Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ νέος καὶ θαυματουργὸς, ὁ ἐξ Ἰωαννίνων, πολιοῦχος τῆς Νάουσας

 






















Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα, στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ νέος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ κατατάχθηκε στὴν συνοδεία τῆς Μονῆς τοῦ Δοχειαρίου, ἀπὸ τὰ πρῶτα παραθαλάσσια μοναστήρια ποὺ ἀντικρίζει κανείς.


Διατηρώντας ὅσο περισσότερο μποροῦσε καθαρὸ τὸν νοῦ του ἀπὸ τὶς διαστροφὲς τοῦ δαίμονα, γλύκανε τὴν ψυχή του μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μεριμνώντας περισσότερο πὼς νὰ σώσει τὴν ψυχή του, παρὰ τὸ τί θὰ φάει καὶ θὰ πιεῖ. Κι ἡ ἀρετὴ αὐτὴ ποὺ σχεδὸν πάντα, ὅσο ἀποζητᾶς νὰ κρυφτεῖς τόσο σὲ φανερώνει, τὸν φανέρωσε στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ τὸν κατέστησαν ἡγούμενό τους μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ προηγουμένου γέροντά τους. Ὁ Ἅγιος τοῦτος, καὶ σὰν ἡγούμενος, ἔλαμπε λές, ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ θείου θελήματος. Πιστὸς στὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν στοργικὴ πατρικὴ ἀγάπη πρὸς ὅλα τὰ τέκνα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὰ βάλει στὸν Παράδεισο! 

Σὲ κάποια ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ εὐλογημένα χρόνια, ἡ ἀδελφή του Ἁγίου, ἔστειλε... γράμμα διηγούμενη τὴ συμφορὰ ποὺ τὴν βρῆκε. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἁρπάξει τὸν γιό της καὶ τὸν εἶχαν πάει στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ σκοπὸ βέβαια νὰ τὸν κάνουν γενίτσαρο. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀνησυχώντας γιὰ τὸν ἀνιψιό του, μπῆκε στὸν κόπο καὶ πῆγε στὴν Πόλη. Πράγματι ἐκεῖ τὸν βρῆκε, εὐτυχῶς προτοῦ τὸν ἀλλαξοπιστήσουν. Ἔκαμε μεγάλες προσπάθειες καὶ τελικὰ κατόρθωσε νὰ τὸν ἐλευθερώσει καὶ νὰ τὸν πάρει μαζί του. 

Ἔτσι γύρισαν στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀφοῦ κράτησε τὸν ἀνιψιό του σὲ δοκιμασία, τὸν κούρεψε μοναχό. Ἡ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς ἔδειχνε νὰ ἐνοχλεῖται γιὰ τὸν ἀνιψιὸ τοῦ Ἁγίου, φοβούμενοι πὼς οἱ Τοῦρκοι θὰ ἔκαναν ἐκδίκηση. Ἔτσι ξεκίνησε διχόνοια στὴ συνοδεία, μισοὶ τὸ ἀφῆναν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ἄλλοι μισοὶ φοβόντουσαν τοὺς Τούρκους! Ὁ Ἅγιος ἀποφάσισε νὰ βάλει τέλος στὸ πρόβλημα. Πῆρε τὸν ἀνιψιό του κι ἔφυγαν γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη κι ἀπὸ ‘κεῖ στὴ Βέροια, πιθανότατα μὲ σκοπὸ νὰ πᾶνε στὰ Γιάννενα, ἀπ’ ὅπου κατάγονταν. 

Στὴ Βέροια συγκινήθηκαν μὲ ὅσα ἄκουσαν γιὰ τὴ Σκήτη κι ἀποφάσισαν νὰ τὴν ἐπισκεφτοῦν. Διέμειναν στὴν Μονὴ τοῦ Προδρόμου, καὶ καθὼς εὐαρεστήθηκαν, ἀποφάσισαν νὰ μείνουν. Ἔγιναν γρήγορα ἀγαπητοί, Ἔτσι ποὺ τοὺς δέχθηκαν οἱ πατέρες καὶ σύντομά τους ἔδωσαν εὐλογία νὰ κτίσουν ἕνα κάθισμα - δηλαδὴ μονύδριο - κοντά τους γιὰ νὰ τοὺς ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ὠφελοῦνται πνευματικά. Δέκα λεπτὰ πιὸ χαμηλά, ἀπὸ τὴ Μονὴ Προδρόμου πρὸς τὸ ποτάμι, ἔκτισε ὁ Ἅγιος Θεοφάνης τὸ κάθισμα στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας. Μαζί του βρισκόταν κι ὁ ἀνεψιός του, ἀλλὰ σύντομα μαζεύτηκαν κι ἄλλοι ὑποτακτικοί. Ἐπειδὴ εἶχαν αὐξηθεῖ ἀρκετά, ἔπρεπε νὰ βροῦν κάποιο μεγαλύτερο χῶρο νὰ στεγαστοῦν. Ἡ Σκήτη ὅμως τῆς Βέροιας ἦταν γεμάτη - 50 ἀδελφότητες κοσμοῦσαν τὴν κοιλάδα καὶ ὅλα τὰ σημεῖα ἦταν κατειλημμένα. 

Ὁ Ἅγιος διαπίστωσε πὼς ὑπάρχει κατάλληλο μέρος κοντὰ στὴ Νάουσα καὶ πηγαίνοντας ἐκεῖ ἀνέγειρε τὴν Μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν. Πηγαινοέρχονταν μία στὴ Σκήτη μία στὴ Νάουσα. Κατὰ τὸ κτίσιμο, ὁ πρωτομάστορας δὲν ἐνέκρινε τὸν τόπο οἰκοδομῆς τῆς Μονῆς. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ζήτησε σημάδι ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους καὶ τὸ ἔλαβε. Τοποθέτησαν τὰ σχέδια σ’ ἕνα σημεῖο κι εἶπαν πὼς ὅπου τὰ μεταθέσουν οἱ Ἀρχάγγελοι, ἐκεῖ νὰ κτισθεῖ καὶ τὸ μοναστήρι. Κι ὄντως τὰ σχέδια βρέθηκαν στὸ σημεῖο ποὺ πρότεινε ὁ Ἅγιος Θεοφάνης. Μίαν ἄλλη φορᾶ μία ἀρκούδα κατασπάραξε τὸ γαϊδουράκι ποὺ κουβαλοῦσε τὰ ὑλικὰ γιὰ τὸ κτίσιμο. Κι ὁ Ἅγιος, τόσο σπουδαῖος ἦταν, ἔζεψε τὴν ἀρκούδα στὴ θέση τοῦ ὑποζυγίου. Ἐνόσω ὁ Ἅγιος ἔκτιζε τὸ μοναστήρι, εἶχε χειροθετήσει ἡγούμενο στὴν Μονὴ τοῦ Προδρόμου τὸν ἀνεψιό του. 

Ἔτσι πέρασε τὰ ἑπόμενα χρόνια της ζωῆς τοῦ πάντα πηγαινοερχόμενος στὴ Σκήτη καὶ στὴν Μονὴ τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Νάουσας. Ὅταν γέρασε ἀρκετά, ἀπομονώθηκε στὸ κάθισμα τῆς Παναγίας στὴ Σκήτη. Ἐκεῖ ἐξέπνευσε ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο καὶ ἀπατηλὸ κόσμο καὶ ἀνῆλθε πανηγυρικὰ στὰ Οὐράνια στὶς 19 Αὐγούστου καὶ ἐτάφη κατὰ τὰ ἔθη τῆς μοναχικῆς τάξεως. Μετὰ τὴν ἐκταφή του κι ἔχοντας, οἱ Πατέρες, βεβαιότητα γιὰ τὴν ὁσιότητά του βίου του, ἐκόσμησαν τὴν κάρα του μὲ ἀργυρὴ περίτεχνη θήκη καὶ τὴν τοποθέτησαν μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἱερὰ λείψανα τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου. Τὰ ὑπόλοιπα ὀστᾶ ξανατάφηκαν καὶ ἐπάνω τους κατασκευάστηκε ἕνα προσκυνηματικὸ μνημεῖο. 

Ὅταν μετὰ ἀπὸ αἰῶνες οἱ Τοῦρκοι κατέστρεψαν τὴ Σκήτη, γκρεμίστηκε τὸ κάθισμα τῆς Παναγίας, ἀλλὰ καὶ τὸ μνῆμα τοῦ Ἁγίου παραχώθηκε μέσ’ τὰ συντρίμμια. Στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου κλάπηκε ἀπὸ Ναουσαίους ποὺ ἤθελαν νὰ τὴν ἔχουν στὴ πόλη τους. Τὸ μνῆμα τοῦ Ἁγίου ἀνοίχθηκε τὸ 1926 μ.Χ. καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ (περίπου 60 τμήματα) τοποθετήθηκαν στὸ Ἅγιο Βῆμα τῆς Μονῆς Προδρόμου. Σήμερα σώζονται μόνον λίγα τεμάχια.