Ἐκεῖνο πού μέ ἔχει σημαδέψει ὡς παιδί, ἦταν τά φῶτα τῆς Κέρκυρας, πού τά 'βλεπα κάθε βράδυ κι ἐκεῖ πίσω ἀπό τά... φῶτα ἦταν ἡ ἐλευθερία. Πίσω ἀπό τά φῶτα ἦταν ἡ Ἑλλάδα. Τά βράδια μέ τρόμαζαν πάρα πολύ οἱ προβολεῖς πού ἔπεφταν στή θάλασσα, γιατί ἔπρεπε νά ἐλέγξουνε μή φύγει κανένας, μή δραπετεύσει κανένας. Aυτό μέ σημάδεψε ὡς παιδί.
Τό καθεστώς μας εἶχε πάρει τά κτήματα, μᾶς εἶχε πάρει τήν περιουσία. Εἶχε κάνει τίς λεγόμενες «κοπερατίβες». Ὅλα ἦταν κοινοκτημοσύνη, δέν ἀνῆκε τίποτα σέ κανέναν.
Kαι μας δίνανε νά φᾶμε μέ τό δελτίο. Τί νά σοῦ πρωτοπῶ παιδί μοῦ; «Κρεμμύδι κρεμμυδάκι μου, κάθε χαψιά καί κλάμα» ἤτανε.
Δέν ἔπρεπε νά μιλᾶμε τή γλῶσσα μας, τήν ἑλληνική. Δυσκολευόμουν πάρα πολύ πού ἔπρεπε νά μαθαίνω τά ἀλβανικά, γιατί ἐμεῖς μιλούσαμε τή διάλεκτο κι ὅταν πῆγα στό σχολεῖο τό ἀλβανικό, δυσκολευομουν πάρα πολύ. Παρόλο πού ἀπαγορευούτανε νά μιλᾶμε τή γλῶσσα, δέν μποροῦσε αὐτό νά σταματήσει. Ὁπότε στά διαλείμματα μιλούσαμε τά ἑλληνικά καί μᾶς ἐκυνηγούσανε οἱ δάσκαλοι νά μή μιλᾶμε.
Θυμᾶμαι ἐπερνούσανε τά λεωφορεῖα μέ τσ' Ἕλληνες καί δέν τσί σταματοῦσαν στή Χιμάρα, ἐπειδή μιλούσαμε ἑλληνικά, νά μήν ἔχουμε ἐπαφῆ. Κι ἐμεῖς προσπαθούσαμε, ὅταν ἤμασταν στήν αὐλή τοῦ σχολείου καί βλέπαμε κάνα λεωφορεῖο πού περνοῦσε, νομίζαμε ὅτι περοῦσε ὁ Θεός καί πηγαίναμε νά χαιρετούσαμε καί «πάπ», μᾶς κόβανε τά χέρια μέ τή βέργα, νά μή χαιρετᾶμε. Γιά ἐμᾶς ἡ Ἑλλάδα... Γιά ἐμᾶς ἡ Ἑλλάδα ἤτανε ἡ πατρίδα μας. Καί εἶναι. Ἡ χώρα τῆς ἐλευθερίας.
Θά σοῦ πῶ, πότε ἤρθαμε; Τό 1990 ἄρχισε νά ἀλλάζει ἡ κατάσταση μέσα. Εἶχαν ξεσηκωθεῖ οἱ φοιτητές, εἶχαν ἀρχινίσει μπαίνανε στίς πρεσβεῖες, ζητοῦσαν ἐλευθερία. Τό '90 πού λές, πρός τό τέλος Δεκέμβρη, ἔκαμε μία κακοκαιρία στή Χιμάρα. Ὁ κόσμος εἶχε ἀρχινίσει νά φεύγει -πρός τήν Ἑλλάδα, ἔτσι- μέ ποδάρια, μ' ὅτι ὁ καθένας μποροῦσε καί μέ ὅποιο μέσο ἔβρισκε, μόνο νά φύγει γιά τήν Ἑλλάδα. Μόνο νά φεύγει γιά τήν ἐλευθερία. Καί κάνει μία τέτοια κακοκαιρία πού τό δέντρο, πού εἴχαμε στό Καμπί τῆς Χιμάρας, ἐξεριζώθη κι ἔπεσε πρός τή μεριά πού ἔφευγε ὁ κόσμος, πρός τή μεριά τῆς Ἑλλάδας. Ἔλεγαν οἱ ντόπιοι ἐκεῖ ὅτι βγῆκε ἡ προφητεία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, πού εἶχε πεῖ ὅτι: «Ὅταν τοῦτο τό δέντρο ξεριζωθεῖ, θά φεύγει ὅλος ὁ κόσμος». Πρός τά ἐκεῖ εἶχε δείξει.
Ξεκινήσαμε... Ἀφοῦ χαιρετήσαμε τόν παπποῦ, τή γιάγιω. Δέν ὑπάρχει πιό δύσκολο πρᾶμα ἀπό τόν ζωντανό ξεχωρισμό. Ὁ ζωντανός ξεχωρισμός εἶναι ὅτι χειρότερο. Ἐκεῖνο πού θυμᾶμαι ἔτσι πολύ ἔντονα εἶναι ὅταν περάσαμε στήν Κακαβιά, ἐβλέπαμε Ἕλληνα καί θέλαμε νά τόν ἀγκαλιάσουμε, θέλαμε νά τόν φιλήσουμε, νά... Καί μᾶς βλέπανε αὐτοί καί λέγανε: «Τί εἶν' τοῦτοι ἐδῶ τώρα; Ἔχουν τρελαθεῖ, ἄς ποῦμε;» Γιατί ἦταν τόση μεγάλη ἡ ἐπιθυμία νά ἰδοῦμε τ' ἀδέρφια μας καί νά τά ἀγκαλιάσουμε. Γιατί ἔτσι τό βλέπαμε ἐμεῖς. Μετά, διαπιστώσαμε ὅτι δέν ἦταν ἔτσι τά πράγματα.
Ἤρθαμε στήν Ἑλλάδα, ἐδιάφκαμε στήν Πάτρα. Eδιάφκαμε σ' ἕναν ξάδερφο. Αὐτός εἶχε νοικιάσει ἕνα δωμάτιο καί μᾶς εἶπε: «Ἐλᾶτε ἐδῶ καί μετά θά δοῦμε τί θά κάνετε, πῶς θά ταχτοποιηθεῖτε». Μετά πάει ὁ πατέρας μου στή λαϊκή, βρίσκει ἕναν κύριο. Λέει αὐτός: «Θά σᾶς βάλω σ' ἕνα σπίτι καί θά δίνω στούς γονεῖς ἀπό 40.000, δέν θά πληρώνετε νοίκι καί θά σκάβετε ἐκεῖ τά χωράφια». Καί μᾶς βάνει σ' ἕνα γιαπί. Ἤμασταν νοικοκυραῖοι στό σπίτι μας καί βρεθήκαμε σ' ἕνα γιαπί. Νά λυσσομανάει ὁ ἄνεμος, χωρίς παράθυρα. Τότε ἔφτιαχνε τήν οἰκοδομή, δέν περιμέναμε αὐτήν τήν ἀντιμετώπιση.
Εὐτυχῶς πού εἶχε πάρει ἡ μάνα μου δύο κελίμια, τά στρώνουμε κάτω καί μ' αὐτά καλυβούμεσα. Νά μήν ἔχουμε ποῦ νά πλυθοῦμε, παιδί μου. Νά μήν ἔχουμε τίποτα! Tης λέγω: «Μάνα, δέν εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ, δέν μπορῶ», τῆς λέω. «Τό ξέρω, παιδί μου -μοῦ λέει- θά βροῦμε κάτι». Τήν Τρίτη μέρα ἐξημέρωσε Κυριακή. Τό παίρνουμε μέ τά ποδάρια μέ τή μάνα μου καί φτάνουμε σέ μία ἐκκλησία ἐκεῖ στήν Πάτρα.
Μπαίνω μές στήν ἐκκλησία... Πρώτη φορά θά 'μπαινα σ' ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα. Γιατί ἐμᾶς τσ' ἐκκλησίες μᾶς τσ' εἶχαν κάνει στάβλους, μᾶς τσ' εἶχαν κάνει γυμναστήρια. Ἀπαγορευούταν, παιδί μου, νά πᾶμε στήν ἐκκλησία ἐμεῖς, νά ἀνάβουμε τά καντήλια, νά κάνουμε το σταυρό μας, γιατί τό 1967 εἶχε κηρυχθεῖ τό κράτος ἀθεϊστικό καί ἀπαγορευόντουσαν τά πάντα. Καί κρυφά ἡ γιαγιά μου ἡ Ἄννα μέ ξυπνοῦσε τή νύχτα, γιά νά ἀνάβω τά καντήλια. Τά 'χαμε κρυμμένα, εἴχαμε μιά εἰκόνα στήν ἀποθήκη κι ἀνάβαμε τά καντήλια τή νύχτα κρυφά.
Πού λές, μπαίνω μέσα καί μέ βγάνουν όξω. Δέν ἤξερα γιατί μέ 'βγαλαν όξω καί ρώτησα ἐκεῖ πέρα. Τοῦ λέω: «Γιατί μέ βγάνετε όξω;» Λέει: «Γιατί φοράς παντελόνια», γιατί φοροῦσα παντελόνια. Δέν ἤξερα ὅτι πρέπει νά μπῶ στήν ἐκκλησία χωρίς παντελόνι. Μετά καθούμεσα μέ τή μάνα μοῦ ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία καί περοῦσε ὁ κόσμος καί μᾶς ἔδινε ἕνα κατοστάρικο, δραχμές. Κι ἐκείνη τήν ὥρα βοήθησε ὁ Θεός καί περάει ἕνας μακρινός ξάδερφος ἀπ' τό πουθενά κι ἡ μάνα μοῦ τόν ἀναγνώρισε. Λέει: «Τί κάνετε ἐδῶ;» Λέει: «Βασίλη, ἔχουμε πάθει αὐτό καί αὐτό». Λέει: «Μή σᾶς νοιάζει, θά 'ρθειτε σ' ἐμένα. Θά πᾶτε νά πάρετε τά πράματά σας καί θά 'ρθειτε σ' ἐμένα νά μείνετε. Kαι θά χωρέσουμε».
Καί μετά βρῆκε δουλειά ὁ πατέρας μου στήν οἰκοδομή καί ὕστερα νοικιάσαμε σπίτι. Ὅταν πῆγα σχολεῖο, μοῦ λέγαν τά παιδιά: «Πῶς τά μιλᾶς ἔτσι τά ἑλληνικά;». Ἐμεῖς ἔχουμε ὅλα τά ἀσυναίρετα, τά μαλία, τά χαρτία, τά παιδία καί μέ κορόϊδευαν τά παιδιά. Καί πήγαινα σπίτι μέ κλάματα καί μοῦ λέει ἡ μάνα μοῦ «Παιδί μου, μήν κλαῖς! Θά πας και θά τούς πεῖς: «Ἐμεῖς ξέρουμε τά παλαία ἑλληνικά, ἐσεῖς ξέρετε τά καινούρια». Μετά πῆρα λίγο πάνω μου καί δέν στεναχωριόμουνα, ἄς ποῦμε. Δέ μ' ἔπιανε ἡ στεναχώρια.
Ἔλεγα στόν ἑαυτό μου ὅτι δέ θά ἀφήσω αὐτές τίς συμπεριφορές νά μοῦ καταστρέψουν αὐτό πού νιώθω γιά τήν Ἑλλάδα. Λέω πάντα -καί τώρα τό λέω- ὅτι: «Νιώθω γιά σέ πατρίδα στά σπλάχνα χαλασμό». Αὐτό μου τό 'μαθε ὁ παπποῦς μου, Βασιλική. Ὁ παπποῦς μου μέ ξυπνοῦσε τό πρωί νά ἀκούσω, ὅταν ἄνοιγε τό ραδιόφωνο τῆς ΕΡΑ, πού τό πιάναμε ἀπό την Κέρκυρα, ἔβανε τόν ἐθνικό ὕμνο καί μοῦ 'λεγε: «Τώρα θά ἀκούσουμε τόν ἐθνικό μας ὕμνο». Κι ἀκούγαμε τόν ἐθνικό ὕμνο. Ἄν ἔχω κάποιον ἦχο μέσα μου εἶναι ὁ ἦχος πού ἔχει ἡ ΕΡΑ, αὐτό τόν ἦχο.
Στή Πάτρα δέν μείναμε πάρα πολύ. Ὕστερα, ἐπήγαμε στήν Ἀθήνα καί ἤθελα νά γραφτῶ πάλι στό σχολεῖο, νά πάρω μεταγραφή. Τότε ὅμως κάτι βγάλανε ἕνα... δέ θέλανε νά μέ γράψουνε, γιατί εἶχαν πάρει μιά ἀπόφαση νά μή γράφουν τά παιδιά, μπάς καί γυρίσει ὁ κόσμος μέσα στή Βόρειο Ἤπειρο. Καί πῆγα μόνη μου, κατέβηκα κάτω, πῆγα μόνη μου στό Ὑπουργεῖο, ζήτησα νά δῶ τόν Ὑπουργό καί μοῦ λένε: «Καλά ἕνα μικρό παιδί θέλει νά δεῖ τόν ὑπουργό;» Νομίζω ὅτι ἤτανε ὁ Σουφλιάς τότε, πρέπει νά ἤτανε Ὑπουργός Παιδείας. Τέλος πάντων, δέν ἦταν ἐκεῖ ἐκείνη τήν ὥρα. Ἐγώ ἔκατσα, περίμενα.
Κάποια στιγμή ἔρχεται καί τοῦ λέω: «Σᾶς παρακαλῶ πάρα πολύ, ἐγώ θέλω νά γραφτῶ ἐδῶ πέρα, στό σχολεῖο, νά κάνω μεταγραφή. Εἶμαι ἐκεῖ πέρα καί θέλω νά μάθω ἑλληνικά γράμματα. Δέν μπορῶ νά γυρίσω πίσω, οἱ γονεῖς μου δουλεύουνε». Καί μετά μοῦ ἐπέτρεψαν καί πῆρα τή μετεγγραφή. Μετά μέ τή μητέρα μου καθάριζα σπίτια. Γενικά δούλευα καί σπούδαζα ταυτόχρονα. Αὐτή ἦταν ἡ ζωή μου στήν Ἀθήνα.
Μετά, ἕνα καλοκαίρι, καλοκαίρι τοῦ '94, μᾶς ἔστειλε ἡ μαμά στό χωριό μέ τόν ἀδελφό μου. Ἐκεῖ ἀποφασίσαμε νά γράψουμε συνθήματα. Ὁ ἀδελφός μου κρατοῦσε τσίλιες, ἐγώ ἄρχισα νά γράφω τά συνθήματα, γιατί ἡ κατάσταση ἦταν πάρα πολύ δύσκολη τότε. Ἦταν ἡ πρώτη περίοδος τοῦ Μπερίσα πού ἦταν πολύ δύσκολη, εἰδικά γιά τόν ἑλληνισμό. Εἶχα γράψει: «Θέλουμε ἑλληνικά σχολεῖα». Εἶχα γράψει: «Κάθαρμα Μπερίσα». Τέλος πάντων, ἐκεῖ πού ἐκρατοῦσε τσίλιες ὁ ἀδερφός μου, πῆγε ἕνας τῆς μυστικῆς ὑπηρεσίας. Τοῦ λέει: «Τί κάνεις ἐδῶ; Πρέπει νά μᾶς ἀκολουθήσεις».
Ἦρθαν πέντε ἄτομα. Πέντε ἄτομα νά συλλάβουν δύο μικρά παιδιά! Ἄν εἶναι δυνατόν! Πέντε ἄτομα! Ἐγώ δέ μιλοῦσα ἀλβανικά καί αὐτοί νευρίαζαν. «Πῶς εἶναι δυνατόν νά μή μιλᾶς; Εἴσαστε Ἀλβανοί». Λέω: «Ἡ γλῶσσα τῆς μάνας μου εἶναι ἡ ἑλληνική, αὐτήν ξέρω, δέν ξέρω τά ἀλβανικά».
Καί μετά μᾶς βάλανε σ' ἕνα μικρό βανάκι. Κι ἤτανε μέσα ὀκτώ ἄντρες, γιά νά πᾶνε δύο παιδιά, νά πᾶνε δύο παιδιά! Καί κάποια στιγμή μέσα στό βανάκι μας εἶχαν βάλει χώρια καί ἔρχεται ὁ ἀδερφός μου κοντά καί ἔρχεται ὁ ἄλλος -ἕνας ἄγριος- καί λέει: «Χωριστεῖτε, σκυλιά» καί μᾶς χώρισε.
Μετά φτάσαμε μέχρι τόν Λογαρά. Ἐκεῖ εἶναι πού ἔφτασε ὁ ἑλληνικός στρατός τό '40 καί μοῦ 'λεγαν: «Μέχρι ἐδῶ τό θές τό σύνορο;», μοῦ λέγανε. Ἐγώ δέν ἔλεγα τίποτα.
Τό πρωί μας πήγανε γιά ἀνάκριση, μέ ρωτούσανε κάτι ἀπίθανα πράγματα. Ἄν μ' ἔχει βάλει τό σχολεῖο, ἄν μ' ἔχει βάλει ἡ Ἑλλάδα, ἄν, ἄν... Κάτι βλακεῖες, πού δέν ἴσχυε τίποτα ἀπ' ὅλα αὐτά. Ποιός εἶχε λόγο νά μέ βάλει νά γράψω; Μόνη μου τό 'κανα. Μετά μᾶς ἄφησαν ἐλεύθερους, τώρα μαθεύτηκε στήν Ἑλλάδα, ἐπειδή ἤμασταν ἀνήλικα, ἔγινε θέμα, ἔτσι; Ἀφοῦ θυμᾶμαι πού χτύπησε ἕνα τηλέφωνο ἐκεῖ καί θυμᾶμαι ὅτι εἴπανε: «Ἐντάξει, δέν θά τά πειράξουμε». Αὐτό ἄκουσα, ἄς ποῦμε. Μ' ἄφησαν μέ τόν ὅρο νά φύγω γιά Ἑλλάδα καί νά σβήσουμε τά συνθήματα. Ὕστερα, ἦρθα στήν Ἑλλάδα.
Ἀπό τότε τό κυνήγι δέ σταμάτησε. Δυστυχῶς ὑπάρχουν αὐτά καί θά συνεχίζουν νά ὑπάρχουν. Τά δικαιώματά μας ἀκόμα δέν ἔχουν ἀποκατασταθεῖ. Ἔχω νά πῶ ὅτι στήν περιοχή ἐκεῖ, διαβιεί ἕνα μεγάλο κομμάτι τοῦ ἑλληνισμοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἐγκαταλελειμμένο, τό ὁποῖο χρειάζεται βοήθεια. Χρειάζεται στήριξη, χρειάζεται πίεση ἀπό τήν ἑλληνική πλευρά πρός τήν ἀλβανική, ὥστε νά ἐφαρμόζει τά δικαιώματα τῶν Ἑλλήνων. Νά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ἐκφράζονται ἐλευθερα.
Δέν ἔλειπε ποτέ το τραγούδι, Βασιλική. Ἀκόμα κι ὅταν ἤρθαμε στήν Ἑλλάδα, ποτέ δέν ἔλειπε το τραγούδι.
Στήν γειτονιά μου καί ἄν διαβεῖς, νοήματα δέν θέλω, νοήματα δέν θέλω.
Ταραξ' τό φουστανάκι σου κι ἐγώ καταλαβαίνω, κι ἐγώ καταλαβαίνω.
Καί ἄν ἴσως τί δέν σ' ἀγαπῶ, τά νιᾶτα μου νά χάσω, τά νιᾶτα μου νά χάσω.
Καί τό κουστούμι πού φορῶ, στή γῆς νά τό χαλάσω, στή γῆς νά τό χαλάσω.