Η Γενοκτονία και η κοινωνία των πολιτών στην Τουρκία
Εδώ και χρόνια έχουμε αναπτύξει έναν ιστορικής σημασίας ειλικρινή διάλογο με έντιμες προσωπικότητες στην Τουρκία. Είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας που έχει συνέπεια, ανιδιοτέλεια, σοβαρότητα, ειλικρίνεια, δεν αποσιωπά την αλήθεια και δεν καταναλώνει ούτε ευτελίζει το ζήτημα.
Συνομιλήσαμε όλα αυτά τα χρόνια με τους ερευνητές, διανοούμενους, ανθρώπους που διώκονται για τις ιδέες τους, συνεργαστήκαμε σε συνέδρια, επιστημονικές συναντήσεις και συζητήσεις σε όλον τον πλανήτη. Το Συνέδριο στην Αγκυρα για το Ποντιακό ζήτημα και τη Γενοκτονία τον Απρίλιο του 2016 ήρθε ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω. Κάποτε έρχεται η ιστορική στιγμή που πρέπει να μιλήσεις στον τόπο του εγκλήματος για το έγκλημα που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί, οι δάσκαλοι του Χίτλερ και των Ναζί.
Με τους Ragip Zarakolu, Sait Çetinoğlu και Tamer Çilingir έχω μία μακροχρόνια και συνεχή συνεργασία. Μιλήσαμε, συζητήσαμε και συνεργαστήκαμε, μεταξύ των άλλων σε συνέδρια, σε κοινές συγγραφικές προσπάθειες στην ελληνική, τουρκική και αγγλική γλώσσα, για το ζήτημα της Γενοκτονίας και για την αναγνώρισή της. Και οι τρεις συνεργάτες, σπουδαίοι και έντιμοι συνομιλητές και συναγωνιστές, έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα και έχουν μιλήσει για τη Γενοκτονία, σε εκδηλώσεις και επιστημονικές συναντήσεις.
Ο Ragip Zarakolu γεννήθηκε στην Πρίγκηπο και από τα νεανικά του χρόνια έδειξε το ενδιαφέρον του για τους Αρμένιους και τους Ελληνες. Το 1977 ο Ragip και η σύζυγός του Aysenur δημιουργούν τον εκδοτικό οίκο Belge, με έδρα στην Κωνσταντινούπολη εκδίδοντας βιβλία για τη Γενοκτονία των Ελλήνων, για τον πολιτισμό του Πόντου, για τη Γενοκτονία των Αρμενίων και των Ασσυρίων, για τους Κούρδους. Από το θάνατο της συζύγου του το 2002, η οποία είχε φτάσει στις 34 δικαστικές διώξεις, ο Zarakolou έχοντας διωχθεί, βασανισθεί και φυλακισθεί για τη δραστηριότητά του, ζει πλέον εκτός Τουρκίας.
Ο Sait Çetinoğlu γεννημένος στην Τραπεζούντα είναι ακτιβιστής στον κύκλο της Πρωτοβουλίας Ελευθερίας της Σκέψης της Αγκυρας. Μιλά και γράφει για τη Γενοκτονία, καταδικάζοντας τα εγκλήματα των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών και προβάλλει στα κείμενά του και στη δραστηριότητά τους μια παράμετρο που ελάχιστα έχει ερευνηθεί όπως είναι αυτή της λεηλασίας και της κλοπής των περιουσιών των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Ο Tamer Çilingir έχοντας φυλακισθεί στην Τουρκία πρωταγωνιστεί από το εξωτερικό πλέον στον αγώνα αυτό. Το βιβλίο του για την «Η αλήθεια για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» (Pontos Gerçeği: 1914-1923 Yılları Arasında Karadeniz’de Yaşananlar), από τις εκδόσεις του Belge του Ragip Zarakolou, αποτελεί μία σημαντική μαρτυρία για το ζήτημα της Γενοκτονίας.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων αποτελεί μία από τις σκοτεινές στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Με συγκινεί το γεγονός, πέραν των άλλων συναισθημάτων, ότι στην ιερή προσπάθεια αναγνώρισης έχουμε μαζί μας και ανθρώπους που ζουν στην Τουρκία ή γεννήθηκαν εκεί.
Εχω γνώση από την προσωπική μου διαδρομή στην υπόθεση της ανάδειξης της Γενοκτονίας, των δυσκολιών και των εμποδίων που βρέθηκαν και θα βρεθούν μπροστά μας, έχω γνώση ότι η προσπάθεια θα είναι επίπονη, μακροχρόνια και δύσκολη, ωστόσο στο τέλος είμαι βέβαιος ότι θα είναι νικηφόρα. Γιατί έχουμε μαζί μας την αλήθεια και τους συναγωνιστές μας που δεν φοβούνται να μιλήσουν και να πράξουν, ακόμη και στην Τουρκία, στο κράτος με τις περισσότερες φυλακές στον κόσμο. Είμαι ευτυχής που έχω τέτοιους φίλους και συναγωνιστές, όπως οι Ragip Zarakolu, Sait Çetinoğlu και Tamer Çilingir, τους συγχαίρω για την τόλμη και την ανδρεία τους, τους ευχαριστώ που είναι μαζί μας στον ιερό και εν τέλει νικηφόρο αγώνα αναγνώρισης, ζωής και αλήθειας.
Πόντος: η αναζήτηση της ταυτότητας
Του Ragip Zarakolu, εκδότη – συγγραφέα
Ο παππούς μου γεννήθηκε στα Κοτύωρα και αργότερα ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, η μητέρα μου ήταν από την Νεοκαισάρεια και όταν επισκεπτόμουν την περιοχή εκείνη πάντα αισθανόμουν λίγο διαφορετικά. Ο χώρος ήταν γεμάτος από μυστικά και υπήρχαν ιστορίες που δεν είχαν ειπωθεί ποτέ. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήμουν μισός και υπήρχε κάπου αλλού το άλλο μου μισό και το βρήκα στους Αρμένιους και τους Πόντιους. Ετσι ό,τι έκανα αργότερα στη ζωή μου ήταν από ευθύνη στον εαυτό μου. Αργότερα έμαθα σχετικά με τη Γενοκτονία των Ελλήνων, αρχικά γνώριζα μόνο τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Το 1993 εξέδωσα μαζί με τη σύζυγο μου το πρώτο βιβλίο σχετικά με τη Γενοκτονία των Αρμενίων και ακολούθησαν πολλά προβλήματα. Υπήρξαν εκρήξεις στον εκδοτικό οίκο και πολλές δίκες σε σχέση με το περιεχόμενο των βιβλίων.
Το 1995 επισκέφθηκα την καθηγήτρια Χόφμαν, και προσπάθησα μέσω αυτής να βρω υλικό για τους Πόντιους. Ενα χρόνο αργότερα ένας φίλος μου έκανε ένα ντοκιμαντέρ και έτσι συνάντησα τον συγγραφέα Γιώργο Ανδρεάδη. Η ιστορία του, η «Ταμάμα» ήταν συγκλονιστική. Αποφάσισα να εκδώσω το βιβλίο του δίνοντας τον τίτλο «Το εξαφανισμένο κορίτσι στην ομίχλη (Ταμάμα)». Επειτα εκδώσαμε το πρώτο βιβλίο ποντιακής γραμματικής, γλώσσας και ανθρωπολογίας του Ομέρ Ασάν και η ανταπόκριση του κόσμου ήταν πολύ θετική. Δεν υπήρχε ιδιαίτερη αντίδραση. Μετά όμως από δύο χρόνια ξεκίνησε ένας πόλεμος για τον Ανδρεάδη, για εμένα και για τον Ομέρ Ασάν.
Οι αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο συνέχιζαν. Ακριβώς τότε μου μπήκε η ιδέα να προσκαλέσω κάποιον Ελληνα συγγραφέα ο οποίος θα έδινε το μήνυμα της φιλίας και ειρήνης ανάμεσα στις δύο χώρες. Εξάλλου, σκεφτόμουν, είχε έρθει πια η ώρα, μετά από το ταμπού για το αρμενικό θέμα, να σπάσουμε και το ταμπού του ποντιακού θέματος. Παλαιότερα, στην εποχή διακυβέρνησης του Τουργκούτ Οζάλ, είχαμε καλέσει στην Εκθεση Βιβλίου της Κωνσταντινούπολης τη συγγραφέα μας Διδώ Σωτηρίου. Την υποδεχτήκαμε σαν αγία. Ετσι και ο Γιώργος Ανδρεάδης, την άνοιξη του 1996, έτυχε υποδοχής εκ μέρους μας στη Σμύρνη, σαν άγιος. Μέσα σε ένα μήνα είχα προλάβει να μεταφράσω το βιβλίο του Ταμάμα, «Η χαμένη κόρη του Πόντου» για να είναι έτοιμο για την Εκθεση. Οι φίλοι του, του είχαν συστήσει να μην πάει στη Σμύρνη, λόγω της έντασης που επικρατούσε. Ο Αντώνης Σαμαράκης, προσκεκλημένος και αυτός, είχε ήδη ματαιώσει το ταξίδι του. Ο Ανδρεάδης ήταν ένας κλασικός Πόντιος.
Ηρθα σε επαφή με τον Ανδρεάδη με τη μεσολάβηση του ντοκιμαντερίστα Enis Riza που ήταν ο πρώτος που είχε ασχοληθεί με το δράμα της ανταλλαγής των πληθυσμών, με την ταινία του «Οι άνθρωποι από τις δύο όχθες» . Αυτόν τον άνθρωπο ο οποίος, όπως και ο δολοφονημένος Αρμένιος δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ, είχε ένα και μοναδικό στόχο, να χτίζει γέφυρες ανάμεσα στους λαούς, το τουρκικό κράτος στις 4 Δεκεμβρίου 1998 τον ανακήρυξε persona non grata. Η αιτιολογία γι’ αυτή την απόφαση στο σχετικό έγγραφο σημειώνεται ως «ΧΧΧ». Τι να σήμαινε άραγε αυτό το «ΧΧΧ»; (σ.σ. έκτοτε δεν μπόρεσε ποτέ να ξαναεπισκεφθεί την Τουρκία)
Οι πολιτικοί και οι στρατηγοί δεν είναι και τόσο ανόητοι καθώς δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να συνδεθούν οι Τούρκοι με τους Ελληνες μέσω της γλώσσας που υπάρχει στον Πόντο. Οι μουσουλμάνοι του Πόντου έχουν διαφυλάξει τη μητρική τους γλώσσα η οποία είναι η ποντιακή διάλεκτος. Ποιος θα ήταν λοιπόν ο κίνδυνος; Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει ήταν να γεφυρωθεί το χάσμα ή να ενωθούν οι Ελληνες του Πόντου με τους μουσουλμάνους του Πόντου. Ωστόσο, όταν κάποιος έχει φασιστική νοοτροπία φυσικά αυτό δεν είναι αποδεκτό. Ετσι δίνω μάχη για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Ασσυρίων και όλων των λαών της Ανατολής και της Μικράς Ασίας.
Σήμερα μπορεί να καλυτέρευσαν οι σχέσεις των δυο χωρών, αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελέσει λησμονιά για όσα έγιναν. Από το 1980 και μετά, το εκπαιδευτικό σύστημα της γειτονικής χώρας ελέγχεται πλήρως προσπαθώντας να μεταφέρει παραχαραγμένη την Ιστορία. Οι γενοκτονίες έγιναν. Απομένει να προσπαθήσουμε να αναγνωριστούν από όλους. Δεν μπορεί να συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση στην Τουρκία, όπου το καθεστώς έχει μετατρέψει τους ανθρώπους σε σκλάβους. Η Τουρκία πρέπει να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία.
Επιμέλεια-Μετάφραση : Θεοφάνης Μαλκίδης
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου
Του Sait Çetinoğlu – Συγγραφέα
Στα πλαίσια της εκδίωξης των Ελλήνων από το οθωμανικό κράτος ο Γερμανός επικεφαλής του Οθωμανικού Στρατού Στρατάρχης Λίμαν Φον Σάντερς διατάσει τον εκτοπισμό τους. Ο ίδιος όταν βλέπει ότι παρά όλους τους εκτοπισμούς παραμένουν, ρωτά επειγόντως τους υφισταμένους του: «Δεν διώξατε ακόμα αυτούς τους άπιστους;». Οι Νεότουρκοι και οι σύμμαχοί τους Γερμανοί θέλουν μια Ανατολή που θα έχει εκκαθαριστεί από τα Χριστιανικά της στοιχεία, τους Ελληνες, τους Αρμένιους, του Ασσύριους. Το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι επιθυμούν και οι άλλες δυτικές δυνάμεις, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία αν μελετήσουμε τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Δεν είναι άστοχο να πούμε ότι αυτά τα κράτη έμειναν αδιάφορα στην εξόντωση των αρχαίων λαών της Ανατολής.
Τα γραφόμενα στα Τουρκικά για το ζήτημα του Πόντου είναι πανομοιότυπα και προέρχονται από την ίδια πηγή, το προπαγανδιστικό βιβλίο που τυπώθηκε το 1922 από το Γραφείο Πληροφοριών, με τίτλο το «Ζήτημα του Πόντου» (Pontos Meselesi). Κατά το προπαγανδιστικό αυτό βιβλίο του 1922 σκοπός των διωκόμενων Ελλήνων ήταν η ίδρυση της Δημοκρατίας του Πόντου με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα ή την Σαμψούντα στα εδάφη από το Βατούμ μέχρι τη Σινώπη. Τα γραφόμενα αυτά είναι πολύ μακριά από το να εξηγήσουν τι συνέβη πραγματικά στον Πόντο. Ο Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποιεί τις ίδιες εκφράσεις στο Λόγο (Νutuκ) του.
Στη διάρκεια έναρξης του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, που μέχρι τότε οι Πόντιοι έχουν υπηρετήσει μόνο σε υπηρεσίες αγγαρείας στο Οθωμανικό Ναυτικό, καλούνται όπως και οι υπόλοιποι λαοί της Αυτοκρατορίας να καταταγούν στο στρατό. Για να σωθούν λιποτακτούν και συγκροτούν ένοπλες ομάδες σωτηρίας από τη Γενοκτονία.
Οι Νεότουρκοι μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους πριν από την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο της «λύσης» των εθνοτικών προβλημάτων με την εξόντωση των ιστορικών λαών, των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Ασσυρίων.
Σε έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών της Αυστρίας αναφέρονται τα εξής: «Η τουρκική πολιτική έχει τον χαρακτήρα της ολοκληρωτικής εκδίωξης από την περιοχή με σκοπό την πλήρη εξαφάνισή τους με τη δικαιολογία ότι οι Ελληνες της περιοχής αποτελούν κίνδυνο κατά του κράτους, μια μέθοδος που εφαρμόστηκε στο παρελθόν και κατά των Αρμενίων. Οι Τούρκοι χωρίς να διακρίνουν καμιά διαφορά στον πληθυσμού και χωρίς να αφήνουν καμιά πιθανότητα στην επιβίωση του πληθυσμού με την πρόφαση της μετακίνησης σε άλλες περιοχές, δηλαδή τη μετακίνηση από τις παραλίες στα ενδότερα, εγκαταλείποντας αυτούς σε τραγικές, απάνθρωπες συνθήκες στην πείνα τους να οδηγούν προς το θάνατο. Τα σπίτια τους, αφού καταληφθούν από τους τσετέδες λεηλατούνται πυρπολούνται και κατεδαφίζονται. Όποια μέτρα εφαρμόστηκαν κατά των Αρμενίων εφαρμόζονται και κατά των Ελλήνων του Πόντου».
Οι οπαδοί του κόμματος Ενωσης και Προόδου αναφέρουν ότι διέπραξαν εναντίον των Ελλήνων του Πόντου σχεδόν τα ίδια με εκείνα που είχαν διαπράξει και εναντίον των Αρμενίων. Οπως τους Αρμένιους, έτσι και τους Ελληνες του Πόντου τους κατέτασσαν στον οθωμανικό στρατό, στα τάγματα εργασίας, και τους χρησιμοποιούσαν στην οδοποιία του Καυκάσου και άλλων περιοχών. Χιλιάδες Ελληνες του Πόντου έχασαν τη ζωή τους από το κρύο, την πείνα και τις κακουχίες.
Ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρι Μόργκενταου συγκρίνει το διωγμό των Ποντίων με το «Ταξίδι Θανάτου των Αρμενίων»: «Οι Ελληνες συγκεντρώθηκαν σε πολλά σημεία, και υπό την υποτιθέμενη προστασία της χωροφυλακής προωθήθηκαν προς τα ενδότερα. Παρότι δεν είναι γνωστό πόσοι διασκορπίστηκαν με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς ο αριθμός τους κυμαίνεται από 200.000 μέχρι και 1.000.000».
Η τέταρτη συνδιάσκεψη, που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 29 Σεπτεμβρίου -9 Οκτωβρίου 1911, είχε ιδιαίτερη σημασία για την εθνική πολιτική που θα ακολουθούσε το κόμμα της Ενωσης και Προόδου.
Στην ομιλία του ο Ταλαάτ πασά, ένας από την τριανδρία των Νεότουρκων, επέστησε την προσοχή στο ότι οι διατάξεις του Συντάγματος δεν εννοούν πως όλοι οι λαοί της χώρας έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους Τούρκους. «Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι Τουρκικό Κράτος, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά κανείς», είχε πει. Στη συνδιάσκεψη αναφέρθηκε επίσης ότι στην περίπτωση που οι άλλοι λαοί δεν εννοήσουν να ενωθούν σε ένα έθνος, θα χρησιμοποιηθεί βία.
Ο Πόντος ήταν μία από τις πλέον αναπτυγμένες περιοχές της Αυτοκρατορίας όπου επικρατούσαν οι χριστιανοί. Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον πλούτο τους.
Μπορούμε να το δούμε αυτό και στα υπάρχοντα των Ποντίων που αρχίζουν να αναφέρονται από το 1925 και μετά στις τουρκικές εφημερίδες. Μαζί με τα υπάρχοντα των ανταλλαγέντων είναι και τα καθόλου ευκαταφρόνητα υπάρχοντα των μη ανταλλαγέντων. Αυτά ανήκαν σε ανθρώπους που εκτελέστηκαν κατ’ εντολή των επιτροπών τρόμου υπό την ονομασία Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, σε ανθρώπους που σφαγιάστηκαν από εθνοφρουρούς ή τσέτες που υποκινούνταν από το κράτος, σε ανθρώπους που δολοφονήθηκαν στις εξορίες ή σε ανθρώπους που τρομοκρατημένοι απ’ όλα αυτά εγκατέλειψαν τον τόπο τους.
Εδώ υπάρχει και κάτι άλλο που δεν πρέπει να παραγνωριστεί. Οταν χάνεται ένας πόλεμος, υπάρχει η πιθανότητα αυτοί που υπέστησαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας να επιστρέψουν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Πρέπει λοιπόν να ληφθούν μέτρα γι’ αυτό.
Αυτός είναι και ο λόγος που έγδυναν τους ανθρώπους αυτούς μέχρι τα εσώρουχα, και υπό την ονομασία «εκτοπισμός» τους έστελναν σε μια πορεία θανάτου. Ο σκοπός της κίνησης αυτής ήταν να μην αφήσουν κανένα περιθώριο διεκδίκησης στο μέλλον.
Στη σκοτεινή περίοδο 1913-1923, με γενοκτονίες και απελάσεις, το 20-25% του οθωμανικού πληθυσμού, που ισοδυναμεί με 4.000.000 περίπου, ξεριζώθηκε από τα πατρογονικά του εδάφη. Ο πληθυσμός που εξοντώθηκε ήταν ο πιο ανεπτυγμένος και ο πλουσιότερος. Έτσι, τουλάχιστον το 30-35% του εθνικού πλούτου άλλαξε χέρια.
Το 1913-1914 οι απώλειες των Ελλήνων έφθαναν τα 5 δισ. γαλλικά φράγκα και των Αρμενίων τα 19,4 δισ. γαλλικά φράγκα. Ωστόσο, οι απώλειες των Ελλήνων του Πόντου είναι άγνωστες.
Τα νούμερα είναι πολύ μεγάλα, κι αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους της άρνησης της Γενοκτονίας.
Στα επίπεδα που έφθασαν στις μέρες μας οι ανθρώπινες αξίες, δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μην αναγνωριστεί η Γενοκτονία. Η άρνηση δεν μπορεί να μείνει για πάντα ως ένα όνειδος της ανθρωπότητας. Νομίζω πως κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί σ’ αυτό. Για να αναγνωριστεί η Γενοκτονία, αρκεί η ανθρωπότητα να προστατέψει στις αξίες της.
Είναι βέβαια πολύ σημαντική η αλληλεγγύη των θυμάτων, αλλά δεν αρκεί. Θα πρέπει η ανθρωπότητα να συμπαρασταθεί στα θύματα και να βροντοφωνάξει Ποτέ Ξανά!
Αντλούμε τη δύναμή μας από το δίκαιο το οποίο υποστηρίζουμε. Η Ιστορία θα μας δικαιώσει. Τα θύματα των γενοκτονιών, εκτός από τους εαυτούς τους, δεν έχουν να στηριχτούν πουθενά αλλού πέρα από εμάς. Εμείς λοιπόν προσπαθούμε να πολλαπλασιάσουμε τις δυνάμεις αυτές…
Μετάφραση-Επιμέλεια: Θεοφάνης Μαλκίδης
Η Γενοκτονία και το καθήκον μας
Του Tamer Çilingir
Μεταξύ του 1894 και του 1923, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ και η επιτροπή της Ενωσης και της Προόδου, υλοποίησαν τη Γενοκτονία εναντίον των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Η Γενοκτονία εναντίον των Ελλήνων αποτελεί τον τελευταίο δακτύλιο του Μεγάλου Χριστιανικού Ολοκαυτώματος.
Το πρώτο στάδιο είναι η περίοδος καταστροφής που θα κοστίσει τη ζωή σε 353.000 ανθρώπους.
Το δεύτερο στάδιο είναι η απέλαση 1.250.000 ορθόδοξων χριστιανών από τα εδάφη που έχουν ζήσει για χιλιάδες χρόνια με το «Μνημόνιο Κατανόησης» που υπεγράφη στη Λωζάννη το 1923.
Η ελληνική πλέον ταυτότητα έχει χαθεί στον Πόντο όπου για περισσότερο από τρεις χιλιάδες χρόνια ζούσαν Ελληνες, αλλά σήμερα ζουν οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες των Ελλήνων οι οποίοι υπέστησαν μεγάλη γενοκτονία και στη συνέχεια εξορίστηκαν με την «ανταλλαγή» το 1923. Αλλά από τη δημιουργία του Κεμαλικού καθεστώτος το κράτος δεν έχει εμπιστευτεί τους μουσουλμάνους του Πόντου, οπότε πρέπει να αποδείξουν τον εαυτό του…
«Εχω γεννηθεί στη Λιβερά της Τραπεζούντας. Είμαι από μια ελληνική οικογένεια που έχει εξισλαμιστεί. Από παιδί στο σπίτι θυμάμαι ότι μιλούσαμε μια άλλη γλώσσα, τα Ποντιακά, ρωτούσα στην οικογένειά μου τι ήταν αυτό που μιλώ αλλά δεν μου έλεγαν, και μας έκρυβαν ότι είναι τα Ποντιακά. Από τα είκοσι μου χρόνια άρχισα τον ακτιβισμό κατά των αντιδημοκρατικών εφαρμογών στην Τουρκία.
Και σε αυτή τη διαδικασία, σε διάφορες περιόδους, τέθηκα υπό κράτηση, βασανίστηκα, φυλακίστηκα για δώδεκα χρόνια, μέχρι να δραπετεύσω και να ζω σήμερα στην Ελβετία. Για να μπορέσω να μάθω το παρελθόν μας και την Ιστορία μας, άρχισα να ερευνώ.
Στην περιοχή μας έχει πάνω από τριακόσια χωριά που μιλάνε Ποντιακά, μετά τη συμφωνία της ανταλλαγής το 1923 οι Ελληνες που ήταν εκεί είχαν πάει στην Ελλάδα και ουσιαστικά πίσω δεν είχε μείνει κανένας Ελληνας.
Αλλά εμείς ακόμα μιλάμε Ελληνικά, μιλάμε Ποντιακά. Και ήταν ξεκάθαρο ότι κάτι μας κρύβουν. Και αποφάσισα με κάποιους φίλους μου να κάνουμε μια σοβαρή έρευνα για αυτό το θέμα».
Το 1461 όταν μπήκαν οι Οθωμανοί στην Τραπεζούντα δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος, σε ογδόντα χρόνια μέσα βλέπουμε ότι το 33% του πληθυσμού εκεί ήταν μουσουλμάνοι. Αλλά στο μεταξύ, επειδή κατέγραφαν και όποιον έμπαινε και έβγαινε στην πόλη, βλέπουμε και ότι κανένας δεν εισερχόταν ή εξερχόταν από την πόλη. Αυτό σημαίνει ότι το 33% αυτών που ήταν Ελληνες εξισλαμίστηκαν τα πρώτα ογδόντα χρόνια.
Οταν φτάνουμε στην απογραφή που έγινε το 1914 βλέπουμε ότι μόλις το 25% του πληθυσμού ήταν χριστιανοί και το 75% μουσουλμάνοι. Ενώ στις απογραφές μετά το 1923 ο αριθμός των χριστιανών φαίνεται μηδενικός. Αρα 100% Ισλάμ. Σήμερα πολλοί άνθρωποι στον Πόντο κάνοντας τεστ DNA προσπαθούν να βρουν τις ρίζες τους. Σε μία έρευνα που έγινε σε εταιρεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ αυτών που πήγαν εκεί ήμουν και εγώ, όπου ξέρουμε ότι έχουν αποταθεί πάνω από 2.000 άνθρωποι που ζούν σήμερα στην Τραπεζούντα, μόνο σε έναν βρέθηκαν μόλις 4% γονίδια από την κεντρική Απω Ανατολή. Μόνο σε έναν από τους 2.000».
Στη Γενοκτονία πεθάναμε 353.000 φορές, για αυτό το είπα. Πέρα ότι το νιώθω ως ένας Ελληνας, αλλά κι ως άνθρωπος και ξέρω πως όσοι ζούνε εκεί πέρα (στον Πόντο) πρέπει να νιώθουν το ίδιο. Πράγματι πεθάναμε 353.000 φορές κι ακόμη προσπαθούν να μας σκοτώσουν, προσπαθούν να μας φιμώσουν, και αυτό που λέω συνεχώς είναι το εξής: «μας σκοτώσατε 353.000 φορές και τι έγινε κι εάν σκοτώσετε και εμένα;». Εφτασα πολύ αργά σε αυτή τη γνώση. Ζητάω συγγνώμη. Και πρέπει η τουρκική κοινωνία να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα.
Κλείνω με το κείμενο που απεύθυνα στον εισαγγελέα της Τραπεζούντας όταν η ιστοσελίδα που διατηρώ «Devrimci Karadeniz», απαγορεύτηκε στην Τουρκία. Η ιστοσελίδα η οποία ασχολείται με τα ζητήματα του Πόντου σε όλες τις εκφάνσεις τους (Γενοκτονία, πολιτισμός, πρόσωπα, σημερινές διώξεις από την Τουρκία, κ.λπ.), δεν μπορεί πλέον να την επισκεφθούν οι χρήστες του internet στην Τουρκία, και έτσι έθεσα τα εξής ερωτήματα προς τον εισαγγελέα περιμένοντας τις απαντήσεις:
«Κύριε εισαγγελέα είναι έτοιμες οι μουριές με τις κρεμάλες για τους θανάτους μας στην Αμάσεια; Χρειάζεστε τώρα μερικούς Τοπάλ Οσμάν! Μπορείτε να μας εκτελέσετε στην ακτή! Θα αλλάξετε τη γλώσσα μας, τη θρησκεία μας; Θα μας ρίξετε και στους λέβητες των πλοίων κύριε Εισαγγελέα; Θα μπορούσατε να γεμίσετε στις εκκλησίες και να μας κάψετε, αλλά έχετε κλείσει τις εκκλησίες και τις κάνατε τζαμιά, ίσως να μας κάψετε στα τζαμιά… Λέτε ότι είμαστε ένοχοι ‘υποκίνησης των ανθρώπων σε μίσος και εχθρότητα’.
Τι έκαναν οι 353 χιλιάδες Ελληνες του Πόντου, που τους γενοκτονήσατε, που τους δολοφονήσατε; Θα μπορούσατε να εξηγήσετε πώς εξορίστηκαν οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτά τα εδάφη για χιλιάδες χρόνια; Εχουν περάσει εκατό χρόνια και εξακολουθείτε το ίδιο πράγμα, εξακολουθείτε να είστε εχθρικοί σε ανθρώπους που δεν σκέφτονται σαν εσάς.
Είμαστε η αλήθεια αυτών των εδαφών κύριε Εισαγγελέα.
Ναι, είμαστε Ελληνες του Πόντου. Ακόμη και αν αλλάξατε τη γλώσσα μας, τη θρησκεία μας, αυτή η πραγματικότητα δεν άλλαξε ποτέ. Για χιλιάδες χρόνια είμαστε οι διανοούμενοι του χώρου. Οπως μπορείτε να δείτε είμαστε ακόμα εδώ, παρά τις γενοκτονίες, την εξορία, την αφομοίωση και θα συνεχίσουμε να είμαστε οι διανοούμενοι αυτών των εδαφών. Ακριβώς όπως αυτό που κάνατε πριν από εκατό χρόνια και επαναλαμβάνετε σήμερα, αν συνεχιστεί, τότε τα δικαστήρια, οι φυλακές, τα όπλα, οι βόμβες σας δεν θα είναι κέρδος. Δεν είμαστε αυτοί που θα ερευνήσουμε, εσύ είσαι ο Εισαγγελέας. Θα θέσουμε όμως υπό αμφισβήτηση και θα συνεχίσουμε να αποκρυπτογραφούμε ό,τι γίνεται Ναι, είμαστε Ελληνες του Πόντου»!
Μετάφραση-Επιμέλεια: Θεοφάνης Μαλκίδης