Την ίδια ημέρα της μάχης στο Μανιάκι, δηλ. την 20η Μαΐου 1825, έγινε και η ιστορική ναυμαχία στο ακρωτήρι Κάβο Ντόρο, στο στενό του Καφηρέα. Τριανταπέντε ελληνικά πλοία με τρία πυρπολικά αντιμετώπισαν πάνω από πενήντα τουρκικά, που συνόδευαν σαράντα φορτηγά, τα περισσότερα με ξένες σημαίες.
Ο «ΛΕΩΝΙΔΑΣ»
Στις 19 του Μάη, φτάνει το μπρίκι μας «Λεωνίδας» με καπετάνιο τον θαλασσόλυκο Αντώνη Μπάμπα. Φουντέρνει μπροστά στο Βασιλάδι, δίπλα στην πολεμικιά αυστριακιά γολέτα «Αριάδνη», που από λίγες πριν μέρες κουβαλήθηκε, για να μάθει τι κάνουν οι κλεισμένοι και να δώσει ραπόρτο στους Τούρκους. Δεν πρόφτασε να συγυρίσει τα πανιά του ο «Λεωνίδας» και να, σηκώνει η «Αριάδνη» τα δικά της. Ο καπετάν Μπάμπας, που ήξερε τι μπαμπέσηδες ήταν όλοι τούτοι οι γαλονάδες των βασιλιάδων της Ευρώπης, τη βλέπει να φεύγει και σουρώνει τα φρύδια του.
Ο Αυστριακός βάζει με μιας πλώρη για την Πάτρα, τρέχει, βρίσκει τον καπουτάν Μαχμούτη και του λέει πως έφτασε στο Μεσολόγγι ένα μπρίκι με τροφές και πολεμοφόδια για τους αναρχικούς. Ρωτάει ο Μαχμούτης τι είδος καράβι είναι κι ο Αυστριακός τον βεβαιώνει πως θα του σταθεί εύκολο να το πάρει, γιατί είναι ένα καματερό που τούτοι οι θερμοκέφαλοι σήκωσαν πάνω του τη σημαία της ανταρσίας.
Ο καπουτάν Μαχμούτης ευχαριστά, με μπόλικες τσιρμόνιες, τον Ευρωπαίο, για την πληροφορία, του δίνει πεσκέσια και προστάζει να ετοιμαστεί η αρμάδα του. Ανεβάζει στα καράβια του και στεριανούς πολεμιστές να δυναμώσει έτσι τα τσούρμα του, γιατί δεν καταδέχεται, όπως παινεύεται, να βουλιάξει το γκιαούρικο, μα θα πέσει δίπλα του να το πάρει με ρεσάλτο και να το φέρει στην Πάτρα μ’ όλους όσους είναι πάνω σ’ αυτό. Σαν βγήκε όμως από το λιμάνι της Πάτρας, βρήκε δυνατό ενάντιο αέρα, που τον μπόδιζε να τραβήξει για το Μεσολόγγι.
Στ’ αναμεταξύ ο καπετάν Μπάμπας, που μυρίστηκε την μπαγαποντιά του Αυστριακού, ξεφορτώνει βιαστικά τα λιγοστά πράματα που είχε φέρει, για να ’ναι πιο λαφρύς, και βγαίνει όξω κι αυτός. Στις 23 του Μάη, μαϊνάρισε λίγο ο αέρας κι η αρμάδα του Μαχμούτη, που βολτετζάριζε κατά τον κάβο του Πάπα, βάζει πλώρη για το Μεσολόγγι.
Ο καπετάν Μπάμπας, που το ’λεγε η καρδιά του, βλέπει να ’ρχουνται τα πέντε καράβια του Μαχμούτη και δεν καρτερά να πέσουν πάνω του, μα παίρνει πρίμα τον αέρα ορμάει πρώτος κι αρχίζει η μπατάγια. Με μια ξυπνή μανούβρα σπάζει ο «Λεωνίδας» τη λίνια(Παράταξη) του Μαχμούτη, περνάει ανάμεσα από τα τούρκικα και τους αδειάζει κι από τις δυο μπάντες τα κανόνια του. Με την πρώτη ομοβροντία ρίχνει τον παπαφίγκο της καπιτάνας και τρυπά το μομπρέσο στ’ άλλο μπρίκι.
Ώσπου να πρυμίσει, γεμίζει τα κανόνια του, ξαναχυμά, ξανασπάζει τη λίνια και περνά ανάμεσα στα δυο μίστικα και τους σμπαραλιάζει τα σκοινιά και τις αρματωσιές. Οι στεριανοί που πήρε στα καράβια του ο Μαχμούτης – δυο μέρες ξερνοβόλαγαν – βλέπουν το κακό κι αρχίζουν τους ντουάδες(Παρακλήσεις) να τους λυπηθεί ο Αλλάχ και να τους σώσει. Το βιολί του ο καπετάν Μπάμπας γυρνά, περνά ανάμεσα στα δυο μπρίκια κι οι μπάλες του τρυπάνε την καπιτάνα λίγο πάνω από το νερό και σωριάζουν το κατάρτι στ’ άλλο. Πρυμίζει, περνάει ξανά και τους αδειάζει μια ομοβροντία ακόμα. Μπήγει τις νικητήριες φωνές το τσούρμο του «Λεωνίδα» και χυμάει ξανά πάνω στα τούρκικα. Μπροστά στην ορμή και στην απόφασή τους, σκορπάει ολότελα η αρμάδα του Μαχμούτη κι όπου φύγει-φύγει να κρυφτεί στο λιμάνι της Πάτρας σαν βρεγμένη γάτα. Από τότες δεν ξαναβγήκαν τα τούρκικα ούτε το Λεωνίδα να συναντήσουν ούτε τα καΐκια μας να κυνηγήσουν.
Ο ΤΟΠΑΛ ΠΑΣΑΣ Η ΜΕΓΑΛΗ πόρτα κράτησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Κιουταχή, πως θα ’στελνε την αρμάδα να του κουβαλήσει όλα τα χρειαζούμενα και να μπλοκάρει από τη θάλασσα το Μεσολόγγι. Ο βυζαντινός στόλος, όπως λέγανε τον τούρκικο στόλο τότες οι σοφολογιότατοι μας, χαζιρεύτηκε και στα μέσα του Μάη ξεκίνησε από την Πόλη. Τρεις ωραίες φρεγάδες, 10 κορβέτες και 38 μπρίκια και γολέτες πέρασαν μπροστά από το Ντολμά Μπαξέ, για να καμαρώσει ο Πατισάχ, ξαπλωμένος στα μπαλκόνια του παλατιού του, το ντουνανμά(Το στόλο) του. Βγήκαν περήφανα στον Ελλήσποντο και τράβηξαν για τα Στενά.
Τη δυνατή τούτη αρμάδα την ακολουθούσαν πλήθος καματερά καράβια, φορτωμένα όλα με τροφές και πολεμοφόδια για τ’ ασκέρι του Κιουταχή. Τα περισσότερα ήταν με ξένες παντιέρες, ναυλωμένα στο ντοβλέτι από λεβαντίνους, που τρίβαν ευχαριστημένοι τα χέρια τους για τις χρυσές δουλειές που κάναν με την ευκαιρία του ρεμπελιού των απρόκοφτων Ρωμιών. Τούτη η περίσταση ήταν μοναδικιά για να πλουτίσουν, να σωθούν για όλα τους τα χρόνια, να γεμίσουν με τα καλά της πολιτισμένης Ευρώπης τα σπίτια τους και να στολίσουν με διαμαντικά τις κοκόνες τους να φαντάζουν.
Καπουτάν πασάς της μεγάλης αρμάδας ήταν ο Μεχμέτ Χοσρέφ, γνωστός με το παρατσούκλι Τοπάλ, που θα πει κουτσός. Το παράξενο είναι πως κι αυτός είχε την ίδια με τον Κιουταχή τύχη, που μοιάζει κάπως με παραμύθι.
Γεννήθηκε, όπως κι ο σερασκέρης, στη Γεωργία κι αγοράστηκε δούλος, όταν ήταν μικρός, από τον Κιουτσούκ Χουσεΐν, καπουτάν πασά κείνον τον καιρό. Τετραπέρατο παιδί, άρεσε στ’ αφεντικό του τόσο, που αποφάσισε να τον κάνει μεγάλον άνθρωπο. Άμα άρχισε λίγο να μεγαλώνει, τον έβαλε στο σεράι κι ο σουλτάνος Σελήμ ο Γ’ τον πήρε από καλό μάτι κι έριξε βροχή πάνω του τ’ αξιώματα και τις τιμές. Σαν έγινε άντρας, τον έκανε κεχαγιά του παλατιού του κι ύστερα τον έστειλε στην Αίγυπτο, άμα την άδειασαν οι Γάλλοι του Ναπολέοντα, να βάλει σε τάξη τους Μαμελούκους. Αργότερα, όταν γίνηκε σουλτάνος ο Μαχμούτ, τα κατάφερε να διοριστεί βαλής στην Τραπεζούντα. Εκεί, όταν σήκωσαν το μπαϊράκι του σηκωμού στην Αγία Λαύρα οι ραγιάδες, έσωσε τους χριστιανούς Μαυροθαλασσίτες που γύρευε η φανατισμένη από τους ντερβισάδες Τουρκιά να τους σφάξει. Σε λίγο, όταν ο Κανάρης τίναξε στον αέρα στη Χίο την καπιτάνα και σκοτώθηκε ο Καρά Αλής, πήρε τ’ αξίωμα του καπουτάν πασά. Δε βγήκε σπουδαίος ναύαρχος, μα ήταν τετραπέρατος διπλωμάτης και γι’ αυτό ονομάστηκε Ταλλεϋράνδος της Τουρκιάς. Το πιο ξακουσμένο κατόρθωμά του στάθηκε ο ξολοθρεμός των γενίτσαρων, που είχανε κάνει δικό τους ντοβλέτι μέσα στο ντοβλέτι και τους έτρεμαν κι αυτοί ακόμα οι σουλτάνοι. Στο τέλος γίνηκε Μεγάλος Βεζίρης.
Οι νησιώτες μας, που μάθανε τις ναυτικές ετοιμασίες της Πόρτας, στέλνουν δέκα υδραίικα, με ναύαρχο το Σαχτούρη, δέκα σπετσιώτικα με τον Καλαντρούτση κι εννιά ψαριανά με τον Αποστόλη να φυλάνε όξω από τα Στενά, για να μποδίσουν την αρμάδα να βγει.
Στις 16 του Μάη, κατά τ’ απομεσήμερο, φάνηκε ο στόλος του Τοπάλ ανάμεσα στην Τένεδο και τη Λήμνο. Σηκώνει ο Σαχτούρης όρντινο να τον ακολουθήσουν τα καράβια και να βαρέσουν τον εχθρό. Αρχίζει κι από τα δυο τα μέρη το κανονίδι, μα σε λίγο έπεσε το σκοτάδι και χώρισαν. Ο Τοπάλ, για να ξεγελάσει τους δικούς μας, βάζει πλώρη δυτικά, να φανεί τάχα πως το σχέδιό του είναι να χτυπήσει την Ύδρα και τις Σπέτσες. Λογάριασε πως έτσι οι θαλασσινοί μας θα ’τρεχαν να διαφεντέψουν τα νησιά τους και θα του άφηναν το δρόμο ανοιχτό να τραβήξει κατά το νοτιά, να σμίξει στη Σούδα με το στόλο του Μωχάμετ Άλη κι ύστερα να κάνει το γύρο του Μοριά και να φτάσει απείραχτος στο Μεσολόγγι. Το κόλπο έπιασε τα δυο νησιά στέκονταν πια η μοναδικιά μας ελπίδα στη θάλασσα έπειτα που χάθηκαν τα Ψαρά. Ο Σαχτούρης τρέχει κατά την Άνδρο και βολτετζέρνει, για να μποδίσει τον Τοπάλ να ζυγώσει την Ύδρα και τις Σπέτσες.
Μα ο καιρός τα ’φερε έτσι, που η τούρκικια αρμάδα δεν πρόλαβε να κάνει τη στροφή προς το νοτιά κι οι δυο στόλοι, δίχως να το θένε, πέσανε ο ένας πάνω στον άλλον.
Στις 20 του Μάη, την αυγή, οι βίγλες μας, στην κόφα πάνω στα κατάρτια, ξεχωρίζουν μέσα στην πρωϊνή πάχνη την αρμάδα ανάμεσα στον Καβοντόρο και την Άνδρο.
Είναι μια πασίχαρη ανοιξιάτικη μέρα και φυσάει ανάλαφρο αεράκι. Τα δικά μας προχωράνε σε μια λίνια, αριστερά τα σπετσιώτικα, στη μέση τα υδραίικα και δεξιά τα ψαριανά. Σιμώνουν σιγά-σιγά τα τούρκικα κι ύστερα από τρεις ώρες που βγήκε η ήλιος αρχίζει η μπατάγια.
Γεμίζει βροντή, καπνό κι αστραπές η ακύμαντη θάλασσα, μα κανείς δε νίκαγε και μικρή στεκόταν η βλάβη κι από τα δυο μέρη. Σε λίγο σηκώνεται φρεσκαδούρα στο μπογάζι και τότες τα σπετσιώτικα ορμάνε και βάζουν σ’ αναταραχή το δεξιό πλευρό της αρμάδας. Ο Σαχτούρης βλέπει τη μια από τις τρεις φρεγάδες, την πιο μεγάλη απ’ όλες, τη χασνέ γκεμισί,(Το καράβι που κουβάλαγε το ταμείο της αρμάδας) να πλέει σοτοβέντο και να πασκίζει να βρει τον αέρα. Με μιας στοχάζεται να τη χαλάσει, χύνεται σαν αστραπή καταπάνω της, προστάζοντας δυο μπουρλότα, του Ματρόζου και του Μουσιού, να τον ακολουθήσουν.
Τα τούρκικα, που πολέμαγαν κατά κει, καταλαβαίνουν το σχέδιο του Σαχτούρη και μια από τις άλλες δυο φρεγάδες, μαζί με μια κορβέτα, τρέχουν να του κλείσουν το δρόμο και να σώσουν τη χασνέ γκεμισί. Μα οι θαλασσόλυκοί μας, με ξυπνή μανούβρα, τα προσπερνάνε, και σε λίγο βρίσκουνται πλάι στη φρεγάδα που πάλευε με τον καιρό. Στο κατάρτι της κυμάτιζε το μπαϊράκι του καπουτάν πασά. Ο Ματρόζος κι ο Μουσιούς, όρθιοι στα μπουρλότα τους, κρατάνε με τόνα χέρι το δοιάκι και με τ’ άλλο το δαυλί για ν ’ ανάψουν το φιτίλι. Γκαρδιώνουν τα τσούρμα τους και χυμάνε στη φρεγάδα, αψηφώντας τη φωτιά που ξέρναγαν τα εξήντα έξι της κανόνια. Κολλάνε πάνω της, ανάβουν τα μπουρλότα τους και πηδάνε στη σκαμπαβία να γλιτώσουν.
Πετιούνται οι φλόγες, τυλίγουν το περήφανο καράβι, γλείφουν τη σκάφη του και λαμπαδιάζουν τα ξάρτια του. Γυρεύουν οι Τούρκοι να σπρώξουν πέρα τα μπουρλότα, μ’ αυτά είναι γερά γατζωμένα κι αναγκάζουνται να πισωγυρίσουν διωγμένοι από τις φλόγες. Τρέχουν να ρίξουν τις βάρκες να σωθούν, μα καίουνται πια κι αυτές. Φουντώνει ολόκληρη η φρεγάδα, τριζοβολάνε τα παγίδια της, βογκάνε τα ζυγά, σπάνε και γκρεμίζουνται τα πόντε, παρασέρνοντας ανάκατα κανόνια, μπάλες, ανθρώπους. Μέσα σε δέκα μονάχα λεφτά, η φωτιά φτάνει στην μπαρουταποθήκη. Μια βροντή συγκλονίζει τα πέλαγα κι οι φλόγες κι ο καπνός ανεβαίνουν ίσαμε τα ουράνια. Άμα καταλάγιασε το κακό, πάνω στη θάλασσα πλέανε μονάχα τα συντρίμμια της φρεγάδας.
Είχε για τσούρμο 800 νοματαίους, που 156 απ’ αυτούς ήταν κανονιέρηδες, μηδέ ένας δε σώθηκε. Ανάμεσά τους ήταν κι αρκετοί Ευρωπαίοι. Τ’ αμπάρια στέναζαν γεμάτα πολεμοφόδια για το Μεσολόγγι και κουβάλαγε σάλια για να τα ρίξει στη λιμνοθάλασσα και να στήσει πάνω σ’ αυτά κανόνια. Μαζί της πήγε στο φούντο κι η κάσα με τον παρά της αρμάδας. Ολόκληρος θησαυρός. Μα ο Τοπάλ σώθηκε, είχε πάρει από τέτοιο φόβο τα μπουρλότα, ύστερα από το πάθημα του Καρά Αλή, που άφησε το μπαϊράκι του να κυματίζει σε τούτη τη φρεγάδα, μα ο ίδιος βρισκόταν σ’ ένα καράβι της σειράς που δεν ξεχώριζε από τ’ άλλα.(Ο Γκριν, ο Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα, που για τ’ ανθελληνικό βιβλίο του μιλήσαμε στην εισαγωγή, δεν μπορεί να παραδεχτεί πως ήταν άξιοι οι θαλασσινοί μας να κάνουν ένα τέτοιο κατόρθωμα. Γράφει πως, όπως του διηγήθηκαν τρεις Εγγλέζοι ναύτες που υπηρετούσαν στην τούρκικια αρμάδα και πολέμησαν στην μπατάγια του Καβοντόρου, «οι Έλληνες, μόλις είδαν σε ποια κατάσταση βρισκόταν η φρεγάδα, ρίξανε πάνω της δυο μπουρλότα, μα η σκυλίσια παλικαριά του Τούρκου δεν ήθελε να επιτρέψει έναν τέτοιο θρίαμβο στον εχθρό. Ο πλοίαρχος έβαλε φωτιά στην μπαρουταποθήκη και τίναξε τον εαυτό του, το πλήρωμα και τους θησαυρούς στον αέρα». Τον Γκριν τον τυφλώνει τόσο ο μισελληνισμός του, που δε σκέφτεται πως αφού κανείς δε γλίτωσε από τη φρεγάδα, δεν μπορούσαν να δουν από τ’ άλλα καράβια από μακριά τον Τούρκο καπετάνιο να τινάζει το δικό του, που καιγόταν, στον αέρα).
Βλέπουν οι Ψαριανοί το κατόρθωμα που κάναν τα υδραίικα, φιλοτιμιούνται, ορμάνε και βάζουν σ’ αναταραχή τ’ αριστερό πλευρό της αρμάδας. Ο Μπούτης κολλάει το μπουρλότο του σε μια κορβέτα των 34 κανονιών και την τινάζει στον αέρα μ’ όλο της το τσούρμο. Ε, αυτό ήταν! Τα χάνουν οι Τουρκαλάδες και το μόνο που συλλογιούνται πια είναι πώς να σωθούν. Σκορπάει η αρμάδα.
Είκοσι εφτά καράβια, με τον Τοπάλ πασά, παίρνουν ανάσα μονάχα στο λιμάνι της Σούδας. Είκοσι άλλα τρυπώνουν στην Κάρυστο. Μια κορβέτα, που τη στεναχώρεσαν απ’ όλες τις μεριές τα δικά μας, τη ρίχνει ο καπετάνιος της στη στεριά στη Σύρα. Το τσούρμο της, διακόσιοι νοματαίοι, που είκοσι πέντε απ’ αυτούς ήταν Ευρωπαίοι, βγαίνει στην ξηρά. Ξεμπαρκέρνουν οι δικοί μας και τους πιάνουν. Βλέπουν οι Συριανοί τους Ευρωπαίους να πολεμάνε με τους Τούρκους και γίνουνται θεριά, τους βρίζουν, τους φτύνουν και τους χτυπάνε.
Πιάσανε οι ναυτικοί μας και πέντε καματερά μ’ αυστριακιά παντιέρα, γεμάτα μπαρούτι, μπάλες, μολύβια, τσάπες, φτυάρια, όλα τούτα τα σύνεργα για τ’ ασκέρι του Κιουταχή.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ – ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ το έπος της μεγάλης πολιορκίας – ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 1987 – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε. – ΑΘΗΝΑ – Σελ.135-137, 145-149 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ