~ Είναι νύχτα Χριστουγέννων. Χτυπούν οι καμπάνες της εκκλησιάς και οι Χριστιανοί ξυπνούν, σηκώνονται και πάνε να λειτουργηθούν.
Ξυπνά και ο Μουσταφάς, που είναι Χρήστος.
Ξυπνά αθόρυβα και τη φαμελιά του, χωρίς ν’ ανάψει φως –τη γυναίκα του την Εμινέ, που είναι Μαρία, και την κόρη του την Φατμέ, που είναι Ελένη και τον γιο του τον Χασάνη, που είναι Γιώργος. Μαζεύονται σε κάποιο κατώγι του σπιτιού.
Σηκώνουν κάτι σακιά μέσα σ’ ένα αμπάρι και βγάζουν τα κονίσματα. Τα στήνουν εκεί μπροστά τους, γονατίζουν κάνουν το σταυρό τους κι ανάβουν από ένα κερί. Ο Μουσταφάς παίρνει στο χέρι του μία σύνοψη. Την ανοίγει-δεν ξέρει να διαβάσει κάποιο τροπάρι, σιγομουρμουρίζει ψαλμουδιστά με τα σπασμένα Ελληνικά του. Κάνουν το σταυρό τους και πάλι. Λένε σιγανά όλοι τους το «Η γέννησίς σου…». Με βουρκωμένα μάτια, με σφιγμένη την καρδιά φιλιούνται και ανεβαίνουν στον οντά τους να ξαπλώσουν.
Η πίστη των ανθρώπων αυτών έχει έναν πόνο, που αληθινά, δε λέγεται. Μα έχει και τόση αλήθεια, όση ίσως δεν έχει η πίστη των άλλων Χριστιανών, αυτών που λειτουργούνται την ίδια ώρα στις εκκλησιές τους”.
πηγή (από το βιβλίο: «Ημεροδρόμιο Χριστουγέννων» Εκδόσεις Ακρίτας. – Κρυπτοχριστιανοί, Νίκου Μηλιώρη, εκδόσεις Τσουκάτου, 2017)