Στις 14 Μαΐου 1824, αιγυπτιακά πολεμικά πλοία απέπλευσαν από την Αλεξάνδρεια και ενώθηκαν με τον στολίσκο του Γιβραλτάρη, στον κόλπο της Σούδας. Κατόπιν έπλευσαν πρός την Κάσο, κανονιοβόλησαν τις οχυρώσεις της και επέστρεψαν άπρακτα. Οι Κασιώτες, διαβλέποντας τον άμεσο κίνδυνο, έστειλαν δεκάδες επιστολές στην Ελληνική κυβέρνηση του Κουντουριώτη, του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου, εκλιπαρώντας για βοήθεια…
«Σεβαστή Διοίκησις,
Μέ μέγιστην βίαν, γράφομεν όλοι οι ομογενείς κάτοικοι τής νήσου Κάσσου, κλαιόμενοι εις τήν Σεβαστήν Διοίκησιν, ειδοποιούντες τήν υμετέραν κορυφήν, ότι τρείς ημέρας έχει σήμερον ο αιγυπτιακός στόλος όπου έχει πλόκον τήν νήσον ημών, καθ’ όλα τά μέρη, μάλιστα τήν ημέραν τής Αναλήψεως μάς έκαμε καί ένα φοβερόν πόλεμον, πλήν, χάριτι θεία, δέν εβλάφθη ουδείς τών Χριστιανών. Λοιπόν παρακαλούμεν τήν Σεβαστήν ημών Διοίκησιν καί μητέρα νά μάς προφθάση βοήθειαν θαλάσσιον καί λοιπά, δι’ όνομα καί αγάπην Θεού, κάμετε έλεος διά ημάς τούς κατοίκους τής νήσου Κάσσου, επειδή καί η γενναιότης καί μεγαλοψυχία ημών είναι μέν πρόθυμοι, όμως κατά τήν θαλάσσιον δύναμιν πολύ σάς παρακαλούμεν νά μάς προφθάσετε.
Η κατάστασις τής αιγυπτιακής αρμάδας έχει ούτως. Έχει φρεγάτας τέσσαρας, καί μία όπου απέρασεν εις Ρόδον, από ιμβρίκια δέκα, καί από μικρά πλοία, γαλλιώτες, δέκα. Ταύτα ιδεάζοντες τήν Σεβαστήν καί Υπερτάτην ημών Διοίκησιν τήν παρακαλούμεν μετά δακρύων, αμέσως καί χωρίς αναβολήν καιρού νά μάς προφθάσετε εις τήν άνωθεν θαλάσσιον δύναμιν. Έτι παρακαλούμεν εις μπαρούτια καί εις βόλια, από μίαν, ή δύο, έως τριών οκάδων τό βάρος. Ταύτα αύθις παρακαλούντες μένομεν καί υπογραφόμενοι.
Εκ Κάσσου, τώ αωκδ’ (1824) τή 17 Μαΐου
Όλοι οι κάτοικοι τής νήσου Κάσσου».
Οι “εκλαμπρότατοι” καί η “Σεβαστή Διοίκησις” όμως ήταν απασχολημένοι μέ τόν εμφύλιο πόλεμο καί τήν εξόντωση τών οπλαρχηγών τής Πελοποννήσου. Δέν τούς περίσσευαν χρήματα γιά νά σωθεί η Κάσος. Ο Κουντουριώτης, ο οποίος ήταν υποχείριο τού Κωλέττη καί σκορπούσε τίς λίρες τού αγγλικού δανείου δεξιά καί αριστερά, στήν επιστολή τού πρός τούς άτυχους κατοίκους τής Κάσου απάντησε ότι … δέν υπάρχουν λεφτά γιά τόν Ελληνικό στόλο καί απορούσε γιά τόν λόγο γιά τόν οποίο οι Κασιώτες δέν είχαν πολεμοφόδια.
«Η Διοίκησις, ως κοινή μήτηρ, δέν θέλει αδιαφορήσει καί εις τάς πολεμικάς χρείας, καί φθάσαντος τού δανείου θέλει σάς οικονομίσει αναλόγως. Τά πολεμικά πλοία εξ Ύδρας καί Σπετσών δέν εκπλέουσιν ακόμη εξ αιτίας όπου τό ταμείον δέν έχει χρήματα νά πληρώσει τούς ναύτας, άμα όμως φθάσουν τά χρήματα καί πληρωθούν οι ναύται θέλουν έβγει ευθύς επειδή είναι έτοιμα.
Απορεί η Διοίκησις παρατηρούσα ότι έχετε έλλειψιν εφοδίων, ενώ ειξεύρει ότι καί πρότερον ήσθε εφωδιασμένοι από αυτά καί τελευταίον λαβόντες τά όσα εκ Κρήτης έφθασαν αυτόθι, εφοδιασθήτε έτι μάλλον τούτο. Αν ο εχθρικός στόλος αποτολμήση νά πλησιάση εις τήν νήσον ταύτην καί νά φροντίση νά κάμη έφοδον, η Διοίκησις γνωρίζουσα τήν γενναιότητά σας καί τήν απόφασίν σας νά θυσιασθήτε πάντες υπέρ πίστεως καί πατρίδος, πληροφορηθείσα ότι καί αρκετά ξένα άρματα ευρίσκονται εις τήν νήσον σας είναι βεβαία ότι θέλετε δώσει τρόμον εις τόν εχθρόν.
Εν Μύλοις Ναυπλίου τή 27 Μαΐου 1824
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Κουντουριώτης»
Στά τέλη Μαΐου τού 1824, εμφανίστηκαν μπροστά στήν Κάσο 45 πλοία πού μετέφεραν 4000 άνδρες μέ αρχηγό τόν ίδιο τόν Χουσεΐν μπέη, πού είχε πνίξει στό αίμα τήν επανάσταση στήν Κρήτη! Τά οθωμανικά πλοία αγκυροβόλησαν κοντά στό νησάκι τής Μακρίας καί επί δύο ημέρες κανονιοβολούσαν χωρίς αποτέλεσμα τήν Αγία Μαρίνα, όπου ήταν συγκεντρωμένη η μεγαλύτερη δύναμη τών Ελλήνων. Οι έμπειροι Κασιώτες απαντούσαν μέ εύστοχους κανονιοβολισμούς. Περίπου 4000 βόμβες έπεσαν στό νησί από τά δεκάδες κανόνια τών πολεμικών πλοίων τών Οθωμανών!
Τήν νύχτα τής 6ης Ιουνίου 1824, αποσπάστηκαν από τήν κύρια δύναμη τού εχθρικού στόλου, 25 βάρκες υπό τόν χιλίαρχο Μουσά, οι οποίες κατευθύνθηκαν χωρίς νά γίνουν αντιληπτές πρός τήν θέση Αντιπέρατος, νοτίως τής Αγίας Μαρίνας. Οδηγό τους είχαν έναν Κασιώτη προδότη, ονόματι Ζαχαριά! Οι μωαμεθανοί στρατιώτες σκότωσαν τούς έξι αμέριμνους φρουρούς καί κατευθύνθηκαν στίς πλάτες τών Ελλήνων, οι οποίοι είχαν τήν προσοχή τους στήν κύρια δύναμη τού στόλου πού βομβάρδιζε ανηλεώς ώστε νά τούς αποσπάσει τήν προσοχή από τήν ομάδα πού επιχείρησε τήν απόβαση!
Τό ξημέρωμα τής 7ης Ιουνίου 1824 βρήκε τούς Κασιώτες τρομοκρατημένους. Έβλεπαν πίσω τους τά τούρκικα μπαϊράκια καί τά τέσσερα χωριά τους πατημένα από τό πόδι τών Αγαρηνών. Η μάχη είχε πλέον χαθεί καί όλοι οι Κασιώτες διέλυσαν τίς γραμμές γιά νά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους.
Οι μουσουλμάνοι άρχισαν τό σύνηθες έργο τής σφαγής, τής λεηλασίας, τών βιασμών καί τών βασανιστηρίων. Τά κεφάλια πήγαιναν μέ τή σωρό στόν Χουσεΐν μπέη γιά νά στήσει τήν πυραμίδα του καί νά ανταμείψει μέ γρόσια τούς “γενναίους” πολεμιστές τού Αλλάχ.
Ένας από τούς πλοιάρχους τής Κάσου, ο Μάρκος Μαλλιαράκης, πού ξεχώριζε γιά τήν ανδρεία του, δικαίωσε μετά από λίγο τή φήμη του. Μέσα στή γενική απελπισία, μάζεψε μερικούς συντρόφους του καί πολέμησε μέχρι τέλους τούς εισβολείς. Λέγεται ότι σκότωσε μόνος του περισσότερους από τριάντα τούρκους. Τελικά όμως πιάστηκε αιχμάλωτος καί οδηγήθηκε στόν Χουσεΐν μπέη. Ούτε εκεί λύγισε καί αφού έσπασε τά δεσμά του, άρπαξε τό μαχαίρι από τή ζώνη ενός Οθωμανού, σκότωσε άλλους δύο γιά νά βρεί ηρωϊκό θάνατο κατατρυπημένος από τά κτυπήματα τών μαχαιριών τών υπόλοιπων τούρκων.
Ο Μάρκος Μαλλιαράκης, γνωστός καί σάν Διακομάρκος, ήταν από τούς πρώτους καραβοκύρηδες πού εξόπλισε τό μπριγαντίνι του “Λεωνίδας”, γιά νά σηκώσει τό λάβαρο τής επανάστασης στήν Κάσο τόν Απρίλιο τού 1821. Τόν Ιούνιο τού 1821, είχε βοηθήσει μέ δικά του εφόδια καί έξοδα τούς Κρητικούς, ενώ στίς 28 Ιουλίου είχε ενωθεί μέ τόν Ελληνικό στόλο καί είχε επιτεθεί στόν εχθρό πού έπλεε κοντά στήν Κώ. Τό 1823 διορίστηκε έπαρχος καί οργάνωσε αποτελεσματικά τή διοίκηση καί τήν άμυνα τού νησιού. Αντιπροσώπευσε τήν Κάσο στή Β’ Εθνοσυνέλευση τού Άστρους Κυνουρίας, τό 1823.
Ύστερα από τίς σφαγές, η Κάσος τών 7000 κατοίκων ερήμωσε. Τό νησί γέμισε από τά κουφάρια τών ανθρώπων πού κάποτε τό κατοικούσαν καί τού έδιναν ζωή. Οι όμορφες γυναίκες μέ τά παιδιά τους γλύτωσαν τήν ζωή τους, αφού οι Τουρκοαιγύπτιοι τίς μετέφεραν γιά νά τίς πουλήσουν στά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας. Ο Γιβραλτάρ, όμως πού ήθελε πληρώματα γιά τά πλοία του, υποσχέθηκε στούς επιζήσαντες άνδρες ότι θά τούς ελευθέρωνε τίς οικογένειες εάν αυτοί επάνδρωναν τά πλοία του. Δυστυχώς, πολλοί ήταν εκείνοι πού τόν πίστεψαν καί μπήκαν στήν υπηρεσία τού Αιγύπτιου ναυάρχου, χωρίς φυσικά νά δούν ποτέ τά αγαπημένα τους πρόσωπα, πού ήδη είχαν πουληθεί καί διασκορπιστεί στίς εσχατιές τών μουσουλμανικών χωρών.
Ο Γιβραλτάρ, όταν μετά από λίγο καιρό συνάντησε τό Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, τού είπε κομπάζοντας: “Η Κάσος σβήστηκε από τό χάρτη. Δέν αφήσαμε ούτε ρουθούνι ζωντανό…” Ο Γάλλος, προφανώς εκνευρισμένος μέ τήν αλλαζονεία τού μουσουλμάνου, τού απάντησε: “Αγαπητέ μου, δέν έκανες τίποτα σπουδαίο. Οι Έλληνες θά επανέλθουν καί θά αναγεννηθούν από τίς στάχτες τους, όπως ο μυθικός Φοίνιξ τής Ελληνικής μυθολογίας.”
Πηγή: Περί Πάτρης