Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Ἡ ταραχή, ἡ ἀβεβαιότητα κ᾿ ἡ ἀγωνία....

 



Παράξενο πρᾶγμα φαίνεται στὴ σημερινὴ γενεὰ τὸ νὰ καταγίνεται κανένας μὲ τὴ θρησκεία καὶ μὲ τοὺς ἁγίους. Αὐτὰ τὰ θεωροῦνε προλήψεις οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Ὡστόσο, στὴν Εὐρώπη, ποὺ στάθηκε ἡ μάνα τῆς ἐπιστήμης καὶ τὸ σχολειὸ τῆς ἀθεΐας, ὑπάρχουνε πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν τάξη τῶν σπουδασμένων, ποὺ γυρεύουνε νὰ βροῦνε κάτι ἀλλοιώτικο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνώση, καὶ ψάχνοντας, φτάνουνε στὴ θρησκεία. 

Ἡ ταραχή, ἡ ἀβεβαιότητα κ᾿ ἡ ἀγωνία βασανίζουνε τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς ἀφήνουνε νὰ ἡσυχάσουνε, γιατὶ κατὰ τὸν Σολομῶντα «ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προστίθησιν ἄλγημα», δηλ. «ὅποιος πληθαίνει τὴ γνώση του πληθαίνει τὸν πόνο του».


Πολλοί, λοιπόν, ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς θαλασσοδαρμένους ποὺ τοὺς βασανίζει ἡ πνευματικὴ ἀνεμοζάλη καὶ δὲν ἀφήνει τὸ πνεῦμα τους καὶ τὴν καρδιά τους νὰ γαληνέψουνε, ὕστερα...
ἀπὸ πολλὰ περιπλανέματα, σὰν ἐκεῖνον τὸν Ὀδυσσέα, βρίσκουνε τὸ λιμάνι τῆς θρησκείας καὶ μπαίνουνε μέσα γιὰ νὰ συνεφέρουνε καὶ νὰ ἀναπαυτοῦνε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, εἶναι τοῦτο: Πῶς οἱ τέτοιοι πνευματικὰ καραβοτσακισμένοι καταφεύγουνε οἱ περισσότεροι στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ νοιώθουνε μεγάλη χαρὰ κι᾿ ἀνακούφιση σὰν τὴν ἀνακαλύψουνε.

Γιατὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀπαραμόρφωτη, καὶ γιὰ τοῦτο ἔχει μέσα της τὴν εἰρήνη, κι᾿ ὅλα της εἶναι γαληνεμένα κ᾿ εἰρηνικά, κι᾿ αὐτὴ τὴν εἰρήνη τὴ μεταδίνει καὶ σὲ ὅσους πᾶνε κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες της. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής.
Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία; Ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, ποὺ λεγόμαστε Ὀρθόδοξοι, δὲν τὴ γνωρίζουμε, κι᾿ οὔτε εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε τὰ οὐρανόσταλτα δῶρα της. Γι᾿ αὐτὸ δὲν γνωρίζουμε καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ τὴν καταστολίσανε.

Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἄγνωστους ἁγίους εἶναι κι᾿ ὁ ἅγιος Νικάνωρ, ποὺ θέλω νὰ γράψω σήμερα γιὰ τὸ βίο του καὶ γιὰ τὸ μοναστήρι του, καὶ ποὺ ἡ μνήμη του γιορτάζεται στὶς 7 Αὐγούστου.

Ὁ ὅσιος Νικάνωρ γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ 1491, δηλαδὴ 38 χρόνια ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Κατὰ τὸ συναξάρι του, ἡ μητέρα τοῦ Μαρία ἤτανε στείρα καὶ τὸν γέννησε σὲ περασμένη ἡλικία, ὕστερ᾿ ἀπὸ ἕνα ὄνειρο ποὺ εἶδε. Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, ὅπως οἱ περισσότεροι ἅγιοι. Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί του, μοίρασε στοὺς φτωχοὺς ὅσα κληρονόμησε, κ᾿ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὄνομα Νικάνωρ, ἀπὸ Νικόλας ποὺ λεγότανε πρωτύτερα.

Κ᾿ ἐπειδὴ ζοῦσε μὲ πολλὴ ἀρετὴ καὶ θεοσέβεια, ὁ τότε μητροπολίτης τῆς Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος τὸν χειροτόνησε διάκο κ᾿ ὕστερα ἱερέα, καὶ τὸν διώρισε τυπικάρη στὴ μητρόπολη, ἔχοντας κατὰ νοῦ νὰ τὸν κάνη διάδοχό του στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἀλλὰ ὁ Νικάνωρ δὲν ἀγαποῦσε τ᾿ ἀξιώματα, ἂς ἤτανε κ᾿ ἐκκλησιαστικά, κι᾿ ὁ πόθος τοῦ ἤτανε νὰ ἀποτραβηχτῆ σ᾿ ἕναν τόπον ἥσυχον γιὰ νὰ ζήση ἀφοσιωμένος στὸ Θεό.
Μιὰ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του, ἄκουσε μία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τούλεγε νὰ πάγη στὸ βουνὸ τοῦ Καλλιστράτου κ᾿ ἐκεῖ νὰ καλογερέψη.

Σημείωσε πὼς σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βουνὸ ἤτανε τὸν παλιὸν καιρὸ ἕνα ἀσκηταριὸ ποὺ τόχανε χαλάσει οἱ Βούλγαροι πρὸ πολλὰ χρόνια.
Ἔφυγε, λοιπόν, ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μ᾿ ἕνα παλιόρασο ἀπὸ γιδότριχα, καὶ τράβηξε νὰ πάγη σὲ κεῖνο τὸ βουνό. Στὸ δρόμο, δίδασκε τοὺς ἀπελπισμένους χριστιανούς, ποὺ τότε πρωτοδοκιμάζανε τὴν τούρκικη σκλαβιά. Πέρασε ἀπὸ τὴ Βέρροια, ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ἀπὸ τὰ Σέρβια, κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλα χωριά, στηρίζοντας τοὺς χριστιανοὺς στὴν πίστη τους, ὡς ποὺ ἔφτασε στὸ κακοτράχαλο βουνὸ τοῦ Καλλιστράτου, ποὺ τὸ λένε σήμερα Ζάμπορδα. Τὸ λέγανε τοῦ Καλλιστράτου ἀπὸ ἕναν ἀσκητὴ Καλλίστρατο ποὺ εἶχε ἀσκητέψει μέσα σὲ μιὰ σπηλιά.

Κατὰ πρῶτο ἀνακαίνισε αὐτὸ τὸ χαλασμένο μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου ποὺ βρισκότανε στὴν ἀκροποταμιὰ τοῦ Ἁλιάκμονα. Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀσκητήριο κάθισε ὁλομόναχος ἐπὶ 16 χρόνια. Κατόπι, τὸν βοηθήσανε δυὸ εὐσεβέστατοι ἐμπόροι δίνοντάς του πολλὰ χρήματα, καὶ μ᾿ αὐτὰ ἔχτισε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ τὸ μοναστήρι, ποὺ τὸ ἀφιέρωσε στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, ἐπειδὴ εἶχε βρῆ μία παλιὰ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως θαμμένη μέσα στὴ γῆ ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων.

Πλῆθος ἄνθρωποι προστρέξανε νὰ καταφύγουνε σὲ κείνη τὴν πνευματικὴ μάνδρα. Τὸ μικρὸ ποίμνιο γρήγορα πλήθυνε, καὶ μὲ τὴν αὐστηρὴ κυβέρνηση τοῦ ἁγίου καταστάθηκε μιὰ μικρὴ ἀγγελικὴ πολιτεία. Κατὰ τὸν ποιμένα, ἔγινε καὶ τὸ ποίμνιο. Οἱ πατέρες δουλεύανε γιὰ τὴ συντήρησή τους, ἄλλος σκάβοντας, ἄλλος φυλάγοντας τὰ γίδια, ἄλλος ἀλέθοντας στὸ χερόμυλο, ἄλλος φιλοτεχνώντας τὸ ἐργόχειρό του. Ἡ θροφή τους ἤτανε χόρτα, ψωμὶ καὶ λίγο κρασὶ γιὰ νὰ στηρίζουνται. Ὁ ἅγιος Νικάνωρ, μ᾿ ὅλο ποὺ ἐγέρασε παράκαιρα, ἔδινε τὸ παράδειγμα μὲ τὴ νηστεία καὶ μὲ τὴ σκληραγωγία τοῦ κορμιοῦ του. 

Τὸ ἀληθινὸ ἔργο τους ἤτανε οἱ ἀδιάκοπες προσευχὲς κ᾿ οἱ ἀγρύπνιες. Παρακαλούσανε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν χριστιανῶν καὶ γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν Γραικῶν ποὺ τοὺς εἶχε ἀποκάτω ἀπὸ τὸ μαχαίρι του τὸ νεοφερμένο γένος τῶν Τούρκων.
Ἀπ᾿ ὅλη τὴ Μακεδονία προστρέχανε γιὰ νὰ βλογηθοῦνε ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Τὸ μοναστήρι τουἤτανε γιὰ τὸν ἀπελπισμένον κόσμο σὰν πύργος ἀκατάλυτος τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας, σὲ κεῖνα τὰ μαῦρα χρόνια.

Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔζησε θεάρεστα ὁ Ἅγιος ὅσο ἤτανε διωρισμένο ἀπὸ τὸ Θεό, κι᾿ ἀφοῦ ἄφησε στοὺς μαθητάδες τοῦ τὶς σύντομες κι᾿ ἁπλὲς παραγγελιές του, καὶ βλόγησε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς λαϊκοὺς ποὺ δράμανε ἀπὸ τὰ γύρω μέρη, κοιμήθηκε, ὁ δίκαιος, ὁ ταπεινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ κουρασμένος ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος του, ποὺ στερήθηκε τὸν ψεύτικον κόσμο γιὰ Κεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ νὰ χαρίση τὸν ἀληθινὸν σ᾿ ὅσους τὸν πιστεύουνε. Παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 7 Αὐγούστου 1549, σὲ ἡλικία 58 χρονῶν.

Τὸ ἁγιασμένο λείψανό του θάφτηκε στὸ παρεκκλήσι τοῦ τιμίου Προδρόμου, κι᾿ ὁ τάφος του σώζεται ὡς τὰ σήμερα. Πλῆθος θαύματα γινήκανε κατὰ καιροὺς ἀπὸ τὸ σκήνωμα, καὶ γίνονται ὡς τὰ σήμερα.

Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἀνέβηκε σὲ μεγάλη ἀκμή, κυβερνημένο ἀπὸ ἄξιους πατέρες, καὶ βοήθησε πολὺ τὰ γύρω χωριὰ στὶς δύσκολες περιστάσεις τοῦ τότε καιροῦ. Κοντὰ στ᾿ ἄλλα, σπούδασε παιδιά, ὑποστήριξε σχολειά, κ᾿ ἔτσι συνείργησε κατὰ πολὺ στὸ νὰ μὴ χαθῆ ἡ γλώσσα μας. Τ᾿ ἁγιασμένο θεμέλιο, ποὺ ἔβαλε ἀπάνω σὲ κείνη τὴν ἀετοράχη ὁ ἅγιος Νικάνορας, στάθηκε κατὰ κεῖνα τὰ βασανισμένα χρόνια ἡ κιβωτὸς τῆς θρησκείας καὶ τοῦ ἐθνισμοῦ γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας.

Μὰ τώρα, μὲ τὸν ἀνεμοστρόβιλο ποὺ πῆρε τὰ μυαλά μας, ὅλα τὰ ξεχάσαμε, ὅλα τὰ τίμια καὶ τὰ ἑλληνικά, σὰν νὰ στόμωσε τὸ μνημονικό μας. Σήμερα βλέπουμε νὰ καλοπεράσῃ τὸ κορμί μας, καὶ χέρσωσε ἡ ψυχή μας, κ᾿ ἡ γλυκόλαλη βρυσούλα τῆς θύμησης, ποὺ δρόσιζε ἄλλη φορὰ τὴν καρδιά μας, στέρεψε, καὶ καταντήσαμε ἕνας ξέρακας, στολισμένος μὲ ψεύτικες πρασινάδες καὶ μὲ ψεύτικα λουλούδια. Ἀντὶ ν᾿ ἀγαπήσουμε σήμερα περισσότερο αὐτὰ τὰ πράγματα, ἐμεῖς τὰ σιχαθήκαμε, σὰν τὸ γυιό, ποὺ ἅμα τὸν πλανέψη καμμιὰ πονηρὴ γυναίκα, ξεχνᾶ τὴ μάνα του, καὶ μάλιστα τὴ σιχαίνεται τὴν κακομοίρα, καὶ τὴ βλαστημᾶ, καὶ δὲν θέλει νὰ τὴν ξέρη.

Ἔτσι γινήκαμε κ᾿ ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες. Πήρανε τὰ μυαλά μας οἱ ξενόφερτες νεράιδες, κι᾿ ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα τῆς μάνας μας. Γινήκαμε ἀναίσθητοι κι᾿ ἀχάριστοι. Καταφρονοῦμε τὴ φτωχὴ μὰ πονετικιὰ πατρίδα μας, γινήκαμε ἀδιάφοροι γιὰ τὴ θρησκεία μας, καὶ περιπαίζουμε ἐκείνους ποὺ τιμοῦνε ἀκόμα τ᾿ ἁγιασμένα θεμέλια τῆς φυλῆς μας καὶ κάνουνε τρισάγιο ἀπάνω στὰ χορταριασμένα μνήματα τῶν πατεράδων μας, καὶ τοὺς λογαριάζουμε γιὰ κοιμισμένες ψυχές, γιὰ θρησκόληπτους παληοημερολογίτες, γιὰ παλιοκάραβα πεταμένα ἀπάνω στὴν ξέρα, σὲ καιρὸ ποὺ ἀποπάνω τοὺς πετᾶνε τ᾿ ἀεροπλάνα καὶ σφεντονίζουνται οἱ ρουκέττες γιὰ τὸ φεγγάρι.

Ὤ! Καλότυχες οἱ γλῶσσες ποὺ μποροῦνε νὰ ποῦνε στὰ σημερινὰ χρόνια μαζὶ μὲ τὸν Δαυΐδ: «Ἀγαθόν μοι, Κύριε, ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν ἴδω τὰ θαυμάσιά σου. Ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου, τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητας, ἐν τῷ μνησθῆναι με τῶν ἀγαπητῶν μου. Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι. Μακάριος ἄνθρωπος, ὃν ἂν παιδεύσης, Κύριε, τοῦ πραΰναι αὐτὸν ἀφ᾿ ἡμερῶν πονηρῶν. Ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος».

Τὸ μοναστήρι τῆς Ζάμπορδας, ποὺ ἵδρυσε ὁ ἅγιος Νικάνορας, εἶναι χτισμένο ἀπάνω σ᾿ ἕνα μικρὸ κι᾿ ἀπόγκρεμνο βουνὸ ποὺ τὸ λέγανε Ὄρος τοῦ Καλλιστράτου, ἕνα βουνόπουλο μυτερό, κολλημένο ἀπάνω στὸ μεγάλο βουνὸ ποὺ τὸ λένε Βέρμιο. Τὄνομά του τὸ πῆρε ἀπὸ ἕνα χωριὸ Ζάμπορδα ποὺ βρισκότανε ἄλλη φορὰ ἐκεῖ κοντά, μὰ ποὺ τώρα δὲν ὑπάρχει.

Ἀπὸ τὰ Γρεβενὰ κι᾿ ἀπὸ τὴ Σιάτιστα εἶναι μακριὰ ὡς δέκα ὧρες μὲ τὸ μουλάρι, κι᾿ ὡς δώδεκα ἀπὸ τὴν Κοζάνη. Βρίσκεται ἀποκάτω ἀπὸ τὸ βουνὸ Βουνάσα, ἀπάνω στὸ στρίψιμο ποὺ κάνει ὁ ποταμὸς Ἁλιάκμονας, τραβώντας κατὰ τὰ Σέρβια, σὲ μιὰ ὥρα ἀπόσταση ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἐλάτη. Τὸ Καλλίστρατο εἶναι χωρισμένο ἀπὸ τὴ Βουνάσα μὲ μιὰ στενὴ κι᾿ ἄγρια κλεισούρα, καὶ κεῖ μέσα τρέχει ὁ ποταμός.
Τὸ βουνὸ εἶναι δασωμένο. Τὸ μοναστήρι εἶναι χτισμένο ἀπάνω στὴν κορφή του, κι᾿ ἀσπρίζει ἀπὸ μακριὰ σὰν κάστρο. Ἡ τοποθεσία του ἔχει πολλὴ μεγαλοπρέπεια κι᾿ ἁγιοσύνη.

Σὰν ἀνεβῆ κανένας ἀπάνω, βλέπει πὼς τὸ βουνὸ εἶναι χερσόνησο, κομμένο ἀπὸ τὰ γύρωθε βουνά, γιατὶ ἀπὸ τὶς τρεῖς μεριὲς τὸ περιζώνει ὁ ποταμός, παρεχτὸς ἀπὸ τὸ βορειοανατολικὸ μέρος ποὺ ἀπομένει μοναχὰ ἕνα στενὸ μπάσιμο. Ἀπὸ κεῖ πιάνει ἕνα καλντερίμι π᾿ ἀνεβαίνει ὡς τὴν ἐξώπορτα τοῦ μοναστηριοῦ. Τὸ μοναστήρι εἶναι καστρογυρισμένο, μὲ μπεντένια καὶ μὲ ζεματίστρες, γιατὶ σὲ κεῖνον τὸν καιρὸ οἱ ληστὲς ἤτανε πολλοί, καὶ τὸ μέρος ἔρημο κι᾿ ἄγριο, ἀφοῦ καὶ τώρα εἶναι τέτοιο. Κι᾿ ἀληθινά, τὰ γύρω χωριὰ χαλαστήκανε ὅλα ἀπὸ τοὺς Τουρκαρβανίτες καὶ φαίνουνται ἀκόμα τὰ θεμέλια κ᾿ οἱ σωριασμένες πέτρες, καὶ μοναχὰ τὸ μοναστήρι σώζεται, παραπάνω ἀπὸ πεντακόσια χρόνια.

Κάτω, κοντὰ στὸ λαιμό, βρίσκεται σὰν ἕνα μοναστηράκι, μὲ κελλιὰ καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καὶ τὸ λένε «Γυναικεῖο», ὄχι γιατὶ ἔχει μέσα καλογρηές, ἀλλὰ γιατὶ ἐκεῖ κάθουνται οἱ γυναῖκες ποὺ πᾶνε γιὰ προσκύνημα καὶ κεῖ ἐκκλησιάζονται, ἐπειδὴ εἶναι ἀπαγορευμένο νὰ ἀνεβαίνουνε γυναῖκες στὸ μοναστήρι, κατὰ τὴ διαθήκη τοῦ ἁγίου.
Σὰν ἔμπη κανένας στὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἀπὸ τὴ χαμηλὴ πόρτα, ποῦναι καπλαντισμένη μὲ λαμαρίνες, βρίσκεται σ᾿ ἕναν αὐλόγυρο ποῦναι στρωμένος μὲ ποταμολίθαρα. Στὴ μέση εἶναι χτισμένη ἡ ἐκκλησιά, καὶ γύρω τῆς τὰ κελλιᾶ.

Ἡ ἐκκλησιὰ εἶναι μὲ τροῦλλο, κ᾿ εἶναι ἀπέξω πλουμισμένη μὲ κεραμίδια. Μπαίνοντας στὸ νάρθηκα, βλέπουμε πὼς εἶναι ζωγραφισμένος μὲ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀπὸ ἕνα ζωγράφο ἀπὸ τὴ Σέλιτσα, στὰ 1835, στὸ ὕφος ποὺ εἴχανε οἱ Σαμαρινιῶτες κ᾿ οἱ Καλλαρυτινοὶ ἁγιογράφοι. Στὸ προσκυνητάρι βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικάνορα.
Ἀπὸ τὸ νάρθηκα μπαίνει κανένας στὸ καθολικό, ποῦναι σκοτεινὸ καὶ καπνισμένο, καὶ μοσκοβολᾶ ἀπὸ τὸ κερί, ἀπὸ τὸ λάδι κι᾿ ἀπὸ τὸ λιβάνι. Τὸ τέμπλο εἶναι ἀπὸ σκαλισμένο ξύλο χρυσωμένο, μὲ δυό-τρία καντήλια ἀναμμένα.

Οἱ τοιχογραφίες εἶναι μαῦρες ἀπὸ τὴν πολυκαιρία κι᾿ ἀπὸ τὸν καπνό. Τ᾿ ἀναλόγια καὶ τὰ προσκυνητάρια εἶναι πλουμισμένα μὲ φίλντισι. Μέσα στὸ ἅγιο Βῆμα εἶναι φυλαγμένη ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ εἶχε βρῆ ὁ Ἅγιος, καθὼς καὶ τὰ λείψανά του μέσα σὲ ἀσημένιες λειψανοθῆκες.
Δίπλα στὸ νάρθηκα βρίσκεται τὸ παρεκκλήσι τοῦ τιμίου Προδρόμου, καὶ κεῖ εἶναι ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου.

Ἡ Τράπεζα τοῦ μοναστηριοῦ σώζεται ἀκόμα, κ᾿ εἶναι ἁγιογραφημένη μὲ καλὴ ἁγιογραφία. Δίπλα τῆς εἶναι τὸ μαγειρεῖο μὲ τὸ μεγάλο τζάκι, ποὺ ἀνάβανε φωτιὰ οἱ πατέρες γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε τὸ χειμώνα, ποὺ κάνει πολὺ κρύο σ᾿ αὐτὰ τὰ βουνά. Αὐτὰ στέκουνται ὅπως ἤτανε στὸν καιρὸ ποὺ χτίσθηκε ἡ μονὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο.

Σήμερα αὐτὸ τὸ σεβάσμιο μοναστήρι βρίσκεται σὲ κακὴ κατάσταση, λησμονημένο καὶ μισορεπιασμένο. Ἔχει ὅλους-ὅλους τρεῖς καλόγερους μαζὶ μὲ δυό-τρεῖς παραγυιούς.
Ἔχει καὶ πέντε ἐξωκλήσια. Τὸ πιὸ ἀξιοπρόσεχτο εἶναι τὸ κοιμητήρι, στὄνομα τῶν Ταξιαρχῶν, κατάγραφο ἀπὸ ἁγιογραφίες «διὰ χειρὸς Γεωργίου Ζωγράφου καὶ υἱοῦ αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ ἐκ Σελίτζης. 1835, Ἰουνίου 14».

Στὴ μεριὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοιτάζει κατὰ τὸ βασίλεμα τοῦ ἥλιου, ἀπάνω ἀπὸ τὸ ποτάμι, βρίσκεται μία σπηλιά, σὲ μιὰ θέση πολὺ ἀπόγκρεμνη, κρεμάμενη ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀσκητήριο ποὺ ἀσκήτεψε ἐπὶ δεκαέξι χρόνια ὁ ἅγιος Νικάνορας.
Ἐκεῖ ἀπάνω εἶναι χτισμένο ἕνα μικρὸ μοναστηράκι, μὲ τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ μὲ δυὸ κελλιά, τόνα πάνω ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, σὰν περιστεριώνας.

Ἀπορεῖ ἄνθρωπος καὶ τρομάζει πὼς ἀνέβαινε ἐκεῖ ἀπάνω ὁ ἄφοβος ἀσκητής! Καὶ πὼς δουλέψανε κρεμάμενοι στὸν ἀγέρα οἱ μαστόροι ποὺ χτίσανε τὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὰ κελλιά!
Στ᾿ ἀσκηταριὸ κουβαλούσανε οἱ πατέρες τὰ κειμήλια τῆς μονῆς γιὰ νὰ τὰ φυλάξουνε, ὅποτε κιντυνεύανε, ἀκροπατώντας ξυπόλητοι στὰ σπασίματα τοῦ βράχου κ᾿ ἔχοντας τοὺς τορβάδες κρεμασμένους στὸ λαιμό τους.

Τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικάνορα ἤτανε ξακουσμένο σὲ κεῖνα τὰ χρόνια. Ἡ τάξη του ἤτανε πολὺ αὐστηρή. Σώζεται ἀκόμα ἕνα μπουντρούμι ποὺ κατεβάζανε τοὺς τιμωρημένους καλόγερους.
Μὲ σκληραγωγία κ᾿ ὑπακοὴ ζούσανε ὄχι μοναχὰ οἱ πατέρες, ἀλλὰ κ᾿ οἱ νέοι παπάδες ποὺ χειροτονοῦσε ὁ μητροπολίτης Γρεβενῶν, γιατὶ στὸ μοναστήρι μαθαίνανε τὴν τάξη τῆς ἐκκλησίας. Ἐκεῖ μαθαίνανε καὶ τὴν ψαλτική, καὶ βγαίνανε ψάλτες ποὺ ἤτανε σοφοὶ στὴν τέχνη τους.

Παρεκτὸς ἀπ᾿ αὐτά, τὸ μοναστήρι βοηθοῦσε ὅλη κείνη τὴν περιφέρεια σὲ κάθε ἀνάγκη ποὺ εἴχανε οἱ σκλαβωμένοι, ὅπως ἔγραψα παραμπροστά. Καὶ κατὰ πόσο ἤτανε φημισμένο, φαίνεται ἀπὸ ἕναν κώδικά του ποὔχει γραμμένους δωρητὲς Μακεδόνες, Ἠπειρῶτες, Ἀρβανίτες, Θεσσαλούς, Ρουμελιῶτες, Σαλονικιούς, Θρακιῶτες, Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Φιλιππουπολίτες, Ἐφτανησιῶτες, Ἕλληνες τῆς Ρουμανίας καὶ τῆς Σερβίας.

Τὸ μοναστήρι τῆς Ζάμπορδας στάθηκε ἀκατάλυτος πύργος, τεῖχος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς μωχαμετάνους. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ θεοσκέπαστο φρούριο, θὰ τούρκευε ὅλη ἡ Μακεδονία.
Κατὰ τὸ μακεδονικὸν ἀγώνα ἡ Ζάμπορδα ξακούστηκε πάλι σὰν κιβωτὸς τῆς ἐλευθερίας καταπάνω στοὺς τυράννους. Ἐκεῖ βρίσκανε καταφύγιο οἱ Ἕλληνες ὁπλαρχηγοί, προπάντων ὁ καπετὰν Βρόντας ἢ Βασίλης Παπάς.

Ἄλλη φορὰ αὐτὸ τὸ μοναστήρι εἶχε πολλὰ κειμήλια, ἀρχαῖα εἰκονίσματα, σταυρούς, ἐξαφτέρουγα, δισκοπότηρα, ἄμφια, ἕνα χρυσοκέντητον ἐπιτάφιο καὶ πολλὰ βιβλία. Λένε πὼς εἶχε διακόσους κώδικες σὲ περγαμηνή, κι᾿ ἕνα χειρόγραφό του ἱστορικοῦ Φραντζῆ, καθὼς κι᾿ ἕνα εἰλητάριο τυλιγμένο σὲ ἀδράχτι, γραμμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Νικάνορα, ποὺ ἤτανε μακρὺ δέκα μέτρα, μὲ τὶς λειτουργίες τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν Προηγιασμένων.
Τὰ περισσότερα φαίνεται πὼς χαθήκανε, κι᾿ ἀπομείνανε μοναχὰ εἰκόνες ποὺ δὲν εἶναι πολὺ παληὲς κι᾿ ὡς χίλια βιβλία τυπωμένα, μαζὶ μὲ λίγα χειρόγραφα σὲ χαρτί.

Μιάμιση ὥρα ἀπὸ τὴ Ζάμπορδα, βρίσκεται τὸ μοναστηράκι τῆς Παλιοπαναγιᾶς τοῦ Τουρνικίου. Εἶναι χτισμένο στὴν ἀκροποταμιά, κι᾿ ἀποπάνω τοῦ στέκεται ἡ περήφανη Βουνάσα. Τὸ μέρος εἶναι δασωμένο κ᾿ ἔμορφο.
Ἡ ἐκκλησιὰ εἶναι πολὺ παλιά, ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ χρόνια, κ᾿ ἔχει δυὸ πατώματα. Ἡ κάτω ἐκκλησιὰ βρίσκεται μέσα στὴ γῆ, κ᾿ εἶναι ζωγραφισμένη «διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἁγιογράφου Πάνου ἐξ Ἰωαννίνων. 1730». Ἡ ἀπάνω ἐκκλησιὰ ἔχει παλαιότερες ἁγιογραφίες.

Κλαίγει ἡ ψυχή σου βλέποντας αὐτὰ τὰ σεβάσμια κι᾿ ἁγιασμένα χτίρια ρημαγμένα, παρατημένα στὴν ἀλησμονιά, ἀσυμπόνετα, δίχως ἀγάπη.
«Τίς δώσει ὀφθαλμοῖς μου πηγὴν δακρύων, καὶ κλαύσομαι τὸν λαὸν τοῦτον;»

Aπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσάλευτο Θεμέλιο», τοῦ Φώτη Κόντογλου Ἀκρίτας 1996