Η υπόθεση εξελίσσεται σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, μια παραγκούπολη ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Ανω Πετράλωνα.
Το κέντρο του κόσμου για τους κατοίκους της, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αξιοπρέπειά τους.
Ανάμεσά τους ο Ρίκος (Αλεξανδράκης), πρώην κατάδικος, νυν μικροκομπιναδόρος, αλλά με καλή καρδιά. Η αγαπημένη του Στεφανία ( Αλίκη Γεωργούλη ), που φλερτάρει με πλούσιους και με την ιδέα να ξεφύγει μια και καλή από τη φτωχογειτονιά.
Ο ασκητικός «Νεκροθάφτης» ( Μάνος Κατράκης ), που σέρνεται ενώ προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εφιαλτικό, όπου ακούς μωρά να κλαίνε και επιθετικές γυναίκες να φωνάζουν.
Μια τουαλέτα και ένα τηλέφωνο υπάρχουν για ολόκληρη την περιοχή. Νερό, μακρυα… Ο ιταλικός νεορεαλισμός του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι ενσωματωμένος στην ελληνική πραγματικότητα της αυγής της δεκαετίας του ΄60.
Η ιστορία
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η τότε σύντροφός του Αλίκη Γεωργούλη αναζητούσαν μια φτωχή περιοχή για τα γυρίσματα της ταινίας τους.
Δεν γνώριζαν τον Ασύρματο, μια συνοικία που ονομαζόταν έτσι επειδή εκεί ήταν τοποθετημένος ο ασύρματος των Γερμανών επί Κατοχής. Κάποιος είπε στον Αλεξανδράκη να δει την περιοχή.
Το έκανε και είδε στις παράγκες, τις φτιαγμένες από Kωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, το ιδανικό σκηνικό του. Θα μπορούσες να πεις ότι βρήκε το ντεκόρ της ταινίας… στο πιάτο. Το ίδιο συνέβη και με τους κομπάρσους.
Οι ίδιοι οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής, αυτοί που διέμεναν στις παράγκες, έπαιξαν στη «Συνοικία».
Καθώς οι βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ταινίας δεν έπαψαν ποτέ να είναι το κεφάλαιο, το θέμα και το έμψυχο υλικό, οι σεναριογράφοι Κώστας Κοτζιάς και Τάσος Λειβαδίτης άφησαν για τέσσερις μήνες κάθε άλλη δουλειά τους, ο Αλεξανδράκης σταμάτησε τις ως τότε επικερδείς κινηματογραφικές εμφανίσεις του, ο Τάσος Ζωγράφος άρχισε να προετοιμάζει τα ντεκόρ.
Οσο για τη Γεωργούλη, παράλληλα με τους ρόλους της πρωταγωνίστριας και της διευθύντριας παραγωγής, ανέλαβε και καθήκοντα φροντιστή.
« Είχα βγάλει έναν κατάλογο από πάρα πολλά μεταχειρισμένα και φθαρμένα ρούχα, σκεύη και έπιπλα που ήταν αδύνατον να βρεθούν αλλού εκτός από τα ίδια τα σπίτια του συνοικισμού » έγραφε η ηθοποιός στην «Ε.Τ.».
« Η ποδιά με τα 100 μπαλώματα πάνω στα 100 άλλα μπαλώματα που φορά η Σαπφώ Νοταρά αποτελούσε το αναγκαίο υλικό για να δοθεί ο επιζητούμενος ρεαλισμός ».
Αφήνοντας στην άκρη την «ωραιοποιημένη Αθήνα» η ταινία παρουσιάζει στους θεατές, την Αθήνα της φτώχειας, της παρακμής, των μικροαπατεώνων που προσπαθούν να επιβιώσουν αλλά και της ελπίδας και των ονείρων.
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε με επεισόδια, καθώς αστυνομικές δυνάμεις προσπάθησαν να εμποδίσουν την είσοδο του κοινού. Σύμφωνα με τον υφυπουργό τύπου δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας.
Η «Συνοικία το όνειρο» τιμήθηκε ωστόσο με δυο βραβεία στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Η ερμηνεία του ηθοποιού-θρύλου Μάνου Κατράκη και η κινηματογραφική χημεία της Αλίκης Γεωργούλη με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τοποθετούν τη συγκεκριμένη δημιουργία στα αριστουργήματα του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με την αυθεντική λαϊκή αλλά και δραματική ερμηνεία του γίνεται ένας ακόμη «ρόλος» της ταινίας προσθέτοντας δραματουργικά στο συνολικό κλίμα αρτιότητας και υψηλής αισθητικής που τη χαρακτηρίζει.
Το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», ερμηνευμένο εκπληκτικά από τον Μπιθικώτση που εκείνα τα χρόνια συνεργαζόταν στενά με τον μεγάλο συνθέτη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς αντικατοπτρίζοντας μοναδικά τη σκληρή πραγματικότητα μιας Ελλάδας που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να επιβιώσει.