Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης Καλύμνου

Η Ιερά Μονή της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Νύμφης του Χριστού Αικατερίνης της Καλύμνου είναι ένας από τους πνευματικούς φάρους και τα πανσέβαστα προσκυνήματα της νήσου και όχι μόνο.



Το 2000 η μονή έκλεισε έναν αιώνα παρουσίας και ζωής από τότε που η πρώτη ηγουμένη, η οσία Μακαρία, εγκαταβίωσε στο κτήμα της, επάνω στο βουνό, στα δυτικά του νησιού και οργάνωσε την ιερά μονή της.

Ο πρώτος γέροντας της Αγίας Αικατερίνης ήταν ο Καλύμνιος Μακάριος Κουλιανός, ο οποίος από μικρός έμεινε ορφανός, αλλά τον ανέλαβε ο θείος του, που ασκήτευε στη Μικρά Αγία Άννα στο Άγιο Όρος, τον πήρε μαζί του και τον ανέθρεψε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Σε ηλικία 65 ετών, πρεσβύτερος πλέον, μετά από αλλεπάλληλες εμφανίσεις σε όραμα της ίδιας της Παναγίας, επέστρεψε στην Κάλυμνο, για να ιδρύσει τρία μοναστήρια, ανάμεσα σε αυτά, της Αγίας Αικατερίνης.

‘Όταν ο γέροντας Μακάριος έφτασε στην Κάλυμνο, στην αρχή εξομολογούσε τους πιστούς.

Το 1899 όμως συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός:

Η μικρότερη κόρη του δασκάλου και εμπόρου Ιωάννη Ζηρούνια, η Μαρία, όταν έβγαινε από το σπίτι της και την έβλεπε ένα μικρό γειτονόπουλο δαιμονισμένο, της φώναζε:

<< Έ, Μακαρία, ψευτομακαρία, εσένα λέω, Μαρία, θα αρπάξεις πολλές ψυχές από τα χέρια μου, αλλά και εγώ θα σε κάψω…>>. Πήγε λοιπόν να εξομολογηθεί στον γέροντα Μακάριο το γεγονός και επίσης να του εξιστορήσει ένα όνειρο που έβλεπε συχνά, ότι δηλαδή έβλεπε δύο περιστέρια, ένα χρυσό και ένα μαύρο, να πετούν, εκείνη άπλωνε τα χέρια της να πιάσει το χρυσό, αλλά πάντοτε έπιανε το μαύρο. Τότε ο φωτισμένος γέροντας της απάντησε:

<<Αν κόρη μου, έπιανες το χρυσό, με την ομορφιά σου μια μέρα θα γινόσουν βασίλισσα. Αφού, όμως, πιάνεις πάντοτε το μαύρο, αυτό είναι σημάδι ότι ο Χριστός μας σε διάλεξε για νύμφη Του>>.

Το πρωί της Κυριακής στην εκκλησία άκουσε το Ευαγγέλιο, που αναφερόταν στην κλήση των πρώτων μαθητών και μια μυστική φωνή αισθάνθηκε να την προσκαλεί. Κατόπιν στο σπίτι της άνοιξε την Καινή Διαθήκη και, ω του θαύματος, έπεσε στην σελίδα που αναφερόταν στην συγκεκριμένη περικοπή του Ευαγγελίου, που άκουσε.

Έτρεξε πάλι στον γέροντα, ο οποίος της έδωσε την ευλογία του να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο του μοναχισμού και την ιερή αποστολή της και έτσι εκείνη πήρε την μεγάλη απόφαση.

Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τη Μαρία, γιατί έπρεπε να αντιμετωπίσει τους γονείς της και τον μνηστήρα της, μια και την επόμενη Κυριακή θα γινόταν ο γάμος της, όμως το Άγιο Πνεύμα τη δυνάμωσε, της έδωσε ανδρεία, πίστη και θερμή αγάπη για τον Χριστό.

Έτσι την Κυριακή του γάμου της, αντί να ντυθεί νύμφη, ντύθηκε με φτηνά και παλαιά ρούχα και μαντήλι και πήγε στην Εκκλησία. Ούτε οι γονείς της δεν την αναγνώρισαν έτσι που ήταν.

Οι αντιρρήσεις των γονιών της δεν έκαμψαν την απόφαση της ψυχής της, ούτε η σκληρότητα του πατέρα της, ούτε τα δάκρυα της μητέρας της. Έτσι μια μέρα έκανε το σημείου του Σταυρού, πήρε μαζί της λίγο ψωμί, νερό και ξηρούς καρπούς και ένα ξινάρι, πήρε την ευχή του γέροντά της και πήγε να εγκατασταθεί στο μικρό πέτρινο σπίτι στο ερημικό κτήμα τους σε μια κακοτράχαλη και δύσβατη περιοχή, εκεί που μετέπειτα θα γινόταν το μοναστήρι της.

Στον τόπο αυτό έζησε επτά χρόνια μόνη της ασκητικά, με προσευχή και νηστεία αντιμετωπίζοντας πολλούς πειρασμούς. Μετά ο γέροντας Μακάριος την πήγε στο Κάστρο της Παναγίας της Χρυσοχεριάς και στη διάρκεια μιας κατανυκτικής αγρυπνίας την έκανε μεγαλόσχημη μοναχή. Όταν τελείωσε η αγρυπνία, δέκα κοπέλες με θεϊκό ζήλο έπεσαν στα πόδια της και την παρακαλούσαν να γίνει πνευματική τους μητέρα και να εγκαταβιώσουν μαζί της. Έτσι η Μακαρία πλέον, επέστρεψε στο κτήμα της με τη συνοδεία της, την πρώτη αδελφότητα του μοναστηριού.

Ο πόλεμος του σατανά μεγάλος, όταν βλέπει να γίνεται τέτοιο καλό, και για τον λόγο αυτό έστησε πολλές παγίδες και έφερε μεγάλα εμπόδια. Παρακίνησε λοιπόν τους συγγενείς των δέκα κοριτσιών να δημιουργήσουν φασαρίες. Ακόμα και ο επίσκοπος δεν έδινε άδεια για την ίδρυση του μοναστηριού και κατ επέκταση κληρικοί και πολλοί λαϊκοί στράφηκαν εναντίων της αδελφότητας. Εντέλει ο γαμπρός της Μακαρίας, στον οποίο άνηκε το κτήμα, κινήθηκε εναντίον της αδελφότητας και τις έδιωξε από εκεί. Όταν έγινε αυτό, οι καταρράκτες του ουρανού άνοιξαν και έβρεχε ασταμάτητα. Οι αδελφές έμειναν τρία μερόνυχτα νηστικές στο ύπαιθρο, χωρίς όμως να πέφτει σταγόνα βροχής πάνω τους.

Και ω του θαύματος! Ο επίσκοπος Γερμανός είδε όνειρο με έναν νέο λευκοντυμένο να του λέει αυστηρά:

<<Μέχρι πότε θα πικραίνεις τα παιδιά μου και δεν θα δίνεις άδεια, για να κτίσουν το μοναστήρι; Σήκω τώρα από το κρεβάτι και φρόντισε να σταλεί ψωμί και φαγητό, διότι τρία μερόνυχτα είναι νηστικές μέσα στο κρύο. Πρόσεξε να μην τις ξαναπικράνεις, γιατί θα έχεις να κάνεις μαζί μου…>>. Ο επίσκοπος ξύπνησε, φώναξε ανθρώπους να στείλουν τα απαραίτητα στην αδελφότητα και ζήτησε συγγνώμη.

Έτσι λοιπόν δόθηκε η άδεια για την ανέγερση του μοναστηριού, το οποίο αφιερώθηκε στην Αγία Αικατερίνη μετά από σημείο που φανερώθηκε μετά από προσευχή της γερόντισσας Μακαρίας:

Η Αγία Αικατερίνη παρουσιάστηκε στον ύπνο της και της είπε ότι ήταν θέλημα Θεού να κτίσει τον οίκο της στο σημείο που φύτρωνε μια ελιά, κάτω από την οποία ήταν θαμμένη η εικόνα της. Έτσι και έγινε. Η εικόνα της Αγίας Αικατερίνης βρέθηκε και στο σημείο εκείνο έθεσε τον θεμέλιο λίθο ο επίσκοπος Γερμανός, που έδωσε την ευλογία του για την ανέγερση της μονής. Μετά από αυτό το γεγονός άλλες δεκατρείς αδελφές προστέθηκαν στη συνοδεία και η αδελφότητα αυξήθηκε και έγινε πνευματική κυψέλη με τη Χάρη του Θεού και τη βοήθεια της Αγίας.

Οι θαυμαστές επεμβάσεις δεν σταμάτησαν εδώ.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τα παρακάτω:

Όταν έπρεπε να τοποθετηθεί η τελευταία πέτρα, για να κλείσει ο θόλος της εκκλησίας, είχε τελειώσει η λάσπη. Ο αρχιμάστορας Μιχάλης Διακομιχάλης ζήτησε νερό, αλλά νερό δεν υπήρχε, για να γίνει η λάσπη. Κάποιες μοναχές που πήγαν στον γειτονικό οικισμό των Βοθυνών για νερό, εκδιώχθηκαν από κάποιους κατοίκους. Τότε ο ευσεβής μάστορας κατέβηκε από την κορυφή του θόλου, πήρε το μυστρί, έξυσε το χώμα και κατά θαυμαστό τρόπο αποκαλύφθηκε μπροστά του λάσπη.

Για μάρμαρο της Αγίας Τράπεζας η γερόντισσα παρείγγειλε σε έναν καραβοκύρη να τους φέρει από την Κωνσταντινούπολη. Εκείνος το αγόρασε, αλλά τη στιγμή που το μετέφερε στο καΐκι , τρεις Τούρκοι του το πέταξαν στη θάλασσα. Καθώς όμως το καΐκι άρχισε να απομακρύνεται από το λιμάνι, είδαν το μάρμαρο να επιπλέει μπροστά στο καΐκι τους. Το ανέσυραν και συνέχισαν το ταξίδι τους για την Κάλυμνο.

Όταν έφτασαν στο νησί, ξεφόρτωσαν το μάρμαρο στην τοποθεσία Κεφάλα και οι μοναχές παρακάλεσαν τους τσοπάνηδες της περιοχής να τις βοηθήσουν στη μεταφορά. Εκείνοι όμως όχι μόνο δεν βοήθησαν, αλλά και μίλησαν άσχημα στις μοναχές. Τότε εκείνες παρακάλεσαν την Αγία Αικατερίνη και συνέβη το εξής:

Μια μέρα, καθώς οι τσοπάνηδες καθόντουσαν να ξεκουραστούν, ακούστηκε μια βοή και σηκώθηκε δυνατός αέρας, που τους τρόμαξε. Τότε είδαν την Αγία Αικατερίνη πάνω σε ένα φωτεινό συννεφάκι να κρατάει έναν Σταυρό και να τους λέει να βοηθήσουν τις μοναχές και να μεταφέρουν το μάρμαρο στη μονή, διαφορετικά θα ψοφούσαν τα ζώα τους. Μετά τους ευλόγησε και εξαφανίστηκε. Μετά από αυτό οι τσοπάνηδες μετέφεραν με μεγάλη ευκολία το μάρμαρο, μια και είχαν την ευλογία της Αγίας, όπως επίσης και άλλα βαριά αντικείμενα που χρειάστηκαν για την ανέγερση του μοναστηριού.

Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής(1941-44) κάποιοι κατηγόρησαν το μοναστήρι ότι έκρυβε Άγγλους στρατιώτες. Οι γερμανοί αδίσταχτοι εισέβαλαν τρεις φορές στο μοναστήρι ερευνώντας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τη δεύτερη φορά είχαν φέρει μαζί τους τον τότε γέροντα της μονής, τον γέροντα Φλαβιανό, τον οποίο είχαν δέσει με χειροπέδες, όμως μετά από τις προσευχές των μοναζουσών, τον άφησαν ελεύθερο. Την τρίτη φορά που μπήκαν στη μονή, ήταν 12 τα μεσάνυχτα και απείλησαν τη γερόντισσα Μακαρία ότι αν έβρισκαν έστω και ένα ενοχοποιητικό στοιχείο, θα ανατίναζαν το μοναστήρι. Η γερόντισσα τότε έκανε προσευχή και μετά έδωσε τα κλειδιά στον επικεφαλή αξιωματικό να ερευνήσει. Όλες οι μοναχές(45 τον αριθμό) ήταν τότε μέσα στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης και έκαναν κομποσκοίνι προσευχόμενες. Όταν μπήκαν μέσα στον ναό οι γερμανοί, η γερόντισσα άνοιξε και το Ιερό Βήμα, για να το ελέγξουν. Ένας στρατιώτης τόλμησε να απλώσει το όπλο και με την ξιφολόγχη να ανασηκώσει τα ιερά καλύμματα της Αγίας Τράπεζας, για να δει αν κρύβονται Άγγλοι από κάτω. Τότε όμως ένοιωσε το χέρι του να παραλύει, το όπλο του έπεσε και είπε στη γερόντισσα να απομακρύνουν γρήγορα εκείνους τους λευκοντυμένους στρατιώτες, γιατί τους βλέπουν και τα χάνουν. Μετά από αυτό το θαυμαστό γεγονός οι γερμανοί ημέρεψαν και άφησαν ήσυχο το μοναστήρι.

Η γερόντισσα Μακαρία ήταν πηγή προσευχών και δακρύων, όπως επίσης και σοφίας Θεού, παρόλο που ήταν αγράμματη και φτωχή. Αυτό ήταν η αιτία να γίνει το μοναστήρι κέντρο πνευματικό και λιμάνι και καταφύγιο πονεμένων ανθρώπων όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων. Ωστόσο, μαζί με τις ευλογίες ερχόντουσαν και πειρασμοί και δοκιμασίες, αλλά με την υπομονή η χάρη του Θεού τα ξεπερνούσε όλα.

Η γερόντισσα Μακαρία πριν φύγει προς τον Νυμφίο Χριστό, αρρώστησε βαριά από καρκίνο στο στήθος. Παρά τους φρικτούς πόνους επέδειξε αξιοθαύμαστη καρτερικότητα και πραότητα, ενώ συνέχισε να προσεύχεται και να μεριμνά για τη μονή. Έτσι στις 21 Φεβρουαρίου του 1952 αποδήμησε προς τον Κύριο.

Η επόμενη ηγουμένη του μοναστηριού, η γερόντισσα Κασσιανή, ήταν πνευματική κόρη της Μακαρίας. Η ίδια συνέχισε στο πόδι της γερόντισσάς της και κράτησε αυστηρά όλα όσα έμαθε αφήνοντας μια σπουδαία πνευματική παρακαταθήκη στην αδελφότητα και σε όλους τους Καλυμνίους. Αξέχαστες έχουν μείνει οι ιερές ακολουθίες με το τυπικό του μοναστηριού και τις αγγελικές φωνές των μοναζουσών.

Οι θαυμαστές επεμβάσεις στην ιερά μονή της Αγίας Αικατερίνης δεν έχουν τέλος μέχρι σήμερα και δηλώνουν τη χάρη του Θεού και τα πλούσια δώρα Του στον αγιασμένο αυτό πνευματικό τόπο.

Όταν κοιμήθηκε ο όσιος Σάββας, ο εν Καλύμνω (1948), και συγκεκριμένα τη στιγμή που η ψυχή του έφευγε για τα ουράνια, γινόταν η αγρυπνία του Ευαγγελισμού στη μονή της Αγίας Αικατερίνης. Τότε η μακαριστή Κυπριανή μοναχή τον είδε μέσα στον ναό της Αγίας Αικατερίνης να ανεβαίνει ψηλά ψάλλοντας, Ευαγγελίζου γη χαρά μεγάλη…

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβήτης, που κοιμήθηκε το 1991, είχε βρει νερό για τη μονή με το πλούσιο χάρισμα που είχε να διακρίνει τις πηγές των υδάτων από τα έγκατα της γης.

Επίσης θαυμαστό συμβάν είναι η φανέρωση του εθνομάρτυρα Εμμανουήλ Καζώνη, του οποίου η κάρα φυλάσσεται στη μονή. Ο Εμμανουήλ Καζώνης ήταν το θύμα της Εξέγερσης του Πετροπολέμου στην Κάλυμνο στις 7 Απριλίου του 1935. Την περίοδο εκείνη τα Δωδεκάνησα ήταν υπό την Ιταλική κατοχή. Οι Ιταλοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν συνθήκες αυτοκεφάλου της τοπικής Εκκλησίας με σκοπό να γίνει εύκολα συνένωση με τους καθολικούς. Αυτό οι Καλύμνιοι δεν το επέτρεψαν με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η εξέγερση των γυναικών του νησιού με μπροστάρηδες τις μοναχές της μονής του Ευαγγελισμού στο Άργος Καλύμνου. Η εξέγερση κατέληξε σε πετροπόλεμο των Ιταλών μέχρι την παραλία.

Ο νεαρός Εμμανουήλ Καζώνης δεν ήθελε να αφήσει τις γυναίκες μόνες μπροστά στον εχθρό και πήγε να υπερασπιστεί μαζί τους τα ιερά μας και τα όσια. Σαν αποτέλεσμα δέχτηκε σφαίρα στον κρόταφο και έπεσε νεκρός.

Τα λείψανα του εθνομάρτυρα τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του έφτασαν στη μονή της Αγίας Αικατερίνης, που μόναζε η κουνιάδα του Θεοκλήτη. Κάποτε ένας ιερέας από το Χαϊδάρι, που είχε και ορφανοτροφείο, πήγε για προσκύνημα στην Αγία Αικατερίνη και ζήτησε να προσκυνήσει και τον Εμμανουήλ Καζώνη. Αυτός όμως κρυφά απέκοψε ένα κομμάτι από την κάρα του Καζώνη και το πήγε στην ενορία του και το εναποθέτησε πάνω

στην Αγία Τράπεζα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έβγαλε ένα απόστημα στον μηρό του και υπέφερε από φρικτούς πόνους. Παρακαλούσε την Παναγία να τον βοηθήσει και να τον κάνει καλά, όταν κάποια στιγμή είδε στο μέρος που ήταν το λείψανο του Καζώνη, ένα παλικάρι που έτρεχε αίμα από το κεφάλι του. Μόλις το είδε, ξαφνιάστηκε και του είπε να πάνε σε έναν γιατρό, για να του περιποιηθεί την πληγή. Το παλικάρι όμως απάντησε ότι την πληγή του την έκανε ο Ιταλός και αυτό θα μαρτυρεί αιώνια, αλλά αυτό που πήρε, να το γυρίσει πίσω στη θέση του, για να γίνει καλά. Το όραμα αυτό επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές και μάλιστα την τελευταία φορά στην γραμματέα του ιερέα, στην οποία ο Εμμανουήλ Καζώνης είπε να γυρίσουν πίσω αυτό που πήραν, να κάνουν μία χρυσή λειψανοθήκη και να βάλουν την κάρα του μέσα. Μετά από αυτό ο ιερέας επικοινώνησε με τον τότε Μητροπολίτη Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας, Ισίδωρο, τον οποίο πληροφόρησε για το γεγονός και εν τέλει έφερε στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης μία χρυσή λειψανοθήκη, όπου τοποθετήθηκε η κάρα του Εμμανουήλ.

Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης Καλύμνου, φυλάσσει επίσης σαν μοναδικό θησαυρό τεμάχιο λειψάνου της προστάτιδάς του Αγίας Αικατερίνης, διατηρεί ιερά κειμήλια, ναούς, κελλιά, καθώς και τα μετόχια του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα και των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης. Στο τελευταίο έζησαν οσιακά ο τελευταίος γέροντας της μονής, ο γέροντας Κυπριανός Μιχαήλου και το πνευματικό του τέκνο, ο ιερομόναχος Θεόκλητος Σμαλιός, τους οποίους περιέβαλε η μεγάλη αγάπη των συμπατριωτών τους. Η μονή εξακολουθεί να διατηρεί αδελφότητα μοναζουσών με ηγουμένη τη γερόντισσα Νεκταρία και ιερομόναχο τον πατέρα Κασσιανό Κυπραίο και συνεχίζει το πνευματικό της έργο προσφέροντας καταφύγιο σε κάθε ψυχή.

Είθε η χάρη της Αγίας Αικατερίνης να σκεπάζει όλους μας!

Αμήν

Πηγές:

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ- Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Καλύμνου, 2007

Αφηγήσεις μοναζουσών της μονής