Εἰσαγωγή
Κάποιος ἄνδρας καταγόμενος ἀπό τήν Ἔδεσσα τῆς Συρίας, ὁ Ἰωάννης, μετακόμισε μέ τούς γονεῖς του εἰς τήν Ἀντιόχεια. Ἡ οἰκογένεια αὐτή ἐκέρδιζε τά πρός τό ζῆν παρασκευάζοντας καί πουλώντας ἀρώματα. Ὅταν, λοιπόν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Ἰωάννη διά γάμο καί συζυγία, οἱ γονεῖς του ἐπέλεξαν μιά καλή οἰκογένεια διά νά πάρουν τήν κόρη τους ὡς νύμφη διά τόν Ἰωάννη. Ἡ κόρη αὐτή ὠνομάζετο Μάρθα. Οἱ γονεῖς τῆς κόρης μέ χαρά ἐδέχθησαν τήν πρόταση αὐτή, ὅμως ἡ Μάρθα ἄλλα εἶχε εἰς τόν νοῦν της. Προτιμοῦσε νά ζῆ παρθενική ζωή ἤ καλύτερα, νά γίνη νύμφη Χριστοῦ. Οἱ γονεῖς της ὅμως ἐπέμεναν ἀνυποχώρητα εἰς τό νά γίνη ὁ γάμος αὐτός. Ἡ Μάρθα, ὡς κόρη μέ χριστιανική ἀνατροφή, δέν ἤθελε νά ἀπειθήση εἰς τούς γονεῖς της, ὅμως ἀντιδροῦσε ἐσωτερικά. Διά νά μή χάση ὅμως τήν γαλήνη της, ἀποφασίζει νά ἀναθέση εἰς τόν Θεόν τό ὅλο θέμα καί νά πράξη αὐτό πού θά τῆς ἀποκάλυπτε ὁ Θεός.
Σπεύδει εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς ἕνα προάστιο τῆς Ἀντιοχείας. Ἐκεῖ παρακαλοῦσε ἐπίμονα τόν Θεόν, γονατιστή ἐζητοῦσε, κλαίοντας ἐθερμοπαρακαλοῦσε νά τῆς δοθῆ κάποια πληροφορία διά τό θέμα της. Ἐπέμενε καί περίμενε μέ ὑπομονή, ὥσπου τε- λικά ἔγινε τό θαῦμα. Ἔλαβε τήν συμβουλή νά ὑπακούση εἰς τούς γονεῖς της, ὁπότε συνάπτεται εἰς γάμου κοινωνία μέ τόν Ἰωάννη καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἕτοιμο ἀπό καιρό, ἀρχίζει νά ἐφαρμόζεται πλέον.
Κατάφερε ὅμως νά κάνη κοινωνόν της εἰς τόν ἐνάρετον τρόπον ζωῆς τόν Ἰωάννη καί γίνεται συγχρόνως ὁδηγός διά τήν σωτηρία του. Ἐπέρασε ἔτσι ἀρκετός καιρός. Ἡ Μάρθα ἀρχίζει νά συνειδητοποιῆ τήν θέση καί τόν ρόλο της μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, νά γεννηθῆ ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ ὁ Συμεών καί ἀργότερα ὁ θαυμαστός Ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Πηγαίνει, λοιπόν, καί πάλιν εἰς τόν Ναόν τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί κάθεται ἐκεῖ εἰς τό ἔδαφος μέρα–νύχτα χωρίς νά λαμβάνη κανονική τροφή παρά μόνον ἄρτον, νερό καί ἁλάτι. Μόνον καθόταν καί τήν ἔπιανε ὁ ὕπνος διά ὀλίγον χρόνο. Ἔκλαιγε συνεχῶς ἡμέρα καί νύκτα παρακαλώντας τόν Θεόν μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Τιμίου Προδρόμου, νά τῆς δοθῆ ἕνα παιδάκι, τό ὁποῖον ἀργότερα θά τό προσέφερε ἡ ἴδια εἰς τόν Θεόν, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε συμβῆ μέ τήν Ἄννα καί τόν Σαμουήλ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τόν 10ο αἰ. π.Χ.
Τελικῶς μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ἐμφανίζεται εἰς τόν ὕπνον της σέ ὅραμα ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί τῆς ἀνεκοίνωσε ὅτι ἔγινε δεκτή ἡ παράκλησή της ἀπό τόν Θεόν. Διά νά τήν βεβαιώση δέ, τῆς ἔδωσε θυμίαμα σέ σχῆμα μπάλας καί τήν προέτρεψε νά θυμιάζη τόν Ναόν. Ἡ Μάρθα ἐγείρεται ἔντρομη ἀλλά καί γεμάτη χαρά. Μέ ἔκπληξη διεπίστωσε ὅτι εἶχε εἰς τό χέρι της τήν μπάλα τοῦ θυμιάματος. Εὐχαρίστησε γονατιστή τόν Θεόν καί ἐθυμιάτιζε τόν Ναόν. Ὁ χῶρος ἐγέμισε ἀπό μιά ἀπέραντη εὐωδία ἐντελῶς ἀσυνήθιστη.
Κάποια ἡμέρα τῆς ἐμφανίζεται ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί τήν προτρέπει νά ἐπιστρέψη εἰς τόν σύζυγό της. Τῆς ἀποκάλυψε ὅτι θά συλλάβει υἱόν εἰς τόν ὁποῖον θά δώσει τό ὄνομα Συμεών. Τῆς ἔδωσε ὁδηγίες πῶς θά τόν θηλάζει, τί θά τρώει, καί νά τηρῆ μέ ἀκρίβεια τίς ὁδηγίες αὐτές, διότι ὁ Συμεών, ὡς ἅγιον σκεῦος θά τεθῆ εἰς διακονία τοῦ Θεοῦ. Τῆς ἐτόνισε ἐπίσης πώς, ὅταν τό παιδάκι της γίνη δύο ἐτῶν, θά δεχθῆ τό Ἱερόν Βάπτισμα εἰς αὐτόν τόν Ναόν καί τότε μέ τήν χάρι πού θά λάβει, θά ὁ- μιλήσει τό ἴδιο τό παιδί διά ὅλα, ὅσα θά συμβοῦν μετά εἰς αὐτόν.
Ἡ Μάρθα ἔντρομη ἀλλά καί χαρούμενη ἐπιστρέφει εἰς τό σπίτι της. Σύντομα ἔμεινε ἔγκυος καί ἐπρόσεχε πάρα πολύ τόν ἑαυτόν της, διότι ἔνιωθε ὅτι φέρει μέσα της κάποιο θεϊκό σκεῦος. Ὅταν ἔφτασε ὁ καιρός, ἡ Μάρθα ἐγέννησε χωρίς πόνους καί ὠδῖνες τό παιδάκι της. Εἰς τίς σαράντα ἡμέρες ὁδηγεῖ τό βρέφος εἰς τόν Ναόν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἔχοντας τήν αἴσθηση ὅτι ἐπέστρεφε αὐτό πού ἔλαβε, ὡς ἀφιέρωση εἰς τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος τῆς τό ἐχάρισε.
Μετά ἀπό δύο χρόνια ἡ Μάρθα, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού ἔλαβε ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, ἔφερε τό παιδάκι της εἰς τόν Ναόν τοῦ Προδρόμου, ὅπου ἐβαπτίσθη καί ἔλαβε τό ὄνομα Συμεών. Τότε ἀκριβῶς ὁ νεοφώτιστος Συμεών ἄρχισε νά ὁμιλῆ καθαρά καί νά λέη· «ἔχω πατέρα καί δέν ἔχω, ἔχω μητέρα καί δέν ἔχω». Τά λόγια αὐτά τά ἐπανελάμβανε συνεχῶς ἐπί μία ἑβδομάδα, ἀποκαλύπτοντας ἔτσι αἰνιγματικῶς τήν ἀποξένωσή του ἀπό τά ἐγκόσμια, τήν ἐπικείμενη ἀναχώρηση καί τήν “ἀνάβασή” του πρός τά οὐράνια.
Τό 526 συμβαίνει πολύ μεγάλος σεισμός εἰς τήν Ἀντιόχεια πού κατέστρεψε ὁλοσχερῶς τήν Πό- λη. Τό σπίτι τῆς Μάρθας μετεβλήθη σέ χαλάσματα καί μέσα στά χαλάσματα αὐτά ἀπεβίωσε ὁ πατέρας τοῦ Συμεών Ἰωάννης. Ἡ Μάρθα πρίν ἀπό τόν σεισμό εἶχε ἐπισκεφθῆ τόν Ναόν τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου καί διεσώθη ἐκεῖ. Ἀκολούθως ἀλα- φιασμένη τριγυρνοῦσε μέσα στήν χαλασμένη Πόλη νά δῆ τά ἀγαπημένα της πρόσωπα. Ἔψαχνε παντοῦ, ἀλλά ὁ μικρός Συμεών δέν ἐφαίνετο πουθενά. Μιά κυρία, γνωστή τῆς οἰκογένειάς της, συνάντησε κάπου τόν μικρό Συμεών ἐντελῶς τυχαῖα καί τόν ἔλαβε μαζί της, ἀλλά δέν ἦταν δυνατόν μέσα στόν χαλασμό νά ἐπικοινωνήση μέ τήν Μάρθα. Ὁ Θεός ὅμως εἶχε ὑπό τήν κραταιάν Του προστασία τόν Συμεών τόν ὁποῖον προώριζε διά πολύ μεγάλες “ἀναβάσεις”, καθώς καί τήν μητέρα του τήν Μάρθα. Ἐμφανίζεται, λοιπόν, ὕστερα ἀπό μία ἑβδομάδα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης σέ ὅραμα εἰς τήν Μάρθα καί τήν καθοδηγεῖ ποῦ καί πῶς θά εὕρει τόν Συμεών. Μέ μεγάλη χαρά καί ἀγαλλίαση παρέλαβε ἡ Μάρθα τόν Συμεών καί ἔσπευσαν μαζί εἰς τόν Ναόν τοῦ Τιμίου Προδρόμου διά νά εὐχαριστήση τόν Θεόν καί τόν Τίμιον Ἰωάννη διά τήν σωτηρίαν καί εὕρε- ση τοῦ μικροῦ Συμεών.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἡ Μάρθα ἦταν ἀνήσυχη, διότι δέν ἐγνώριζε τί ἀκριβῶς ἔπρεπε νά κάνη διά τόν Συμεών. Μέσα εἰς αὐτήν τήν δύσκολη κατάσταση βλέπει εἰς τόν ὕπνον της εἰς ὅραμα τόν ἑαυτόν της φτερωτή νά ἀνυψώνεται ἀπό τήν γῆ κρατώντας εἰς τήν ἀγκαλιά της τόν μικρό Συμεών μέ ἰσχυρή παρόρμηση νά τόν προσφέρη δῶρον εἰς τόν Θεόν, καί νά τοῦ λέγη· «παιδί μου, ἐπιθυμοῦσα πολύ νά δῶ αὐτήν τήν θείαν “ἀνάβασή” σου καί μετά ἄς μέ πάρη ὁ Κύριος ἀπό τήν ζωή αὐτή, ἐπειδή ἐγώ, ἡ δούλη Του, βρῆκα χάρι μεταξύ τῶν γυναικῶν, νά τοῦ προσφέρω ὡς ἀνταπόδοση τόν καρπόν τῆς κοιλίας μου, δηλαδή ἐσένα μαζί με τίς ὠδῖνες καί τούς πόνους μου».
Ὅταν ἔγινε ἕξι ἐτῶν ὁ Συμεών βλέπει ἐνώπιόν του ἕνα λευκοφορεμένο ἄνδρα νά τοῦ λέη· “ἀκολούθησέ με”, ὁ Συμεών ἄνευ δισταγμῶν ὑπακούει καί τόν ἀκολουθεῖ. Ἔτσι ὁ Συμεών ἀναλαμβάνεται ἀπό τόν Θεόν διά μέσου τοῦ Ἀγγέλου Του, τοῦ λευκοφορεμένου αὐτοῦ ἀνδρός.
Ἡ Μάρθα ἐντελῶς μόνη, μέ συντροφιά καί προστασία τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ, ἔχει πλέον τήν ἄνεση καί τήν εὐκαιρία νά πραγματοποιήση τό ὄνειρό της, νά ἀφιερώση τόν ἑαυτόν της εἰς τόν Θεόν καί νά ἀρχίση καί αὐτή τίς “ἀναβάσεις” της.
Ἡ Μάρθα, μόνη πλέον, βρῆκε ἕνα σπιτάκι σέ ἕνα ὡραῖο θέρετρο, στήν Δάφνη, ἔξω καί δυτικά τῆς Ἀντιοχείας καί πολύ κοντά εἰς τό θαυμαστόν Ὄρος, ὅπου ἀσκήτευε ὁ ξακουστός υἱός της, ὁ Συμεών.
Ἔβαλε στόχο τῆς ζωῆς τόν ἁγιασμόν της καί τήν διακονία ἀγάπης πρός τούς συνανθρώπους της σύμφωνα μέ τό λόγιον· «Συνέτισόν με, Κύριε, καί μαθήσομαι τάς ἐντολάς σου», ἀλλά καί «Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου».
Ἡ Μάρθα ἐργαζόταν κατά μόνας κατασκευάζοντας διάφορα πράγματα πολύ χρήσιμα γιά τήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων.
Ἐπεσκέπτετο συχνά πτωχούς ἀνθρώπους. Ἐτάϊζε τούς πεινασμένους, ἐπότιζε τούς διψασμένους καί τούς παρεῖχε τά ἀναγκαῖα ξοδεύοντας ἀπό τά ὑπάρχοντά της. Ὅλα αὐτά τά ἔπραττε κρυφά. Ὅταν συναντοῦσε γυμνούς, ἔτρεχε γρήγορα νά τούς ἀγοράση ροῦχα, μέ κάθε προφύλαξη νά μήν τήν δῆ κανείς.
Πέραν αὐτῶν ἀκολουθοῦσε τήν ἐκφορά ξένων πτωχῶν νεκρῶν, μέ πολλά δάκρυα συμπαθείας, καί παρεῖχε εἰς αὐτούς δωρεάν τά ταφικά ἐνδύματα.
Ἔκαμνε τά χατίρια σέ ὅλους καί ὁ λόγος της ἦταν χαριτωμένος, ἀλλά καί σταθερός, μέ ἕνα ναί ἤ ὄχι πάντα, ὅπως εἶχε πεῖ ὁ Κύριος.
Πολλές φορές συναντοῦσε ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι διεπληκτίζοντο μεταξύ τους πολύ φοβερά. Παρενέβαινε ἀμέσως ἡ Μάρθα καί μέ τόν γλυκό της λόγο τούς συμφιλίωνε. Τούς εἰρήνευε καί τούς ἔπειθε νά ἐγκαταλείψουν τήν βίαιη συμπεριφορά καί νά ξαναγίνουν φίλοι μεταξύ τους.
Ὅταν συνέβαινε νά συναντᾶ ἀνθρώπους θυμωμένους μεταξύ τους γιά σοβαρές διαφορές, ἐπλήρωνε ἡ ἴδια τά χρέη καί ἀπελευθέρωνε τούς ἀ- δικουμένους.
Συχνά συναντοῦσε βίαιους ἀνθρώπους καί τούς ἔλεγε· «ὁ θάνατος μᾶς περιμένει ὅλους, χῶμα καί στάχτη εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Νά ἀποφεύγουμε τήν πλεονεξία διά νά μή λυποῦμε τόν Θεό, ἐπειδή θε- ωρεῖ πώς, ἡ ἀδικία πού γίνεται πρός τόν πλησίον, συμβαίνει πρός τόν ἑαυτόν Του. Τίποτε δέν τοῦ ξεφεύγει». Αὐτό τούς προβλημάτιζε μέ ἀποτέλεσμα νά τήν σέβωνται διά τήν χάρι πού τῆς παρεῖχε ὁ Θεός. Ἔτσι μετανοημένοι ἔπαιρναν τήν εὐλογία της καί οἱ πιεζόμενοι, λυτρωμένοι πλέον, ἐδόξαζαν τόν Θεόν. Ὅλα πρός δόξαν Θεοῦ, μέ αὐτήν τήν σκέψη ἐπολιτεύετο.
Προσευχόταν διαρκῶς πρός τόν Θεόν βοῶσα· «σῶσον τήν δούλη σου, ὁ Θεός, τήν ἐλπίζουσα ἐπί Σέ». Παρακαλοῦσε, ἐπίσης, τόν Θεόν μέ ἐπιμονή νά δώση τήν χάριν Του πρός τόν Συμεών ὁ ὁποῖος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐσταύρωσε τόν ἑαυτόν του διά τό ὄνομά Του. Ὅλα αὐτά τά ἐζητοῦσε μέ στεναγμούς ἀλαλήτους καί εἶχε τήν διάνοιάν της διαρκῶς προσηλωμένη πρός τόν Κύριον.
Ἡ Μάρθα εἶχε ἕνα ἰδιαίτερο χάρισμα ἀπό τόν Θεόν. Μερικοί παράφρονες ἀπό δαιμονική ἐνέργεια ἔτρεχαν εἰς τούς δρόμους μέρα καί νύκτα κραυγάζοντας, χτυπώντας καί τραυματίζοντας σοβαρά τά σώματά τους. Ἔσχιζαν τά ροῦχα τους καί δέν μπο-ροῦσαν νά ἡσυχάσουν μέ τίποτε. Ἐνῶ ὁ κόσμος τούς προσέφερε ἄρτο διά νά φᾶνε, αὐτοί δέν τόν ἐδέχοντο.
Ὅταν ὅμως τούς προσκαλοῦσε ἡ μακαρία Μάρθα, τότε αὐτοί ἐπήγαιναν εἰς τό σπίτι της σωφρονισμένοι καί ὑπάκουαν εἰς αὐτήν σάν νά ἦταν παιδιά της. Ἐκεῖ, λοιπόν, ἀφοῦ ἐχόρταιναν φαγητό καί νερό, ἐπέστρεφαν ἤρεμοι εἰς τά μέρη τους. Οἱ ταλαίπωροι αὐτοί ἄνθρωποι ἡμέρωναν κοντά εἰς τήν Μάρθα.
Ἡ Μάρθα συνανεστρέφετο ταπεινούς ἀνθρώπους, ἐνήστευε συνεχῶς μέ ἀκρίβεια καί μετέτρεψε τό σπίτι της σέ κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία. Ἄναβε κεριά, κανδῆλες καί θυμιάματα διά νά δοξάζη τόν Θεόν.
Ἀνέβαινε συχνά εἰς τό θαυμαστόν Ὄρος διά νά συναντήση τόν υἱόν της τόν Συμεών. Εἰς τόν δρόμο συναντοῦσε πολλούς τραυματισμένους, χτυπημένους ἀπό ἐγκληματικές ὁμάδες πού παραμόνευαν σέ κατάλληλα σημεῖα τοῦ δρόμου, διά νά ληστέ-ψουν ἀνύποπτους ἀνθρώπους. Ἡ Μάρθα τούς παρηγοροῦσε καί μέ τόν δικό της καλό τρόπο ἠρεμοῦσε τίς ψυχές τους. Συχνά ἔσχιζε λωρίδες ἀπό τά φορέματά της καί τίς ἔκανε ἐπιδέσμους. Ἔπλενε τίς πληγές τους μέ κρασί καί λάδι καί μέ τούς ἐπιδέσμους αὐτούς τούς προστάτευε καί τούς ἐθεράπευε. Μετά γεμάτη ἀπό χαρά συνέχιζε τήν πορεία της.
Ἐβοηθοῦσε τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς εἰς τά διακονήματά τους καί συχνά ἐφρόντιζε αὐτούς πού ἦταν ἄρρωστοι δαπανώντας πολλά χρήματα διά νά τούς κάνη καλά.
Σέ κάθε περίπτωση ἀποκαλοῦσε τόν ἑαυτόν της ὡς ἐσχάτη καί εὐτελεστάτη ἀπό ὅλους. Εἰς αὐτούς δέ πού τήν ἐγνώριζαν, ἔλεγε πώς ἦταν ἀνάξια δούλη τῶν μαθητῶν τοῦ Συμεών. Ἐχαίρετο πάρα πολύ βλέποντας τήν ἀκραία ἄσκηση καί τόν ἰδιαίτερο τρόπο ζωῆς τοῦ υἱοῦ της, ἀλλά ἐμπόδιζε τούς πάντες πού ἤθελαν νά ἐπαινέσουν τόν υἱόν της, διότι διέβλεπε τό ὀλέθριο ἀποτέλεσμα τῶν ἐπαίνων, δηλαδή τήν πνευματική χαλάρωση πού αὐτοί προκαλοῦσαν σέ πολλούς ἀσκητές.
Ἐσηκώνετο τά μεσάνυκτα διά νά δοξολογῆ τόν Κύριο. Ἐπεδίωκε διαρκῶς τήν ἐσωτερική εἰρήνη. Πάντοτε ἦταν παροῦσα εἰς τίς ἀγρυπνίες εἰς μνήμην τῶν Ἁγίων. Προσερχόταν πρώτη εἰς τόν Ναόν καί μετελάμβανε πάντοτε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Δέν καθόταν ποτέ κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, τό ἐθεωροῦσε ἀδιανόητο.
Ἀκριβῶς ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τήν κοίμησή της ἡ Μάρθα περιῆλθε εἰς ἔκσταση καί εἶδε ἕνα μεγάλο πλῆθος Ἀγγέλων νά κρατοῦν λαμπάδες ἀναμμένες καί νά λένε πώς τό ἑπόμενο ἔτος θά ἔρθουν νά τήν παραλάβουν ἀπό αὐτό τό ἴδιο μέρος διά νά τήν μεταφέρουν εἰς τήν κατάπαυση, πού ἔχει ἑτοιμασθῆ ἀπό τόν Θεόν δι᾽ αὐτήν.
Αὐτό ἀκριβῶς καί συνέβη. Ἔδειξε, λοιπόν, ὁ Θεός πόσον τόν εὐαρέστησε ἡ Μάρθα μέ τήν ταπεινή της ζωή, ἀλλά πλούσια σέ ἀγάπη πρός τούς συνανθρώπους της.
Ὁ Συμεών, κάποτε μετά ἀπό ἕνα ὅραμα μέ πολύ μεγάλο σεβασμό εἶπε στήν μητέρα του: «εὐλόγησέ με, Μητέρα, ὅπως ὁ Ἀβραάμ τόν Ἰσαάκ». Ἐ- κείνη τοῦ ἀπάντησε λέγοντας· «καί ἐγώ διά τόν λόγο αὐτόν εὑρίσκομαι ἐδῶ, διά νά εὐλογηθῶ καί νά σταθῶ κοντά σου, διότι μοῦ ἔμειναν μόνο τρεῖς μῆνες ζωῆς, μετά θά πορευθῶ εἰς τόν Κύριόν μου καί Θεόν μου, ὁ ὁποῖος σέ ἔπλασε καί σέ ἐδιάλεξε ἀπό τήν ἀναξιότητα τῶν πόνων τοῦ τοκετοῦ μου. Αὐτός νά σέ εὐλογήση καί νά σέ ἀξιώση νά ὁλοκληρώσης τόν καλόν σου δρόμο, νά σοῦ χαρίση τήν βασιλεία Του μαζί μέ τά πνευματικά σου αὐτά τέκνα». Μετά ἔκλινε καί τόν προσεκύνησε χύνοντας πολλά δάκρυα.
Ἡ σκηνή ἦταν ἄκρως συγκινητική, ὑπῆρχε ἕνα δέος καί μιά βουβή θλίψη, ἀλλά τήν ἴδια στιγμή μιά ἀπέραντη ὀμορφιά ὑψηλοῦ πνευματικοῦ κάλλους, μία εὐωδία αἰωνιότητας ἁπλώθηκε τριγύρω.
Ἡ Μάρθα ὀλίγον πρίν πεθάνη, εἶδε ἕνα ὅραμα πολύ ἐντυπωσιακό. Μεταξύ τῶν ἄλλων εἶδε πώς ἀνῆλθε εἰς τόν οὐρανό καί εἶδε ἐκεῖ ἕνα παλάτι πού ἦταν ἀδύνατον νά περιγράψη κανείς τήν δόξαν του. Ἐκεῖ, καθώς ἀνεπαύετο, παρουσιάσθηκε μπροστά της ἡ Παναγία Παρθένος καί δύο Ἄγγελοι πού τήν συνώδευαν. Ἡ Παναγία εἶδε τήν ἀμηχανία τῆς Μάρθας δι᾽ αὐτό πού ἔβλεπε καί δέν τό ἐπίστευε, ἦταν πανέμορφο, καί τῆς ἐξήγησε· «ἀγνοεῖς, λοιπόν, τήν δόξαν πού σοῦ ἔχει ἑτοιμασθῆ εἰς τήν ὁποίαν πρό-κειται νά παραμένης διά πάντα, διότι αὐτό εἶναι τό παλάτι πού ἔκτισε ὁ υἱός σου εἰς τόν οὐρανό». Ἀκολούθως ἔνευσε εἰς τούς δύο Ἀγγέλους καί αὐτοί ἀμέσως ἐτοποθέτησαν εἰς τό μέσον τοῦ παλατιοῦ ἕνα θρόνο. Τότε ἡ Παναγία ἐκάλεσε τήν Μάρθα καί τῆς εἶπε· «ὁρίστε, λοιπόν, σοῦ ἔχει δωρηθῆ ἡ τιμή αὐτή νά μένης διά πάντα ἐδῶ, ἐπειδή ἐφοβήθης τόν Κύριον καί ἐτίμησες μέ τήν ζωήν σου τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ».
Ἡ μεγάλη ταπείνωσή της ἀποκαλύπτεται εἰς τήν τελευταία της ἐπιθυμία νά ταφῆ τό σῶμα της ἐκεῖ ὅπου ἐθάπτοντο οἱ ξένοι καί οἱ πτωχοί, δηλαδή εἰς τόν «Πανδέκτη» τῆς Δάφνης καί ὄχι ἐκεῖ πού ἤθελε ὁ Συμεών, εἰς τήν «Μάνδρα» του.
Ἡ Μάρθα ἔχοντας πλήρη συνείδηση ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς της ἤδη τελειώνει, ἐκάλεσε τούς Μοναχούς τῆς «Μάνδρας» καί ἐνώπιον ὅλων εἶπε εἰς τόν Συμεών· «Ἐδοξάσθηκα ἀνάμεσα στίς γυναῖκες, διότι καθώς ἐγώ φεύγω, σέ παραδίδω εἰς τόν Κύριον τέλειον καί χωρίς σκάνδαλα. Εἶναι εὐλογημένη ἡ φύτρα σου ἤδη ἀπό τήν ρίζα της καί οἱ βλαστοί τῶν καρπῶν σου θαλεροί· εὔχομαι οἱ καρποί αὐτοί νά ἔχουν ἀγαθόν τέλος· πρός εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση ὅλων. Ἐφύτρωσαν πλέον τά φτερά μου διά νά πετάξω εἰς τόν οὐρανόν· σέ παραδίδω εἰς τόν Κύριον τῆς δόξης».
Ἀπευθυνομένη δέ πρός τόν Κύριον εἶπε· «Σύ, Δέσποτά μου, τόν ἐχάρισες εἰς ἐμένα, ὅμως καί ἐγώ τόν ἐπιστρέφω εἰς Ἐσένα ὡς προσφορά. Σῶσον με μαζί μέ ὅλους τούς Ἁγίους, διότι μόνον εἰς Ἐσένα ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας».
Διά τελευταία φορά προσῆλθε ἡ Μάρθα εἰς τόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Προδρόμου καί προσευχήθηκε πολλή ὥρα εἰς τόν Θεόν καί διά τόν Συμεών, ἀλλά καί διά νά ἱκανοποιηθῆ ἡ ἐπιθυμία της νά ταφῆ εἰς τόν «Πανδέκτη» μαζί μέ τούς ξένους. Μερικοί ἄνθρωποι πού εὑρέθησαν ἐκεῖ, τήν ἐτοποθέτησαν πάνω σ᾽ ἕνα ζῶο καί τήν μετέφεραν εἰς τήν Δάφνη.
Ἐκεῖ, ὅπως εὑρίσκετο, ἐσήκωσε τά χέρια της ὑψηλά καί κλαίοντας ἀνέπεμψε εὐχαριστήριους ὕμνους εἰς τόν Θεόν λέγοντας· «Εἰς τά χέρια Σου, Κύριε, παραδίδω τήν ψυχήν μου καί εἰς τά χέρια τῶν Ἀγγέλων Σου…», καί ὕστερα ἐκοιμήθη εἰρηνικά τόν ὕπνο τῶν δικαίων.
Ἡ σωρός τῆς Ἁγίας Μάρθας ἔμεινε διά μερικές ἡμέρες ἄταφη καί παρά τόν καύσωνα τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, Ἰούλιος μήνας, παρέμεινε ἀδυσώδης, ἄρρηκτος καί ἄβρωτος σκωλήκων.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζοντας ὅλα τά πνευματικά της προσόντα, τήν πίστη της καί τήν κατά Χριστόν ζωήν της, τήν κατέταξε εἰς τό Ἁγιολόγιόν της, ὡς γενομένη Εὐωδία Θεοῦ καί κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὥρισε νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη της τήν τετάρτη Ἰουλίου ἑκάστου ἔτους.
Τιμή: 4 ευρώ
Αγορά μέσω ηλεκτρονικού καταστήματος:
Δείτε ΕΔΩ όλα τα βιβλία της σειράς “ΑΓΝΩΣΤΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ”