Θεοφάνης Μαλκίδης
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ως κεντρικό μέρος της σημαντικότατης παρουσίας του Ιωάννη Καποδίστρια στον δημόσιο βίο, η διεθνής του παράμετρος. Η υπηρεσία του δηλαδή στο υψηλής σημασίας λειτούργημα του Υπουργού επί των εξωτερικών της Ρωσίας (1815-1822).
Ο Έλληνας πολιτικός φτάνει, κατά την άποψή μας, στο απόγειο της πολιτικής του πορείας αναλάμβανοντας τη θέση αυτή, σε μία περίοδο που αφενός έχει διεθνείς εντάσεις και αντιπαραθέσεις, και αφετέρου εσωτερικές ανακατατάξεις στη Ρωσική αυτοκρατορία. Ωστόσο αυτό που προέχει, θεωρούμε, είναι η επισήμανση ότι η ανάληψη της θέσης του Υπουργού Εξωτερικών σε μία χώρα- αυτοκρατορία, συνιστά σημαντικότατη κατάκτηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Τόσο ως πολιτικού, όσο και ως Έλληνα. Και θα συνεχίσει να αποτελεί κομβικό σημείο της ζωής του αφού κατόρθωσε να συμβάλλει αποφασιστικά στα ζητήματα που απασχόλησαν το κράτος που τον υποδέχτηκε και τον τίμησε με τη θέση αυτή, τη Ρωσία, αλλά και να βοηθήσει ποικιλοτρόπως, ανοιχτά και μη, τον ελληνικό λαό που αγωνιζόταν, με πάθος και βαρύ φόρο αίματος, για την ελευθερία του.
- Ο Καποδίστριας ως διπλωμάτης και ως υπουργός εξωτερικών
Ο Ιωάννης Καποδίστριας (10/02/1776-09/10/1831), αφού είχε διατελέσει γραμματέας της Ιονίου Πολιτείας, με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους αποσύρθηκε και εντάχθηκε στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Το Μάιο του 1808, ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, του ανακοίνωσε ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη Β’ Τάξεως του τάγματος της Αγίας Άννας και τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη ( άφιξη Ιανουάριος 1809). Εκεί διορίστηκε επιτετραμμένος στον αντιβασιλέα της Ιταλίας, διορισμός που τελικώς ακυρώθηκε, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα στην κεντρική υπηρεσία του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών ως σύμβουλος, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια. Από τον Αύγουστο του 1811 έως το Μάιο του 1812 υπηρέτησε ως ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης και στη συνέχεια έφτασε στο Βουκουρέστι όπου εργάστηκε στη στρατιά του Δούναβη. Εκείνο το χρονικό διάστημα απονεμήθηκε στον Καποδίστρια το παράσημο Γ’ Τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου και ο μεγαλόσταυρος της Αγίας Άννας, ενώ λίγο αργότερα τιμήθηκε με τον μεγαλόσταυρο του Λεοπόλδου και του Ερυθρού Αετού από τον βασιλιά της Αυστρίας και Πρωσίας αντίστοιχα.
Καθοριστική στιγμή στη διπλωματική πορεία του Καποδίστρια είναι η ανάληψη καθηκόντων, ως μυστικού απεσταλμένου, στην Ελβετία με κεντρική αποστολή τον προσεταιρισμό της φιλικά προσκείμενης προς την Γαλλία κυβέρνησης. Η υπηρεσία του Καποδίστρια στην Ελβετία, ήταν καθοριστική, αφού συνεισέφερε στο σχεδιασμό του ελβετικού συντάγματος, που προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως μέλη της Ελβετικής ομοσπονδίας. Για τη συμβολή του αυτήανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτη και ανδριάντες του κοσμούν την πόλη της Λωζάννης και τα καντόνια του Βω και της Γενεύης.
Η παρουσία του Καποδίστρια στο Συνέδριο της Βιέννης (1814), συνέδριο το οποίο αποτέλεσε ορόσημο στην εξέλιξη της Ευρώπης αλλά και της αντιμετώπισης των λαών, κυρίως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που ζητούσαν ελευθερία, ήταν καταλυτική. Διορίστηκε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της επιτροπής των Πέντε και η παρουσία του Καποδίστρια στη Βιέννη θεωρείται καταλυτική, καθώς με τις συμβουλές του επηρέασε αποφασιστικά τον Τσάρο. Σύμφωνα με τον σύμβουλο του αυστριακού υπουργού των εξωτερικών Μέτερνιχ φον Γκεντς, σφοδρό πολέμιο κάθε κίνησης που ανέτρεπε την “τάξη πραγμάτων” της Ιεράς Συμμαχίας, η τελική πράξη του συνεδρίου (Μάιος 1815) ήταν αποτέλεσμα του Καποδίστρια και του ιδίου. Τότε σημειώνεται και η παρέμβαση του Καποδίστρια, προς το Τσάρο για το ελληνικό ζήτημα, στον οποίο τονίζεται η συμβολή που μπορεί να έχει μία πιο δυναμική ρωσική παρουσία.
Ο Καποδίστριας, μετά από εξουσιοδότηση του Τσάρου, θα τονίσει, μεταξύ των άλλων, ενώπιον του Συνεδρίου «πως χρέος …. είναι να λάβετε οποιαδήποτε πρόνοιαν και δια το καταδυναστευόμενον ελληνικόν έθνος παρά της Οθωμανικής εξουσίας, το οποίον υποφέρει τόσους αιώνας τον τυραννικόν οθωμανικόν ζυγόν και το οποίον διακινδυνεύει να πέση εις την τελευταίαν εξόντωσιν και τον μηδενισμόν, όθεν δεν μου φαίνεται δίκαιον το να αδιαφορήσουν οι Βασιλείς.».
Η αντίδραση του Μέττερνιχ ήταν φυσιολογική, και αφού αρνήθηκε την ελευθερία των Ελλήνων, έλαβε την απάντηση του Ρώσου μονάρχη ο οποίος τόνισε ότι «οι Έλληνες διά της Θείας Πρόνοιας και της Ευρωπαϊκής αιχμής ενόπλου βοήθειας θέλουν ελευθερωθούν ταχέως και συμφώνως προς τα αρχαία πατρογονικά των δίκαια, θα μείνουν ελεύθεροι, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι.».
Με την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι (μάχη Βατερλό), ο Καποδίστριας ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ρωσίας στη συνδιάσκεψη, πετυχαίνοντας την ακεραιότητα της Γαλλίας και την επιβολή συνταγματικής τάξης στα Επτάνησα. Έτσι τα Ιόνια νησιά απέκτησαν σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, εκλεγμένη κυβέρνηση και σημαία. Η συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην διπλωματική πορεία του Καποδίστρια, ο οποίος στη συνέχεια ορίστηκε υπουργός επί των εξωτερικών υποθέσεων.
Με την ιδιότητα αυτή ο Καποδίστριας συμμετείχε στο συνέδριο του Άαχεν, στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ και στα συνέδρια Τροππάου και Λάιμπαχ, όπου ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος επηρεασμένος από το Μέττερνιχ ακολούθησε την πολιτική της Αυστρίας παραμερίζοντας τον Καποδίστρια. Μάλιστα στο συνέδριο του Λάιμπαχ οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν για το “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος” του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Καποδίστριας πίεζε τον Τσάρο να ταχθεί υπέρ των συμπατριωτών του, αγωνίστηκε για να μην αποσταλεί βοήθεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι Μεγάλες δυνάμεις να κρατήσουν ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεων εξηγείται το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στο Σουλτάνο μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Ελλήνων. Η διαφορετική στάση Τσάρου και Καποδίστρια φάνηκε με τη διάσταση απόψεων, αφού ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας υποστήριζε την ανάληψη μονομερούς ενέργειας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο Τσάρος ενδιαφερόταν για την αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Καποδίστριας χάνει την εμπιστοσύνη του Τσάρου και στις αρχές του 1822 του αφαιρείται η διαχείριση του ανατολικού ζητήματος. Ο παραγκωνισμός του και η διαφωνία του με τον Τσάρο τον ανάγκασαν να ζητήσει ακρόαση, όπου εκεί του ανακοινώθηκε η παραχώρηση άδειας για ¨λόγους υγείας” …… Αυτή ήταν η τυπική λήξη της έντονης διπλωματικής παρουσίας του Καποδίστρια στα ρωσικά διπλωματικά ζητήματα, στην ουσία όμως η εμπειρία και το κύρος του, ήταν πλέον τώρα πλήρως αφιερωμένα στην ελληνική υπόθεση. Στην ελευθερία των αγωνιζόμενων πλέον Ελλήνων.
- Ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και Κυβερνήτης της Ελλάδας και η ελληνική επανάσταση
Ο Καποδίστριας παρότι δεσμευόταν από τη θέση του για την ανάληψη έμπρακτης βοήθειας προς τους συμπατριώτες του, όπως είδαμε δεν έχασε ποτέ ευκαιρία για υποστήριξη τους. Πέραν των προαναφερθέντων πριν την Ελληνική επανάσταση ίδρυσε (1815) τη Φιλόμουσο εταιρεία μαζί με τους Μητροπολίτη Ιγνάτιο, Άνθιμο Γαζή, Στούρτζα και άλλους Έλληνες, με σκοπός τη βοήθεια προς τους Έλληνες για σπουδές.
Τη σημαντικότερη εξέλιξη πριν την επανάσταση, τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας, Καποδίστριας την πληροφορήθηκε «δι’ αλληλογραφίας», στα 1816. Ήταν τότε που κατέπλευσε στο κέντρο του Ελληνισμού της νότιας Ρωσίας Οδησσό ο Νικόλαος Γαλάτης, νεαρός αριστοκράτης από την Ιθάκη και μακρινός ανιψιός του Καποδίστρια. Ο Νικόλαος Σκουφάς, τον μύησε στην οργάνωση και ο Γαλάτης σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια του ανάγγελλε ότι έγινε μέλος της οργάνωσης.
Η πρόσκληση του Καποδίστρια προς το Γαλάτη στην Αγία Πετρούπολη, ήταν για να ενημερωθεί περισσότερο για το ζήτημα, ωστόσο ο Γαλάτης, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, μετά την συζήτηση που είχε με το θείο του άρχισε να διαδίδει ότι ήταν με τους Τούρκους. Στη συνέχεια ήρθε η απέλασή του, ενώ οι Φιλικοί εκτιμώντας τη στάση του, τον σκότωσαν όπως άλλωστε προβλεπόταν από τη συνωμοτική της δομή.
Σε σύσκεψη των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1819, αποφασίστηκε να προταθεί η αρχηγία του αγώνα στον Καποδίστρια, καθώς επρόκειτο για «άνδρα σημαντικόν και άξιον της εμπιστοσύνης του Ελληνικού Έθνους», όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Ξάνθος.
Στις 16 Ιανουαρίου του 1820 ο Καποδίστριας δέχτηκε το Ξάνθο, ο οποίος κόμιζε συστατική επιστολή του Άνθιμου Γαζή, ο οποίος έγραφε σχετικά: «Ενθυμείσθε, κύριε κόμη, όταν ευρισκόμενοι εις Βιέννην και ομιλούντες περί της οικτράς καταστάσεως του έθνους μας, ελέγατε: Δεν ευρίσκεται και εις ημάς ένας Θρασύβυλος (Αθηναίος στρατηγός που έδιωξε από την Αθήνα τους εγκάθετους της Σπάρτης «τριάκοντα τυράννους»); Ιδού, πόσοι Θρασύβουλοι σας παρουσιάζονται σήμερον…».
Ο Ξάνθος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι μίλησε στον Καποδίστρια για τη δομή της Φιλικής Εταιρείας, προτεινοντάς του να μπει επικεφαλής της και «να διευθύνει ως Αρχηγός την κίνησιν του έθνους απ’ ευθείας ή δια σχεδίου τινός καταλλήλου…»
Ο Καποδίστριας απάντησε ότι «εις ην θέσιν ευρίσκεται, δεν ηδύνατο να δεχθεί μίαν τοιαύτην πρότασιν, ούτε να βοηθήσει, διότι δεν ήθελε να κομπρομεντάρει τον αυτοκράτορα», ενώ πρότεινε «να παύσωσιν οι αρχηγοί προς ώραν ενεργούντες, έως άλλης ευκαιρίας τινός μεταβολής της τότε πολιτικής, ήτις ήτο να μένουν τα έθνη εις ειρήνην».
Ο Καποδίστριας έκρινε ότι δεν ήταν κατάλληλη η περίσταση, δεν απέκλεισε τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα, ούτε να αναλάβει την αρχηγία του και πείσθηκε ότι το ζήτημα δεν έπαιρνε αναβολή. Όμως, όπως γράφει ο Ξάνος, «επανέλαβεν ότι δεν ημπορεί να μεθέξει δια τους ανωτέρω λόγους και ότι αν οι αρχηγοί γνωρίζουν άλλα μέσα προς κατόρθωσιν του σκοπού των, ας τα μεταχειρισθώσι, και ηύχετο να τους βοηθήσει ο Θεός».
Το 1820, ο στρατηγός και υπασπιστής του τσάρου, πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, επισκέφθηκε τον Καποδίστρια, με τον οποίο συζήτησαν τη σκλαβιά των Ελλήνων. Ο Υψηλάντης του αποκάλυψε ότι είχε δεχτεί την πρόταση να αναλάβει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και της Επανάστασης, ενώ από την πλευρά του ο Καποδίστριας τον ενεθάρρυνε να προχωρήσει και υποσχέθηκε ότι ο ίδιος θα βοηθούσε, όσο μπορούσε.
Η βαρόνη Λουλού Τιρχάιμ, στενή φίλη του Υψηλάντη και εκ των λιγοστών που του συμπαραστάθηκαν μέχρι τις τελευταίες στιγμές του, τόσο στη φυλακή, όσο και στο κρεβάτι του πόνου γράφει στις «Αναμνήσεις της»:
«Τον χειμώνα του 1819 – 20, όταν εγώ και η αδελφή μου Αικατερίνη βρισκόμαστε στη Ρωσία, ήρθε ο Υψηλάντης στην Πετρούπολη με μόνο σκοπό να μας δει. Όταν τότε, αρρώστησε για πολλές εβδομάδες, τον επισκέφθηκαν μερικά επίσημα πρόσωπα της «Εταιρείας». (…) Και αυτοί του ανάθεσαν χωρίς πολλές διατυπώσεις και στο όνομα των συμπατριωτών τους την αρχηγία. (…) Ο Υψηλάντης τους παρακάλεσε να του δώσουν τρεις μέρες καιρό για να σκεφθεί την υπόθεση και να μιλήσει με τον Καποδίστρια. (…) Ο Καποδίστριας, που ήταν πληροφορημένος για όλα, επιδοκίμασε με ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του φίλου το και του είπε, ότι ακόμα και αν η ευρωπαϊκή πολιτική δε θα επέτρεπε στον τσάρο να κηρυχθεί ανοικτά υπέρ της ελληνικής υποθέσεως, η καρδιά του θα είναι πέρα για πέρα με τους Έλληνες. (…) Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις, ο Υψηλάντης ζήτησε να μιλήσει με τον τσάρο, αλλά ο Καποδίστριας τον εμπόδισε. Τον απέτρεψε μάλιστα, από του να αποχωρήσει από το ρωσικό στρατό, με τη δικαιολογία ότι το διάβημα αυτό θα αποθάρρυνε τους Έλληνες της Πελοποννήσου, που έβλεπαν στο αξίωμά του, ως Ρώσου αξιωματικού, μιαν απόδειξη της προστασίας του τσάρου….Ο Υψηλάντης, αφού τελείωσε το σχέδιο των επιχειρήσεων, το έδειξε στον Καποδίστρια, που έμεινε τόσον ικανοποιημένος, ώστε πήδηξε από τη χαρά του, τον αγκάλιασε και τον γέμισε με εγκώμια».
Η άριστη σχέση που ανέπτυξε ο Καποδίστριας με τον αρχηγό της επανάστασης Αλέξανδρο Υψηλάντη και γενικότερα με την ανιδιοτελή οικογένεια των Υψηλαντών, επιβεβαιώθηκε, όταν την πρόταση να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδος την υπέγραψε ο Δημήτριος Υψηλάντης (1822) και επικυρώθηκε στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, όταν εκλέχθηκε (Μάρτιος 1827) κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία 7 ετών.
Της αποδοχής της πρότασης προηγήθηκε η επίσκεψη του Καποδίστρια στην Πετρούπολη για να αποδεσμευθεί και επισήμως από τη ρωσική διπλωματική υπηρεσία του Τσάρου. Ύστερα από την επίσκεψή του στο Λονδίνο και στο Παρίσι αναχώρησε για την Ελλάδα, φτάνοντας (18/01/1828) στο Ναύπλιο και τέσσερις μέρες μετά στην Αίγινα, τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Τρία χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1831, με τη δολοφονία κλείνει ο βιολογικός κύκλος του Καποδίστρια και ο πολιτικός βίος ενός χαρισματικού ανθρώπου.
- Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Αναλογιζόμενοι τη σημερινή διεθνή πολιτική και οικονομική παρουσία των Ελλήνων ανά τον πλανήτη, κυρίως όμως γνωρίζοντας την παγκόσμια επιστημονική τους παρουσία, διαπιστώνουμε ότι οι θέσεις που καταλαμβάνουν δεν ανταποκρίνονται, στο βαθμό που θα επιθυμούσαμε, στη βοήθεια προς την χώρα καταγωγής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ υπάρχουν χιλιάδες επιστήμονες και εκατοντάδες πολιτικοί με ελληνική καταγωγή, σε χώρες με επιρροή και δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα, εντούτοις, λείπει η προσωπικότητα που θα μπορούσε να αποτελέσει το νέο Καποδίστρια. Ίσως γιατί ο αλτρουισμός και η ανιδιοτέλεια του Ιωάννη Καποδίστρια δε συμβαδίζει με την εποχή μας, ίσως γιατί οι προτεραιότητες είναι άλλες. Θυμίζουμε όμως ότι όπως και τότε έτσι και σήμερα η πατρίδα μας είναι υπό κατοχή. Απλώς στις μέρες οι πασάδες και οι δούκες έχουν αλλάξει προσωπείο. Συνεπώς η ηγετική φυσιογνωμία του Ιωάννη Καποδίστρια είναι αναγκαία, ως πρότυπο και σύμβολο πολιτικής σκέψης, διπλωματικής αποτελεσματικότητας, σεβασμού στη χώρα που σε ανέδειξε αλλά και αληθινής αγάπης προς την πατρίδα που σε γέννησε.