαστικὰ τῶν Δυτικῶν δυνάμεων. Ὡστόσο, καὶ αὐτὸς καὶ ὁ τσάρος Ἀλέξανδρος (ποὺ ἤξερε τὰ πάντα γιὰ τὴν Ἑταιρεία μέσῳ τῆς τρομερῆς τσαρικῆς Ἀστυνομίας) προστάτευσαν τὸν Γαλάτη καὶ τὴν προπαρασκευὴ τοῦ Ἀγώνα στὸ ρωσικὸ ἔδαφος, ἐνῷ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξή της ὁ Καποδίστριας ἐνθάρρυνε τὶς πρωτοβουλίες τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, ὅπως ὁ τελευταῖος ἀποκάλυψε σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Τσάρο. Ὅταν δὲ ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση, ὁ Καποδίστριας ἦταν αὐτὸς ποὺ πέτυχε στὸ Λάϋμπαχ (ὅπου εἶχαν συνέλθει οἱ εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἀναβρασμοῦ) νὰ ἐξαιρεθεῖ ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ, ὅπως ἀλλοῦ, κατασταλτικῶν μέτρων. Στὴ συνέχεια, μόλις θὰ γίνουν γνωστὲς οἱ θηριωδίες τῶν Τούρκων καὶ ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Πατριάρχη, πέτυχε νὰ ἀποσπάσει τὸν Τσάρο ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Μέττερνιχ καὶ νὰ ὁδηγήσει τὴ Ρωσία σὲ μία νέα, σκληρὴ πολιτικὴ ἀπέναντι στὴν Πύλη, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε μέσα ἀπὸ αὐστηρὲς διακοινώσεις, ποὺ κατέληξαν σὲ διακοπὴ τῶν διπλωματικῶν σχέσεων τῶν δύο χωρῶν. Ὁ μὲν Καποδίστριας μπορεῖ νὰ ἀπομακρύνθηκε εὐσχήμως ἀπὸ τὴ θέση του τὸ 1822, ἡ Ἐπανάσταση ὅμως εἶχε διασωθεῖ καὶ μία ἄλλη προοπτικὴ διανοιγόταν: Ἡ προοπτικὴ τῆς ἄμεσης πολιτικῆς προσφορᾶς.
Τὴν προσφορὰ αὐτὴν ὁ Καποδίστριας δὲν τὴν ἐπιδίωξε. Τὸν ἀναζήτησε τὸ Ἔθνος, ὅταν ἡ ἰδιοτέλεια καὶ ἡ ἀνικανότητα τὸ ἀπειλοῦσαν μὲ ἀφανισμό. Ἦταν Ἀπρίλιος τοῦ 1827, ὅταν ἡ Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας, ὕστερα ἀπὸ πρωτοβουλία κυρίως τῶν στρατιωτικῶν ἡγετῶν τῆς Ἐπανάστασης καὶ παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιδράσεις Φαναριωτῶν καὶ Ὑδραίων, ἐξέλεξε γιὰ ἑπτὰ ἔτη τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια ὡς προσωρινὸ Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας. Οἱ ὀλιγαρχικοὶ κύκλοι καὶ ἡ Ἀγγλία (ποὺ ἔβλεπε τὸν Καποδίστρια ὡς φορέα φιλορωσικῆς πολιτικῆς) γρήγορα ἄρχισαν νὰ ἐπιδίδονται σὲ φατριαστικὴ πολιτικὴ, μὲ σκοπὸ νὰ ματαιώσουν τὴν ἔλευσή του. Παρὰ ταῦτα ὁ Κυβερνήτης ἔφτασε στὴν Ἑλλάδα τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828. Ὁ λαὸς τὸν ὑποδέχθηκε ὡς σωτῆρα καὶ οἱ ἀντιμαχόμενες, μέχρι τὴν προτεραία, φρουρὲς τοῦ Παλαμηδίου καὶ τῆς Ἀκροναυπλίας δήλωσαν ἀμέσως ὑποταγή. Ἀποθεωτικὴ ὑπῆρξε ἡ ὑποδοχὴ μετὰ ἀπὸ τὸ Ναύπλιο καὶ στὴν Αἴγινα, «πρὸς εὐφροσύνην ὅλου τοῦ λαοῦ καὶ μελαγχολίαν μόνον μερικῶν προκρίτων», ὅπως σημειώνει ὁ Κασομούλης.
Ἡ πραγματικότητα ποὺ κλήθηκε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἦταν τραγική. Ἡ Ἐπανάσταση σχεδὸν ἐξέπνεε, καθὼς οἱ περισσότερες περιοχὲς ποὺ εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Ἀγώνα εἴτε κατέχονταν πάλι ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ εἴτε βρίσκονταν στὴ διάθεσή του. Τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς Πελοποννήσου βρισκόταν ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Ἰμπραήμ. Ὁ Κιουταχῆς κατεῖχε σχεδὸν ὁλόκληρη τὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, ποὺ κινδύνευε ἔτσι νὰ παραμείνει ὑπὸ τουρκικὴ κυριαρχία, ἂν τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα ρυθμιζόταν στὴ βάση τοῦ de facto ἐδαφικοῦ ἐλέγχου τῶν δύο ἐμπολέμων καὶ ἂν ἡ Τουρκία εἶχε τὴν τόλμη νὰ ἀποδεχθεῖ ἄμεσα τότε, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1828, τὴν πρόταση γιὰ αὐτόνομο ἑλλαδικὸ κράτος. Λίγα ἦταν τὰ συγκροτημένα στρατόπεδα καὶ αὐτὰ κινδύνευαν νὰ διαλυθοῦν, τὰ φρούρια ἐγκαταλείπονταν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἐφοδίων. Κι ὅμως. Χάρις στὸν Καποδίστρια μέσα σὲ ἐλάχιστους μῆνες, μία κυβέρνηση κύρους ἀναζωογόνησε τὴν Ἐπανάσταση: ὀργάνωσε ἀπὸ τὸ χάος διοίκηση, ἀντιμετώπισε τὸ ὀξύτατο οἰκονομικὸ πρόβλημα καὶ ἀνασυνέταξε τὶς ἔνοπλες δυνάμεις, ἐνῷ στὸ διπλωματικὸ πεδίο τόσο στὸ ζήτημα τῆς πολιτειακῆς μορφῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους (ἂν θὰ ἦταν δηλαδὴ ἁπλῶς αὐτόνομο καὶ φόρου ὑποτελὲς στὸν σουλτᾶνο ἢ ἀνεξάρτητο) ὅσο καὶ στὸ ζήτημα τοῦ εὔρους τῶν συνόρων, οἱ ἐξελίξεις θὰ ἦταν ἐξ ἴσου ἐντυπωσιακὰ θετικές. Ὅπως πάντοτε συμβαίνει στὴ διεθνῆ πραγματικότητα, γιὰ τὴν ἐπιτυχία ἑνὸς ἐθνικοῦ ἀγώνα δὲν ἀρκοῦν στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες. Πρέπει αὐτὲς νὰ ἀξιοποιοῦνται καὶ στὸ διπλωματικὸ πεδίο. Ἐκεῖ θὰ κρινόταν ἡ ὁριστικὴ τύχη καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης.
Ἡ βασικὴ ἐπιδίωξη τοῦ Καποδίστρια ἦταν διττή. Ἀφ᾿ ἑνὸς νὰ μεταστρέψει τὴν ἀπόφαση τῶν Δυνάμεων γιὰ αὐτονομία πρὸς πλήρη ἀνεξαρτησία χωρὶς δεσμεύσεις, ὅπως ὁ φόρος ὑποτέλειας καὶ ἡ συμμετοχὴ τῆς Πύλης στὴν ἐκλογὴ ἡγεμόνα, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ εὐρύτερη δυνατὴ ἐδαφικὴ βάση γιὰ αὐτὸ τὸ κράτος, ὥστε καὶ βιώσιμο νὰ εἶναι, ἀλλὰ καὶ νὰ συμπεριλάβει ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερο τμῆμα ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ. Γνώριζε ὅτι οἱ δυσκολίες σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιδίωξη θὰ προέρχονταν ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς Δυνάμεις. Ἡ γεωπολιτικὴ σημασία τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου, ὅπου διασταυρώνονται συμφέροντα καὶ ἐπιδιώξεις, ἀλλὰ καὶ γενικὰ ἡ ἐπαναστατικὴ φύση τοῦ ἑλληνικοῦ ἐγχειρήματος σὲ ἐποχὴ ἀντεπανάστασης γεννοῦσαν πρόσθετες δυσκολίες.
Θεμελιώδης ἀρχὴ τῆς διπλωματικῆς στρατηγικῆς τοῦ Καποδίστρια ὑπῆρξε ἡ πολιτικὴ ἴσης φιλίας πρὸς τὶς τρεῖς Δυνάμεις (Ἀγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Γνώριζε ὅτι ἀποκλίσεις καὶ ἄστοχοι χειρισμοὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο μποροῦσαν νὰ ὁδηγήσουν σὲ μὴ ἐφαρμογὴ τῆς συνθήκης τοῦ Λονδίνου, ἀλλὰ καὶ νὰ προκαλέσουν μίαν ἀρνητικότατη γιὰ τὰ ἑλληνικὰ συμφέροντα διαμάχη τῶν Δυνάμεων μεταξὺ τους. Πρόκειται γιὰ μία ἀρχὴ γνήσιας πολιτικῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας, ποὺ δὲν συνίσταται σὲ τυχοδιωκτικὴ καὶ ἀλυσιτελῆ ρητορεία κατὰ τῶν ἰσχυρῶν ἀλλὰ σὲ ἀναγνώριση τῆς πραγματικότητας καὶ πλοήγηση μέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα τῶν διεθνῶν ἀντιθέσεων.
Δεύτερη ἀρχὴ διπλωματικῆς στρατηγικῆς τοῦ Καποδίστρια ὑπῆρξε ἡ μεθοδολογία τοῦ «διὰ βαθμῶν προχωρεῖν», σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες κάθε φορὰ συνθῆκες καὶ δυνατότητες. Ἔτσι, γράφοντας πρὸς τὸν τσάρο Νικόλαο στὶς 3 Ἰουλίου 1827 (πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ τὴ συνθήκη τοῦ Λονδίνου, τὴ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου καὶ τὸν ρωσοτουρκικὸ πόλεμο), ὁ Καποδίστριας φαίνεται νὰ δέχεται χωρὶς ἀντιρρήσεις ὑποτελῆ αὐτονομία καὶ δὲν θέτει κἄν ζήτημα συνόρων. Εὐφυέστατα – ἀφοῦ ζητούμενο σὲ ἐκείνη τὴ φάση εἶναι νὰ ὑπάρξει μία διεθνὴς δέσμευση τῶν Δυνάμεων γιὰ ἀπόσχιση τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Τρεῖς μῆνες ἀργότερα, ὅταν ἡ συνθήκη τοῦ Λονδίνου ἔχει κυρωθεῖ καὶ οἱ εἰδήσεις ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα εἶναι ἐνθαρρυντικές, ὁ Καποδίστριας προχωρεῖ στὸ ἑπόμενο βῆμα. Στὶς 3 Ὀκτωβρίου, σὲ ἀπάντησή του πρὸς τὸν Οὐίλλιαμ Ὄρτον, τοῦ Βρεττανικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, διαμαρτύρεται ἔντονα γιὰ τὸν τυχὸν περιορισμὸ τῶν ἐδαφῶν ποὺ θὰ δοθοῦν στὴν Ἑλλάδα καὶ διεκδικεῖ μίαν εὐρύτατη περιοχή: ἀπὸ τὸν Ἀμβρακικὸ ὡς τὸν Θερμαϊκό, «ἐπὶ γραμμῆς διαπερώσης τὴν Θεσσαλία καὶ τὴ Μακεδονία… προστιθεμένων δὲ καὶ τῶν νήσων τοῦ τε Αἰγαίου καὶ τῆς ἐλάσσονος Ἀσίας». Μάλιστα, χωρὶς νὰ προβάλλει ρητὲς διεκδικήσεις, στὴν ἀρχὴ τοῦ ἰδίου ἐγγράφου, ἀναφερόμενος στὰ ἱστορικὰ δίκαια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν Κύπρο, τὴν Κρήτη καὶ περιοχὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἡ ἀνεξάρτητη πολιτικὴ Καποδίστρια συνάντησε βέβαια τὴ σφοδρὴ ἀντίδραση τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς, ὁμολογοῦν ἡγετικὰ στελέχη καὶ τῶν ἀγγλοφίλων, ὅπως ὁ ἱστορικὸς Σπ. Τρικούπης ἢ ὁ Νικόλαος Δραγούμης, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ στὶς Ἱστορικὲς Ἀναμνήσεις του πὼς «ἐμίσουν οἱ Ἄγγλοι τὸν Κυβερνήτην οὐχὶ νομίζοντες φρονοῦντα τὰ τῶν Ρώσων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπιδιώκοντα τὴν ἐντελῆ ἀνεξαρτησίαν τῆς χώρας καὶ τὴν ἐπέκτασιν τῶν ὁρίων, ἃ μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν Οὐΐγων, ἠξίουν νὰ στήσωσιν οἱ Τόρεις κατὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου». Ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα, ὁ Ἄμπερντην θὰ παραδεχθεῖ, σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Τρικούπη, ὅτι «οὐδέποτε ὁ Καποδίστριας συνέλαβε τὴν ἰδέαν νὰ θυσιάσῃ τὴν Ἑλλάδα εἰς τὴν Ρωσίαν. Καταδιώξασα αὐτὸν ἡ Ἀγγλία καὶ τὸν ἄνδρα ἠδίκησε καὶ τὴν ὑμετέραν Πατρίδα ἐζημίωσε». Αὐτὰ ἀργότερα. Διότι σὲ ἔγγραφο τῆς 25ης–5–1828 πρὸς τὸν ρῶσο πρέσβη Λίβεν, ὁ βρεττανὸς πολιτικὸς τονίζει πόσο ἀρνητικὸ γεγονὸς εἶναι ὁ ρωσοτουρκικὸς πόλεμος, ποὺ εἶχε στὸ μεταξὺ ξεσπάσει, καὶ δηλώνει τὴ σταθερή του ἀντίθεση πρὸς ὅ,τι θὰ ἐξασθένιζε τὴν Τουρκία. Τὰ βρεττανικὰ ἀρχεῖα ἀποδεικνύουν ὅτι τὸ Λονδῖνο ἀντιδροῦσε συστηματικὰ τότε στὶς εὐνοϊκὲς γιὰ τὴν Ἑλλάδα ρωσικὲς προτάσεις, ὅπως ἡ πρόταση π.χ. γιὰ κοινὴ στρατιωτικὴ δράση τῶν Δυνάμεων ποὺ ὁ Βρεττανὸς Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Ντάντλεϋ ἀπέρριψε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1828 μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι «θὰ θέσῃ εἰς συναγερμὸν τὴν Εὐρώπην καὶ θὰ φέρῃ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν πάθη ἐπικίνδυνα διὰ τὴν εἰρήνην της».
Τελικά, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1828 ἡ διάσκεψη τῶν Δυνάμεων στὸ Λονδῖνο, μὲ ὁδηγίες πρὸς τοὺς τρεῖς πρέσβεις στὴν Πύλη, ἀποδέχεται πὼς τὰ ἑλληνικὰ σύνορα «θὰ ἔπρεπε νὰ περιλάβουν τὸ μεῖζον τμῆμα τοῦ ἐξεγερθέντος πληθυσμοῦ, νὰ καθορίζονται σαφῶς καὶ νὰ προστατεύονται εὐκόλως» καὶ ἀποφασίζει τὴν ἀποστολὴ γαλλικοῦ στρατοῦ στὴν Πελοπόννησο, ὅπως εἶχε ἤδη ζητήσει ὁ Καποδίστριας εὐφυῶς, παρακινῶντας τὸ Παρίσι νὰ μὴν ἀφήσει μόνον στὴ Ρωσία τὴ δόξα τῆς στρατιωτικῆς συνδρομῆς στὴν Ἐπανάσταση. Προτοῦ ὡστόσο ἀφιχθοῦν οἱ γαλλικὲς μονάδες γιὰ νὰ ἐπιβάλουν τὴν ἀπομάκρυνση τῶν αἰγυπτιακῶν δυνάμεων, ὑπεγράφη στὴν Ἀλεξάνδρεια συνθήκη, ποὺ προέβλεπε τὴν εἰρηνικὴ ἀποχώρηση τῶν Αἰγυπτίων. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη προῆλθε ἀπὸ τὴ διπλωματικὴ εὐφυΐα τοῦ Καποδίστρια, ποὺ ἐκμεταλλεύθηκε τὸν ἀνταγωνισμὸ Ἀγγλίας–Γαλλίας γιὰ τὴν ἐπιρροὴ στὸ νεότευκτο κράτος. Γιὰ νὰ μὴ καταστραφεῖ πλήρως ἡ Πελοπόννησος ἀπὸ τὶς νέες μάχες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ λάβει ξένος στρατὸς τὶς δάφνες καὶ τοὺς τίτλους τῆς ἀπελευθέρωσης, ὁ Καποδίστριας σπεύδει στὴ Ζάκυνθο, συναντᾶ τὸν ναύαρχο Κόδριγκτων καὶ τὸν πείθει ὅτι θὰ ἦταν πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ἀγγλίας νὰ προλάβει τοὺς Γάλλους, σπεύδοντας στὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ πείσει τὸ Μωχάμετ Ἄλη νὰ διατάξει τὴν ἐκκένωση τῆς Πελοποννήσου. Ἔτσι ὑπεγράφη ἡ συνθήκη ποὺ προέβλεπε ἄμεση ἀποχώρηση τῶν αἰγυπτιακῶν στρατευμάτων κι ἔτσι ἄνοιξε ὁ δρόμος γιὰ τὸ Πρωτόκολλο τῆς 4/16–11–1828, μὲ τὸ ὁποῖο Πελοπόννησος, παρακείμενες νῆσοι καὶ Κυκλάδες ἐτίθεντο ὑπὸ τὴν προσωρινὴ ἐγγύηση τῶν τριῶν Αὐλῶν «ἕως ὅτου ἀποφασισθῇ ὁριστικῶς ἡ τύχη τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν συγκατάθεσιν τῆς Πύλης».
Ἂν καὶ διευκρινιζόταν ὅτι δὲν καθορίζονταν ἔτσι τὰ ὁριστικὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὁ ρητὸς αὐτὸς διαχωρισμὸς ποὺ ἀγνοοῦσε τὴ Στερεὰ καὶ ἡ ἀναφορὰ σὲ τουρκικὴ συναίνεση προδιέγραφαν ἕναν σοβαρότατο κίνδυνο. Εὐτυχῶς στὰ τέλη τοῦ 1828 μεγάλο τμῆμα τῆς Κεντρικῆς Ρούμελης ἦταν ἐλεύθερο, ἐνῷ ὁ Καποδίστριας μὲ νέο ὑπόμνημα πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Νικόλαο κατόρθωνε νὰ ἀποσπάσει τὴ ρωσικὴ ὑποστήριξη γιὰ τὴ συνοριακὴ γραμμὴ Παγασητικοῦ–Ἀμβρακικοῦ ἀλλὰ καὶ τὴ μεταστροφὴ τῆς Ἁγίας Πετρούπολης πρὸς τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὴν ἴδια ἐποχή, οἱ ὀλιγαρχικοὶ κύκλοι ἔφθαναν στὸ σημεῖο νὰ προσεγγίζουν τοὺς πρέσβεις τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας καὶ νὰ τοὺς παρακαλοῦν νὰ μὴν ἀκοῦν τὸν «ρωσόφρονα» Κυβερνήτη, ἀλλὰ νὰ κλείσουν τάχιστα τὸ ζήτημα τῶν συνόρων, ἔστω καὶ μὲ τὴ στενότερη ἐκδοχή. Πρὸς καλὴ τύχη τῆς Ἑλλάδας, μία νέα ἐκστρατεία ὑπὸ τὸν Αὐγουστ. Καποδίστρια τὴν ἄνοιξη τοῦ 1829 ἔχει ἀποτέλεσμα νὰ ἀπελευθερωθεῖ ὁλόκληρη ἡ Δυτικὴ Στερεά. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ ἔχει εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα. Ὑπογράφεται νέο Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου (στὶς 10/22 Μαρτίου 1829), ποὺ θέτει πλέον τὰ σύνορα στὴ γραμμὴ Παγασητικοῦ–Ἀμβρακικοῦ, ὅριο ποὺ δεχόταν πλέον καὶ ἡ ἀγγλικὴ πλευρὰ παρὰ τὴν ἀρχική της ἀντίδραση μὲ ἐπιχειρήματα τοῦ τύπου «οἱ Τοῦρκοι δὲν θὰ δέχονταν αὐτὰ τὰ σύνορα» ἢ πώς «οἱ Ἕλληνες δὲν θὰ ἦταν σὲ θέση νὰ τὰ κατακτήσουν». Τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα ἦταν ὅτι τὸ Πρωτόκολλο αὐτὸ ἐπέμενε σὲ ἐπικυριαρχία τοῦ Σουλτάνου στὸ νέο κράτος (θὰ ἦταν κληρονομικὴ ἡγεμονία), στὴν καταβολὴ φόρου ὑποτέλειας, ἐνῷ ἀξίωνε καὶ ἀνάκληση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων ἀπὸ τὴ Στερεά.
Καθὼς οἱ Τοῦρκοι δὲν δέχονταν οὔτε κἄν τὴν ὑποτελῆ αὐτονομία τῆς Πελοποννήσου, ἡ διπλωματικὴ εὐφυΐα τοῦ Καποδίστρια γιὰ ἄλλη μία φορὰ διέβλεψε πὼς ἡ καθυστέρηση, ἐνῷ συγχρόνως θὰ συνεχίζονταν οἱ στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες τόσο τῆς Ἐπανάστασης ὅσο καὶ τῶν Ρώσων στὸ μέτωπο τῆς Θράκης, θὰ βελτίωνε ἔτι περαιτέρω τὴν κατάσταση γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἔτσι, ὅταν ὁ βρεττανὸς πρέσβης Ντώκινς ἐπιδίδει τὸ Πρωτόκολλο καὶ ἀξιώνει τὴν ἄμεση ἀνάκληση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων ἀπὸ τὴ Στερεά, ὁ Κυβερνήτης ἀρνεῖται περίτεχνα νὰ συμμορφωθεῖ, ὑποστηρίζοντας πὼς ἡ ἀνακωχὴ ποὺ τηροῦν οἱ τουρκικὲς δυνάμεις δὲν εἶναι ἡ προβλεπόμενη ἀπὸ τὴ συνθήκη ἀλλὰ «ἀμυντικὴ στάσις κατ᾿ ἀρέσκειαν μεταθέσιμος» καὶ ὅτι «δὲν εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν [τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως] νὰ μετακομίσῃ ἐντός τῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν παρακειμένων νήσων τὰ δυστυχῆ πλήθη τῶν ἐκεῖθεν τοῦ Ἰσθμοῦ ἐπαρχιῶν». Προβάλλει, τέλος, τὶς δεσμεύσεις τῶν ἐθνικῶν συνελεύσεων ὑπὸ τὶς ὁποῖες τελεῖ, ἐνῷ ἐπικαλεῖται καὶ θεαματικὲς ἐξελίξεις ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Πρωτοκόλλου μέχρι τὴν κοινοποίησή του, τὴν ἀπελευθέρωση δηλαδὴ ὁλόκληρης τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς.
Ἀκολουθεῖ νέο ὑπόμνημα Καποδίστρια (24 Μαΐου 1829), μὲ τὸ ὁποῖο ἀποκρούει τὴν τουρκικὴ συμμετοχὴ στὴν ἐκλογὴ ἀνωτάτου ἄρχοντος ἀλλὰ καὶ τυχὸν ἀποζημίωση γαιοκτησιῶν, ὑπενθυμίζοντας προσφυῶς τὴν ὑποθήκη ποὺ βαραίνει τὶς γαῖες αὐτὲς γιὰ νὰ συναφθοῦν τὰ δύο ἀγγλικὰ δάνεια. Πρὸς τούτοις χαρακτηρίζει ἐνόπλους πληθυσμοὺς ἐντοπίων καὶ ὄχι ἑλληνικὰ στρατεύματα τὶς δυνάμεις ποὺ ἤλεγχαν τὴ Στερεά, ὁπότε δὲν εἶχε νομικὴ δυνατότητα νὰ ἐπιβάλει σὲ αὐτὰ τὴν ἀποχώρηση. Ὁ Κυβερνήτης φροντίζει συγχρόνως νὰ κατοχυρωθεῖ μὲ μίαν ἀπόφαση τῆς Δ΄ Ἐθνοσυνελεύσεως τοῦ Ἄργους, ποὺ ἐγκρίνει τοὺς χειρισμούς του καὶ θέτει ὡς ὅρο οἱασδήποτε συμφωνίας τὴν ἐπικύρωσή της ἀπὸ αὐτήν. Παράλληλα, μὲ ἀπεσταλμένο πρὸς τὸν προαλειφόμενο ὡς Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος Λεοπόλδο τοῦ Σὰξ – Κόμπουργκ ζητοῦσε τὴ συνδρομή του στὴ διεύρυνση τῶν συνόρων.
Ἡ νίκη τοῦ Δ. Ὑψηλάντη στὴν Πέτρα στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1829 καὶ ἡ Συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (ποὺ εἶχε καταληφθεῖ ἤδη ἀπὸ τὰ ρωσικὰ στρατεύματα) θὰ ἐπισφράγιζαν τὸν θρίαμβο τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ Τουρκία ἀναγκαζόταν νὰ ἀποδεχθεῖ τόσο τὴ συνθήκη τοῦ 1827 ὅσο καὶ τὸ Πρωτόκολλο τοῦ 1829 γιὰ τὰ ὅρια κόλπου Βόλου – κόλπου Ἄρτας. Εἴκοσι μῆνες μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Καποδίστρια ὁ ἀγώνας, ποὺ ὅταν ἦρθε ξεψυχοῦσε, τώρα ἔφτανε σὲ νικηφόρο τέρμα. Τὸ αὐξημένο γόητρο τῆς Ρωσίας στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπροσδόκητα εὔκολη κατάρρευση τῆς τουρκικῆς ἄμυνας γεννοῦσαν στὸ Λονδῖνο ἀνησυχίες. Ἕνα ἰσχυρὸ ἑλληνικὸ κράτος θὰ μποροῦσε κάποτε νὰ διαδεχθεῖ τὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ, ποὺ δὲν θὰ ἀπαντηθεῖ ποτὲ (ἂν καὶ, σχεδὸν ἕνα αἰῶνα μετὰ, παρ᾿ ὀλίγον νὰ γίνει πραγματικότητα, ἂν οἱ Ἕλληνες εἴχαμε σταθεῖ ἄξιοι τῆς ἱστορικῆς μας ἀποστολῆς), ἀπασχολεῖ ἀπὸ τότε τὴν Ἀγγλία ποὺ αἰφνιδίως, ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1829, τάσσεται ὑπὲρ τῆς πλήρους ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι στὶς 3–2–1830 ἡ διάσκεψη τοῦ Λονδίνου θὰ διακηρύξει τὴν πολιτικὴ ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδος, περιορίζοντας ὅμως τὰ σύνορα, ἐν εἴδει ἀνταλλάγματος πρὸς τὴν Τουρκία, μεταξὺ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Σπερχειοῦ καὶ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ἀχελώου.
Ἡ Ἑλλάδα ἦταν πλέον ἀνεξάρτητο κράτος, ἡ διακοίνωση τῶν Δυνάμεων ὅμως ἀξίωνε μὲ τρόπο ἰταμὸ τὴν ἐκκένωση ὅσων ἐπαρχιῶν δὲν περιλήφθηκαν σὲ αὐτό. Εἴχαμε φτάσει στὴν κρισιμότερη καμπὴ, ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα ἔπρεπε νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ Πρωτόκολλο γιὰ νὰ κερδίσει ὁριστικὰ τὴν ἀνεξαρτησία της, ἀλλὰ νὰ μὴν ἐφαρμόσει τοὺς ἐδαφικοὺς ὅρους, ἀποφεύγοντας συγχρόνως τὴ ρήξη μὲ τὶς Δυνάμεις, χωρὶς τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τῶν ὁποίων τὸ νέο κράτος δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιβιώσει. Οἱ χειρισμοὶ ποὺ ἀπαιτοῦνταν ἦταν πραγματικὰ λεπτότατοι. Τὴν ἱστορικὴ ἐκείνη στιγμή, ἡ ἐσωτερικὴ ἠρεμία ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1828 καὶ εἶχε σταθεῖ πολύτιμη γιὰ τὶς ἐθνικὲς ἐπιτυχίες κλονίζεται. Δυνάμεις ἰδιοτελεῖς ἢ μὲ πρώϊμες ἰδεολογικὲς ἀγκυλώσεις, τάξεις ποὺ πλήττονταν ἀπὸ τὴν ἵδρυση ἰσχυρῆς κεντρικῆς κυβέρνησης καὶ σύγχρονου κράτους ἐπιδίδονται σὲ ὑπονόμευση, ραδιουργίες, διαβολές, μὴ διστάζοντας νὰ συνεργάζονται ἀκόμη καὶ μὲ τὸ ἐξωτερικό, κυρίως μὲ τὴν ἀγγλικὴ πολιτικὴ ποὺ ἐνθαρρύνει φυσικὰ κάθε στοιχεῖο διαπραγματευτικῆς ἀποδυνάμωσης τοῦ Καποδίστρια καὶ τῆς Ἑλλάδος, ὥστε νὰ καταδειχθεῖ ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀνώριμοι γιὰ τὸ ἐκτεταμένο κράτος ποὺ ἀπαιτοῦν.
Ὁ Καποδίστριας δὲν πτοεῖται. Ὀργανώνει τὴ διπλωματική του ἄμυνα μὲ τὴ μέθοδο τῆς διγλωσσίας (Κυβερνήτης καὶ Γερουσία). Στὴν ἐπίσημη ἀπάντηση πρὸς τὴ διακοίνωση, μὲ ἕνα κείμενο ἀπαράμιλλης διπλωματικῆς εὐστροφίας, ἐξαίρει τὴν ἀναγνώριση τῆς ἀνεξαρτησίας, ἀλλὰ περιγράφει τὴ δυσκολία γιὰ τελεία καὶ ἄμεση προσχώρηση στὰ δεδογμένα, ἐνῷ στὸ ζήτημα τῆς ἐπιβολῆς τῆς μοναρχίας διεκδικεῖ τὰ συνταγματικὰ δικαιώματα τοῦ λαοῦ, ὅπως εἶχαν θεσπιστεῖ ἀπὸ τὶς ἐθνικὲς συνελεύσεις. Στὸ ζήτημα τῆς ἐκκένωσης τῶν ἐπαρχιῶν ποὺ δὲν κατακυρώνονταν στὴν Ἑλλάδα δηλώνει ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ τὴν ἐφαρμόσει, μόλις οἱ Τοῦρκοι ἀποσυρθοῦν ἀπὸ Ἀττικὴ καὶ Εὔβοια, ἔλθει ἡ διεθνὴς ὁροθετικὴ ἐπιτροπὴ καὶ παρασχεθοῦν στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση τὰ μέσα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ προσφυγικὸ ζήτημα ποὺ θὰ δημιουργηθεῖ. Μὲ τὴν ἀναβολὴ αὐτὴ ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὴ ματαίωση τῆς ἐκκένωσης. Τὸ κείμενο αὐτό, μαζὶ μὲ ὑπόμνημα τῆς Γερουσίας ποὺ ἐπέμενε στὴν πλήρη ἀπόδοση τῆς Στερεᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς Κρήτης καὶ τῆς Σάμου, ἀπεστάλησαν στὸν ὁρισθέντα στὰ Πρωτόκολλα Βασιλέα Λεοπόλδο, ὁ ὁποῖος πρὸ τῆς ἀγγλικῆς ἀδιαλλαξίας παραιτήθηκε.
Δυστυχῶς, ἡ κατάσταση θὰ ἐπιδεινωθεῖ γιὰ τὴν Ἑλλάδα μετὰ τὴν Ἰουλιανὴ ἐπανάσταση στὴ Γαλλία. Ἡ πτώση τοῦ Καρόλου Ι΄ καὶ ἡ ἄνοδος τοῦ Λουδοβίκου Φιλίππου ἐπιφέρει στροφὴ ἀπὸ τὴ συνεργασία μὲ τὴ Ρωσία σὲ μία στενότερη συνεργασία μὲ τὴν Ἀγγλία. Ὁ νέος Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Βρεττανίας, ὁ Πάλμερστον, ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶπε τὸ περίφημο «δὲν ἔχουμε μόνιμους συμμάχους, ἔχουμε μόνιμα συμφέροντα», ἔχει διπλῆ στόχευση. Ἀφ᾿ ἑνὸς δέχεται πλέον νὰ παραχωρηθεῖ ὁλόκληρη ἡ Στερεὰ στὸ ἑλληνικὸ κράτος, ἀφ᾿ ἑτέρου ὅμως προκρίνει τὴν ἀνατροπὴ τοῦ Καποδίστρια. Τὸ νέο κράτος θὰ ἐνισχυθεῖ, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀπολύτως ἐλεγχόμενο.
Στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1831 ὑπογράφεται στὸ Λονδῖνο τὸ Πρωτόκολλο μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνωριζόταν ὅτι ἡ ὁριζόμενη στὸ Πρωτόκολλο τῆς 3ης Φεβρουαρίου 1830 συνοριακὴ γραμμὴ τῆς Ἑλλάδος παρουσιάζει σοβαρὰ ἐλαττώματα στὸν δυτικὸ τομέα καὶ δὲν παρέχει τὰ μέσα ἐμπέδωσης τῆς ἀμοιβαίας ἀσφάλειας μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Μὲ σχετικὲς ὁδηγίες οἱ πρέσβεις στὴν Πύλη ἐντέλλονταν νὰ πιέσουν αὐτὴν γιὰ ἀποδοχὴ συνοριακῆς γραμμῆς Παγασητικοῦ–Ἀμβρακικοῦ. Ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια εἶχε θριαμβεύσει. Κι ὅμως. Δεκατρεῖς μέρες μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸν διπλωματικὸ θρίαμβο, ποὺ ὁριστικοποίησε τὴν ἀνεξαρτησία μὲ σύνορα στὴ γραμμὴ Παγασητικοῦ–Ἀμβρακικοῦ, ἑλληνικὰ χέρια ἔκοβαν τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τοῦ Κυβερνήτη.
Τὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια δὲν ὑπῆρξε ἀπαράμιλλο μόνο στὸ διπλωματικὸ τοπίο. Τὸν ἴδιο καιρὸ μία ἀληθινὴ ἐσωτερικὴ κοσμογονία συντελεῖται στὴν ἀποσαθρωμένη, ἀπὸ τὴ μακρὰ κατάκτηση, Ἑλλάδα. Ταχύτατη ἦταν ἡ ἀνοικοδόμηση: Δρόμοι, δημόσια κτήρια, σχολεῖα, νοσοκομεῖα, στρατῶνες, λιμενικὰ ἔργα. Ἐκτάσεις τοῦ Δημοσίου δίνονταν δωρεὰν γιὰ τὴν ἵδρυση νέων πόλεων, ἐνῷ γεωργοὶ καὶ βοσκοὶ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὰ φορολογικὰ βάρη. Ἱδρύονταν τὸ Ἀνέκκλητον Κριτήριον, τὸ Ἐλεγκτικὸ Συμβούλιο, ἡ Ἐπιτροπὴ Προπαιδείας. Δημοσιεύθηκε κανονισμὸς τῆς Ἀστυνομίας, ὀργανώθηκε ἡ αὐτοδιοίκηση μὲ τοπικὲς καὶ ἐπαρχιακὲς δημογεροντίες καὶ κυρίως θεμελιώθηκε μία γνήσια ἑλληνικὴ, ἀλλὰ καὶ σύγχρονη Παιδεία. Οἱ τραγικὲς συνθῆκες, ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἐκλήθη νὰ διοικήσει ὁ Καποδίστριας, ἦσαν ἰδιαίτερα βαριὲς στὸν χῶρο τῆς Παιδείας. Μετὰ ἀπὸ καταπίεση αἰώνων τὸ Ἔθνος εἶχε τὴν τύχη νὰ ἔχει Κυβερνήτη ἀποφασισμένο νὰ στηρίξει «τὴν ἐπανόρθωσιν τῆς Ἑλλάδος εἰς δύο μεγάλας βάσεις, εἰς τὴν ἐργασίαν καὶ εἰς τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευσιν» (ἐπιστολὴ Καποδίστρια πρὸς Ἐϋνάρδο). Ἡρωϊκὴ εἶναι καὶ ἡ προσπάθεια οἰκονομικῆς ἀνασυγκρότησης, καθὼς μισθοί, ἐφόδια καὶ τρόφιμα σπάνιζαν. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια δημιουργήθηκαν γιὰ πρώτη φορὰ προϋποθέσεις ὀρθῆς δημοσιονομικῆς πολιτικῆς καὶ κατάρτισης στελεχῶν. Παράλληλα, ὁ Καποδίστριας τόλμησε νὰ σχεδιάσει ὑλοποίηση τῆς μεγάλης προσδοκίας τοῦ ἐπαναστατημένου λαοῦ, τὴ διανομὴ τῆς ἐθνικῆς γῆς, καὶ ἔλαβε τὰ πρῶτα σοβαρὰ μέτρα γιὰ τὴ διανομή της, προκαλῶντας τὴν ὀργὴ τῆς ὀλιγαρχίας. Ἐμπόδισε κατ᾿ ἀρχὰς τὴν ἐκποίησή της, σχεδίασε τὴν καταγραφή της καὶ σκόπευε τὴ διανομὴ σὲ ἀκτήμονες, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ μία τάξη μικροκαλλιεργητῶν. Πολλὰ κτήματα παραχωρήθηκαν ἀμέσως μὲ πολυετῆ ἐνοικίαση, ἐνῷ δόθηκε δωρεὰν ἡ κυριότητα σὲ ὅσους κατοικοῦσαν παλαιὰ τουρκικὰ οἰκήματα.
Τὰ ἐθνικὰ κτήματα τὰ ὁποῖα εἶχαν ὑποθηκευτεῖ γιὰ νὰ συναφθοῦν τὸ 1824 καὶ τὸ 1825 τὰ δύο δάνεια ἀπὸ τὴν Ἀγγλία (δάνεια ποὺ πέραν τῶν τοκογλυφικῶν ὅρων κατασπαταλήθηκαν στὸν ἐμφύλιο πόλεμο) σώθηκαν ἀπὸ τὸν Καποδίστρια, ποὺ μὲ πίστη καὶ ἀποφασιστικότητα γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας, ἐκπόνησε ἕνα ἀναπτυξιακὸ πρόγραμμα παρ᾿ ὅ,τι ὁ πόλεμος συνεχιζόταν καὶ τὸ δημόσιο χρέος ἦταν τεράστιο. Προσπάθησε ἀγωνιωδῶς νὰ συνάψει νέο δάνειο ἢ ἔστω προσωρινὲς ἐνισχύσεις, ποὺ δόθηκαν τελικὰ ὡς βοηθήματα ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ τὴ Γαλλία. Προσπάθησε ἐπίσης νὰ ὀργανώσει τακτικὸ σύστημα ἐσόδων καὶ μισθοδοσίας τοῦ στρατεύματος, ποὺ ἀνασυγκροτήθηκε, καὶ πέτυχε νὰ ἐκποιήσει σὲ δημοπρασία τὶς προσόδους περιοχῶν τοῦ κράτους ποὺ κατακρατοῦσαν τοπάρχες καὶ καπετάνιοι. Ἵδρυσε ἐξ ἄλλου, παρὰ τὴν ἀντίδραση ξένων κεφαλαιούχων, τὴν Ἐθνικὴ Χρηματιστικὴ Τράπεζα, γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦν πόροι καὶ νὰ προσελκυστοῦν κεφάλαια ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Ἡ ἐπιβολὴ αὐστηρῆς οἰκονομίας, λογιστικῆς τάξης καὶ περισυλλογῆς τῶν δημοσίων δαπανῶν (μὲ πρῶτο παράδειγμα τὸν ἴδιο ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἔλαβε ποτὲ μισθὸ, ἀλλὰ δαπανοῦσε καὶ τὴν περιουσία του) ἔδωσε σύντομα θεαματικὰ ἀποτελέσματα.
Ὁ Καποδίστριας ἀποσόβησε ἀκόμη τὸν ἀρχικὸ ὅρο τῶν πρωτοκόλλων τοῦ Λονδίνου, ποὺ θεωροῦσε τὰ ἐθνικὰ κτήματα τουρκικὲς ἰδιοκτησίες καὶ ἄρα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποζημιωθοῦν. Ἡ διανομὴ ὅμως ἦταν ἀδύνατη χωρὶς ἕνα νέο δάνειο ποὺ θὰ τὰ ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὴν ὑποθήκη. Οἱ Δυνάμεις ὑπονόμευσαν τὴν οἰκονομικὴ προσπάθειά του μὴ χορηγῶντας τὸ δάνειο τῶν 60 ἑκατομμυρίων φράγκων, ἀλλὰ ὁ Καποδίστριας ἀρνεῖτο νὰ παραδώσει ἐθνικὲς γαῖες σὲ ξένους ὁμολογιούχους. Ὑπολόγιζε ὅτι σὲ λίγα χρόνια ἡ ἀνάπτυξη τοῦ τόπου θὰ ὁδηγοῦσε μὲ ἀσφάλεια στὴν ἐξόφληση καὶ τοῦ τρίτου δανείου. Ἤδη νέες καλλιέργειες, νέα ἐργαλεῖα καὶ νέα προϊόντα (π.χ. πατάτες) εἶχαν εἰσαχθεῖ, εἶχε ἀρχίσει ἡ ἐπαγγελματικὴ μόρφωση τῶν ἀγροτῶν, μὲ γεωπόνους νὰ περιοδεύουν τὴν ὕπαιθρο, ἐνῷ ἱδρύονταν ὑποδειγματικοὶ ἀγροὶ καὶ τὸ πρότυπο ἀγροκήπιο τῆς Τίρυνθας, μία ἀληθινὴ γεωπονικὴ σχολή. Ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ Κυβερνήτη ματαίωσε τὴ διανομὴ τῶν ἐθνικῶν κτημάτων καὶ συγχρόνως μία δυναμικὴ θεμελίωση τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς τοῦ νέου κράτους.
Ραγδαία ὑπῆρξε ἐπίσης ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς ναυτιλίας, ἡ ὁποία ἀπέτρεψε τὴν ὕψωση τῆς σημαίας τῶν τριῶν Δυνάμεων ἀπὸ ἑλληνικὰ πλοῖα, ποὺ «ἐπιτράπηκε» δῆθεν ὡς προσφορά. Ἡ ἑλληνικὴ σημαία ἄρχισε νὰ ταξιδεύει σὲ ὅλη τὴ Μεσόγειο, προκαλῶντας τὴν ἔκπληξη, τὴν ἀνησυχία καὶ τὸν φθόνο τῶν Εὐρωπαίων: «Παραπονοῦνται ὅτι δὲν βλέπουν καθ᾿ ὅλας τὰς θαλάσσας εἰ μὴ τὴν Ἑλληνικὴν σημαίαν, ἀποδίδουν δὲ τὴν αἰτίαν εἰς τὸν Κυβερνήτην» διαβάζουμε σὲ κείμενο τῆς ἐποχῆς. Νέα λιμάνια, ὅπως τῆς Ἑρμούπολης, ἄρχισαν νὰ ἔχουν ἔντονη ἐμπορικὴ ζωή. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1830 ἱδρύθηκε στὴ Σῦρο καὶ ἡ πρώτη Ἑλληνικὴ Ἀσφαλιστικὴ Ἑταιρεία. Ἡ κρατικὴ εἴσπραξη τῶν δασμῶν, ἡ δημιουργία ἐθνικοῦ στόλου καὶ κυρίως ἡ πρόθεση διανομῆς τῆς ἐθνικῆς γῆς θὰ προκαλέσουν ὡστόσο τὴ συσπείρωση καὶ τὴν ἀντίδραση πολλῶν προκρίτων, σὲ συνεργασία μὲ τὴν Ἀγγλία καὶ τὴ Γαλλία, ποὺ ἔβλεπαν τὶς προόδους τοῦ ἀνεξάρτητου κράτους μὲ καχυποψία.
Ἡ ἀφοσίωση τοῦ λαοῦ στὸν Κυβερνήτη δὲν ἐπέτρεπε τὴν προβολὴ τῶν φιλοδοξιῶν ποὺ εἶχαν ὁδηγήσει τὴν Ἐπανάσταση στὰ πρόθυρα τῆς καταστροφῆς. Ἡ πολύτιμη γιὰ τὸ Ἔθνος ἐσωτερικὴ τάξη καὶ ἡ ἀναδιοργάνωση ποὺ ἐπικράτησε μὲ τὴν ἄφιξη καὶ τὴν ἰσχυρὴ κεντρικὴ κυβέρνηση τοῦ Καποδίστρια ἔδινε λύση στὰ προβλήματα καὶ εἶχε σπουδαῖα πολιτικά, στρατιωτικά καὶ διπλωματικὰ ἀποτελέσματα. Παρὰ ταῦτα, πολλοὶ ἦταν οἱ κοτζαμπάσηδες ποὺ μὲ τὴ διακριτικὴ στήριξη τῆς Ἀγγλίας (ἡ ὁποία ἐνοχλεῖτο ἀπὸ τὴν ἀνεξάρτητη πολιτικὴ Καποδίστρια καὶ τὴν κωλυσιεργία του στὸ ἐδαφικὸ καὶ πολιτειακὸ ζήτημα) ἀλλὰ καὶ τῆς Γαλλίας, μετὰ τὴν Ἰουλιανὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1830, συντηροῦσαν μίαν ἀθόρυβη ἀλλὰ ἰσχυρὴ ἀντιπολίτευση. Ἤδη ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1829 ὁ Καποδίστριας γράφει πρὸς τὸν Ἐϋνάρδο γιὰ τὴ συνεργασία ἀντιπολίτευσης – ξένων καὶ γιὰ τὴν ἀναρχία, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὸ συμπέρασμα ὅτι «οὐδὲ ὡς ἀποικία ἥσυχος δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἡ Ἑλλὰς».
Ἡ Ὕδρα ζητοῦσε ἄμεσα ἀποζημιώσεις 1.000.000 ταλλήρων γιὰ τὶς ζημίες ποὺ ὑπέστη στὸν Ἀγῶνα καὶ τὴ διατήρηση τῶν φεουδαρχικῶν προνομίων ποὺ θίγονταν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἑνιαίου ἐθνικοῦ κράτους. Ἡ Μάνη ζητοῦσε τὴν ἰδιοποίηση τῶν δασμῶν καὶ τῶν προσόδων, ἰδιαίτερα μετὰ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1830, ὅταν πέθανε (πάμπτωχος χωρὶς νὰ ζητήσει ἀποζημιώσεις) ὁ μανιάτης ἄρχοντας τοῦ κλάδου τῶν Παλαιολόγων καὶ φίλος τοῦ Καποδίστρια Διονύσιος Μούρτζινος, παράγοντας τοπικῆς ἰσορροπίας. «Εἰκοσιπέντε εἶσθε οἱ φθορεῖς τοῦ Ἔθνους», θὰ πεῖ κάποτε ἀγανακτισμένος ὁ Κυβερνήτης στὸν Πετρόμπεη.
Τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐκλογῶν τοῦ 1831 πιστοποίησαν τὴν κυριαρχία τοῦ Καποδίστρια στὸν λαό. Ὁ Κυβερνήτης ὅμως δὲν πρόλαβε νὰ ἐμφανιστεῖ στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους, ποὺ θὰ τὸν δικαίωνε πανηγυρικά. Ἡ σκανδαλώδης εὔνοια τῶν στασιαστῶν τῆς Ὕδρας καὶ τῆς Μάνης ἀπὸ τοὺς ἀντιπρέσβεις τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς ναυάρχους πείθει καὶ τὸν πλέον δύσπιστο γιὰ τὴν ὑπονόμευση τοῦ Κυβερνήτη, ποὺ θὰ πλήρωνε μὲ τὴν ἴδια του τὴ ζωὴ τὸν διπλωματικό του θρίαμβο. Οἱ Ὑδραῖοι μπορεῖ νὰ πανηγύριζαν (ἡ ἐφημερίδα «Ἀπόλλων» μάλιστα θὰ παύσει νὰ ἐκδίδεται, ἀφοῦ «ὁ σκοπὸς ἐπληρώθη»), ἀλλὰ ἡ μεγάλη πλειονότητα τοῦ λαοῦ αἰσθάνθηκε ἀμέσως τὶς τρομερὲς συνέπειες τῆς στυγερῆς πράξης. Οἱ ἐκδηλώσεις ὀδύνης ὑπῆρξαν ἀνείπωτες καὶ εἶναι ἡ συγκλονιστικότερη μαρτυρία γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωση τοῦ λαοῦ στὸν Κυβερνήτη. Ὁ θάνατός του στέρησε τὸ Ἔθνος ἀπὸ τὸ μοναδικὸ στήριγμα ἀσφάλειας καὶ προοπτικῆς. «Ὁ θάνατος τοῦ Κυβερνήτου εἶναι συμφορὰ διὰ τὴν Ἑλλάδα. Δὲν φοβοῦμαι νὰ εἴπω εἶναι δυστύχημα εὐρωπαϊκόν», θὰ γράψει ὁ ἀληθινὸς φίλος τῶν Ἑλλήνων Ἐϋνάρδος. Ἡ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια καὶ οἱ ἐμφύλιες συγκρούσεις ποὺ ἀκολούθησαν ἐπέτρεψαν τὴν ταχεῖα ρύθμιση τοῦ πολιτειακοῦ ζητήματος μὲ ἐκλογὴ τοῦ Ὄθωνος (Φεβρουάριος 1832). Ἡ ἔξωθεν ἐπιβολὴ τῆς μοναρχίας καὶ ἡ ταύτιση τῆς ἀνάγκης τῆς προόδου μὲ τὴν ξένη ἐξάρτηση στὸ νεότευκτο ἑλληνικὸ κράτος ἐπρόκειτο νὰ ἔχουν τραγικὲς μακροϊστορικὲς συνέπειες. Τὸ πρόωρο τέλος τοῦ Κυβερνήτη στάθηκε ἡ πρωτογενὴς αἰτία ποὺ τὸ αἴτημα ἐθνικῆς ὁλοκλήρωσης καὶ πολιτικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ, αἴτημα ἑνιαῖο γιὰ ὅσους πιστεύουν στὸ μέλλον αὐτοῦ τοῦ Ἔθνους, παρέμεινε μέχρι τὶς ἡμέρες μας τραγικὰ ἀδικαίωτο.
Ἡ εὐστροφία, ἡ ἱκανότητα νὰ παίρνει ταχύτατα ἀποφάσεις, ἡ ἀπόλυτη τιμιότητα ποὺ γεννοῦσε τὴν ἐμπιστοσύνη ἀκόμη καὶ στοὺς ἀντιπάλους του, ἡ ἀφοσίωση στὸ ἔργο του, ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνεργητικότητα, ἡ πίστη του στὴν κοσμογονικὴ δύναμη τῆς ἑκούσιας θυσίας σφράγισαν τὴ βεβαιότητά του ὅτι ἄξιζε νὰ ἀναλάβει τὴν ἄρση ἑνὸς σταυροῦ μαρτυρίου, μὲ τέλος σχεδὸν προδιαγεγραμμένο. Ἡ μεγίστη διπλωματική του ἐμπειρία, ἡ ἀκονισμένη ἀπὸ τὴν πρόκληση νέων καθηκόντων, τὸν ἔφερε στὴν καθημαγμένη ἐπαναστατικὴ Ἑλλάδα ἀποφασισμένο νὰ μὴ συμβιβαστεῖ καὶ νὰ μὴ γίνει ἄλλος ἕνας (λὲς καὶ προέβλεπε τὸ μέλλον) ἀπὸ τοὺς ἀσήμαντους ἡγέτες τοῦ νεοελληνικοῦ βίου. Ὁ Καποδίστριας ἤξερε αὐτὸ ποὺ δὲν μάθαμε ἐμεῖς μετὰ ἀπὸ δύο αἰῶνες πολιτικοῦ βίου: Πὼς ὅταν ἀνάμεσα στὴ θέληση καὶ τὴν ἐκτέλεση παρεμβάλλονται προσκόμματα καὶ τακτικισμοί, τότε ὁ πολιτικὸς ξεπέφτει καὶ ἕνα πολύμορφο πελατειακὸ σύστημα γεννιέται καὶ κατατρώει τὸν τόπο.
Ἡ δολοφονία τοῦ Καπποδίστρια στέρησε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἕναν πολιτικὸ ἔμπειρο καὶ ἀνιδιοτελῆ, ἕναν διπλωμάτη εὔστροφο, μὲ πίστη καὶ πατριωτικὸ ρεαλισμό. Ἡγέτης εὐπροσήγορος, εὐγενὴς ἀλλὰ καὶ ἀποφασιστικός ἦταν ἀπόλυτα ἀφοσιωμένος στὸ σχέδιό του γιὰ τὴ θεμελίωση ἑνὸς σύγχρονου ἑλληνικοῦ κράτους. Ὁ αὐταρχισμὸς, γιὰ τὸν ὁποῖο κατηγορήθηκε καὶ μὲ πρόφαση τὸν ὁποῖο συνασπίστηκαν ἐναντίον του οἱ ὑποκριτές, ἦταν μία ἀδήριτη ἱστορικὴ ἀνάγκη, πάγιο φαινόμενο ἄλλωστε ποὺ συναντᾶται σὲ κάθε ἐπαναστατικὴ περίοδο, σὲ κάθε θεμελίωση κράτους. Ὁ διπλωμάτης ποὺ δίκαια ὀνομάστηκε «ἀρχιτέκτονας εὐρωπαϊκῆς εἰρήνης ἑνὸς αἰῶνος» (1815–1914), ὁ ἡγέτης μὲ τὴν ὀξεῖα ἐθνικὴ συνείδηση ἀλλὰ καὶ μὲ εὐρωπαϊκὸ «ἀέρα» ἦταν ὁ μόνος ποὺ μποροῦσε νὰ ἐπιβάλλει τὴν ἀναγκαία ἐθνικὴ ἑνότητα στὶς ὁμάδες ποὺ καταδυνάστευαν τὸν τόπο καὶ τὸν κρατοῦσαν δέσμιο τῶν ὀθωμανικῶν θεσμῶν, οἱ ὁποῖοι ἐσχάτως ἐξιδανικεύονται ἀπὸ ἱστοριογραφία ποὺ ἐργάζεται φιλότιμα γιὰ τὸν ἐθνικὸ ἀποχρωματισμὸ τοῦ λαοῦ μας.
Ὁ κακοτράχαλος δρόμος ἀπὸ τὴν ἀδούλωτη Ρωμιοσύνη στὴν Αὐλὴ τῶν Ρομανὼφ κι ἀπὸ τὴ ρημαγμένη, ἀπελπισμένη Ἑλλάδα τοῦ 1828 στὸ ἀνεξάρτητο Ἐθνικὸ κράτος τοῦ 1831 (ποὺ κι αὐτὸ ὑβρίζουν στὶς ἡμέρες μας στὸ ὄνομα μίας ἐν τέλει αἱρετικῆς καθαρότητας κάποιοι τιμητὲς τῶν πάντων καὶ αὐτόκλητοι πληρεξούσιοι τῆς Παράδοσης) σταμάτησε βίαια τὴν ὥρα ποὺ σήμαινε ὁ ὄρθρος στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα. Βλέπετε, ὁ Καποδίστριας δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ποὺ πηγαίνουν γύρω στὶς δέκα τὸ πρωὶ βαριεστημένοι σὲ κάποια Δοξολογία, ἐπειδὴ εἶναι ἐπίσημη ὑποχρέωση.
Προεκτείνουμε τούτη τὴν ὥρα νοερὰ τὸ ὕφος του καὶ τὸν φανταζόμαστε σὲ μία σκοτεινὴ κάμαρα τοῦ Ναυπλίου, μὲ τὰ κεριὰ νὰ φωτίζουν ἀχνὰ τὸ λεπτὸ καὶ φιλάσθενο πρόσωπό του, σ᾿ ἕναν κόσμο γεμᾶτο ὁράματα ἀλλὰ καὶ μὲ ρεαλιστικὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ τὸ διπλωματικό, τὸ ἐκπαιδευτικό, τὸ διοικητικὸ καὶ τὸ πολεμικὸ ἔργο, ποὺ ἄφησε σὲ λιγότερα ἀπὸ τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, εἶναι ἀληθινὰ μοναδικό. Τὸν φανταζόμαστε, μὲ τὸ μελαγχολικό του βλέμμα καρφωμένο στὸ μακρινὸ ἰδανικὸ μίας Ἑνωμένης καὶ Σύγχρονης Ἑλλάδας, νὰ πορεύεται ἀγόγγυστα πρὸς τὴ θυσία, ἔχοντας στὸ πλευρό του τὸν λαὸ καὶ δύο ἁγνοὺς πολέμαρχους τοῦ Ἀγώνα σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Κανάρη. Ἀπέναντί τους ἑτερόκλητο τὸ μέτωπο τῶν ἰδιοτελῶν Φαναριωτῶν, τῶν προσκυνημένων κοτζαμπάσηδων καὶ τῶν δῆθεν φιλελεύθερων τυχοδιωκτῶν.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ βλέμμα, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔργο, ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρότυπο ἀντλοῦμε σήμερα δύναμη. Τὴ δύναμη ποὺ ἴσως μᾶς βοηθήσει νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τοὺς σύγχρονους κοτζαμπάσηδες ποὺ ὁδήγησαν τὴ χώρα μας στὴ χρεωκοπία.