Τὸ δίπορτο – Ὑποκρισία
Τί νὰ πεῖ κανένας γιὰ ἐκείνους ποὺ λέγονται χριστιανοί, ποὺ πᾶνε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακαλοῦνε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς βοηθήσει στὴ ζωή, καὶ ποὺ λένε πὼς ἔχουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸ Χριστό, στὴν Παναγία καὶ στοὺς Ἁγίους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι φιλάργυροι, δὲν δίνουνε τίποτα στ’ ἀδέρφια τους, τοὺς φτωχούς, κι’ ὁλοένα μαζεύουνε χρήματα καὶ πλούτη.
«Μὴ φροντίζετε γιὰ τὸ τί θὰ φᾶτε καὶ γιὰ τὸ τί θὰ πιεῖτε καὶ γιὰ τὸ τί θὰ ντυθεῖτε. Κοιτάξετε τὰ πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, καὶ ὅμως ὁ Πατέρας τους ὁ οὐράνιος τὰ θρέφει.
Κοιτάξετε μὲ πόση μεγαλοπρέπεια εἶναι ντυμένα τὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ κι ὁ ἴδιος ὁ Σολομώντας δὲν στολίσθηκε σὰν αὐτὰ τὰ τιποτένια λουλούδια.
Λοιπόν, ἂν γιὰ τὸ χορτάρι τοῦ χωραφιοῦ, ποῦ σήμερα λουλουδίζει κι’ αὔριο τὸ καίουνε στὸν φοῦρνο, φροντίζει ὁ Πατέρας σας ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, πόσο περισσότερο θὰ φροντίσει γιὰ σᾶς, ὀλιγόπιστοι;».
Αὐτὰ εἶναι λόγια καθαρά, ἁπλά, σίγουρα, καὶ δείχνουν πὼς πρέπει νὰ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Γιατί πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει πίστη στὸν Χριστὸ ἕνας ἄνθρωπος καὶ μαζὶ νὰ εἶναι κολλημένος στὰ χρήματα καὶ στὸ συμφέρον, πολλὲς φορὲς μάλιστα περισσότερο κι ἀπὸ τοὺς ἄθεους; Θα πεῖ πὼς νομίζει, πὼς θὰ ξεγελάσει τὸν Θεό. Ἀλλὰ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται», δηλαδή, ὁ Θεὸς δὲν περιπαίζεται.
Καὶ ὅμως, ἡ πονηρὴ γνώμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ συμβιβάσει: Νὰ εἶναι γαντζωμένος καλὰ στὸ χρῆμα, δηλαδὴ στὸ διάβολο, ποὺ τὸν λέγει ὁ Χριστὸς Μαμωνά, θεὸ τῆς φιλαργυρίας, καὶ τὸν ἴδιο καιρὸ νὰ παρουσιάζεται γιὰ χριστιανός, νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησιά, νὰ κάνει σταυροὺς καὶ μετάνοιες, νὰ κλαίει πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξεγαντζωθεῖ ἀπὸ τὰ λεφτὰ κι ἀπὸ τὴ μανία τοῦ παρά.
Λογικὴ δὲν χωρᾶ καθόλου σ’ αὐτούς. Εἶναι ὁλότελα ἀναίσθητοι καὶ πονηροί κι ὅ,τι κάνουν, τὸ κάνουν γιὰ νὰ τὸ ἔχουν δίπορτο, κι ὅ,τι κερδίζουν.
«Βάστα γερά, σοῦ λέει, τὰ λεφτά, ποὺ εἶναι χειροπιαστά, ἄναβε καὶ κανένα κερί, κάνε καὶ καμιὰ μετάνοια, γιὰ να ‘χεις τὸ μέσο καὶ μὲ τὸν Χριστό.
Ἂν βγοῦνε ἀληθινὰ τὰ λόγια του γιὰ παράδεισο καὶ γιὰ κόλαση, ἔχουμε κι’ ἀπὸ κεῖ τὴ σιγουράντζα. Ὅ,τι καὶ νὰ γίνει, εἶναι κανένας κερδισμένος».
Φώτης Κόντογλου