«Τοὺς νεοφανεῖς ἀστέρας», «τοὺς ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις περιφανῶς ἀθλήσαντας» τιμᾶ κατ’ ἔθος ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Γ’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου (B’ μετὰ τῶν Ἁγίων Πάντων). Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριο τῆς ἑορτῆς, τὴν ἀκολουθία τῆς ὁποίας ἔχει συνθέσει ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, αὐτὴν τὴν ἡμέρα «μνείαν ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν Ἁγίων Νεοφανῶν τοῦ Χριστοῦ Μαρτύρων τῶν μετὰ τὴν Ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων».
Ἡ πρόνοια τοῦ ἀγαθοῦ καὶ φιλεύσπλαγχνου Θεοῦ ἐνήργησε, ὥστε κατὰ τὴν πολύχρονη αἰχμαλωσία τὸ γένος μας νὰ μὴν μείνῃ ἀπαραμύθητο, ἀλλὰ «δι’ αὐτῆς καὶ ἐξ αὐτῆς (τῆς αἰχμαλωσίας) εὐκλεής (ἔνδοξος) καὶ ἄξιος καρπὸς ἀνεβλάστησεν, οἱ νεοφανεῖς μάρτυρες» (ἀπὸ τὸν Οἶκο τῆς ἑορτῆς).
Διπλῆ, ἑπομένως, ἡ προσφορὰ τῶν Νεομαρτύρων: πνευματικὴ καὶ ἐθνική.
Αὐτοὶ ὑπῆρξαν «κραταίωμα» τῆς ὀρθοδόξου πίστεως σὲ καιροὺς χαλεπούς, ὅταν αὐτὴ πολεμεῖτο λυσσαλέως τόσο ἀπὸ τοὺς ἀλλοθρήσκους Ὀθωμανοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς ἀλλοδόξους -οἱ δεύτεροι, μάλιστα, ἦταν περισσότερο δυσδιάκριτοι καὶ ὕπουλοι ἐχθροί. Γι’ αὐτό, στὴν σύγχρονη ἐποχή, Νεομάρτυρες θεωροῦνται οἱ ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς μαρτυρήσαντες, συμπεριλαμβάνονται ἑπομένως σὲ αὐτοὺς καὶ οἱ τελειωθέντες ὑπὸ τῶν Λατινοφράγκων καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν Α’ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Δ’ Σταυροφορία (1204).
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ προασπιστὲς τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος οἱ Νεομάρτυρες ἀνεδείχθησαν καὶ «προστάται τοῦ ἡμετέρου γένους», διότι ὅποιος ἔχανε τὴν πίστη του ἦταν χαμένος καὶ γιὰ τὸ γένος, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἔκφραση «τούρκεψε», γιὰ ὅποιον ἀλλαξοπιστοῦσε. Κοντολογίς, ἡ ἐθνικὴ προσφορὰ τῶν νεοσυλλέκτων αὐτῶν μαρτύρων ὑπῆρξε τεράστια. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν οἱ νέοι αὐτοὶ ἀθλητὲς προστέθηκαν στὴν χορεία τῶν παλαιῶν ἀθλητῶν τῆς πίστεως, μὲ τοὺς ὁποίους ἕνωσαν τὴν μαρτυρία των στὸν οὐρανό, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ τὸ μαρτύριό των ἐνίσχυσαν τοὺς τυραγνισμένους ῥαγιάδες καὶ μάλιστα ἐνεδυνάμωσαν ἀδύναμους ἀδελφοὺς στὸν ἀγῶνα καὶ στὴν μαρτυρία των ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος.
Γι’ αὐτό, παρὰ τὰ πολυώδυνα μαρτύριά των, παρέμεναν σταθεροὶ στὴν πίστη των καὶ ὡμολογοῦσαν μὲ θάρρος: «Δὲν τουρκεύω», «δὲν προδίδω τὸν Χριστό», ἀλλὰ καὶ «πολεμῶ (-οῦμε) γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος». Ἔτσι οἱ ὅροι «Νεομάρτυς» καὶ «Ἐθνομάρτυς» ταυτίζονται, στὴν κατηγορία δὲ αὐτὴν περιλαμβάνονται Ὁσιομάρτυρες, ὅπως ὁ Κοσμὰς Αἰτωλός, ὁ Σεραφείμ ὁ , Φαναριοφαρσάλων, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος κ.ἄ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ μάλιστα νέοι ἀγωνιστὲς, παιδιά, ἔφηβοι, παλληκαρόπουλα καὶ κοπέλες, ποὺ δὲν δέχονταν νὰ ἀτιμαστοῦν ἤ νὰ ἀλλαξοπιστήσουν ἀλλὰ θυσίαζαν πρόθυμα τοὺς ἑαυτούς των «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία».
Κατὰ τ’ ἄλλα «τὰ νεόφωτα ἄστρα», «οἱ νέοι ὁπλῖται τοῦ Χριστοῦ» σὲ τίποτε δὲν διέφεραν ἀπ’ τοὺς πρὸ αὐτῶν στερροὺς ἀθλητές. Ἐβάστασαν τὸ δοκίμιο τῆς πίστεως μὲ ὑπομονἠ καὶ ἄντεξαν παρόμοια καὶ ἀγριότερα ἀκόμη μαρτύρια: αἰκισμούς, τυμπανισμούς, ἀκόμη καὶ ἀποτρόπαιους σουβλισμοὺς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀντὶ νὰ δειλιάζουν καὶ νὰ ἀποτρέπονται ἀπὸ τὰ δεινὰ βασανιστήρια, αὐτοὶ περισσότερο ἐνδυναμώνονταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς πνευματικούς των ἀλεῖπτες ἀλλὰ καὶ φιλοτιμοῦνταν καὶ συναγωνίζονταν στὸ μαρτύριο ἄλλους τολμηροὺς ἀδελφούς.
Πάνω ἀπ’ ὅλα, ὅμως, παλαιοὶ καὶ νέοι ἀγωνιστές, «τὸ περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων» «ἀφοροῦσαν» (προσέβλεπαν) στὸν «ἀρχηγὸ καὶ τελειωτὴ τῆς πίστεως» (Ἑβρ., ιβ’ 1-2), τὸν πρωταθλητὴ Χριστό, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἐμπνευστής των καὶ τὸ ἰσχυρὸ κραταίωμά των. Αὐτὸν ἐπικαλοῦνταν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου των καὶ αὐτὸς τοὺς ἐνεψύχωνε νὰ ἀντέξουν καὶ νὰ μὴν λυγίσουν. Ἡ μορφὴ τοῦ θεμελιωτοῦ τῆς πίστεως Χριστοῦ καὶ τὸ παράδειγμα πάντων τῶν μιμητῶν Του, Ἀποστόλων, κηρύκων, ὁμολογητῶν καὶ πάσης φύσεως μαρτύρων τοὺς ἔδινε θάρρος καὶ κουράγιο στὴν ἄθλησή των. Κυρίως ὅμως τοὺς παρώτρυνε ἡ ἐλπίδα τῆς ἀποκτήσεως τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ τοῦ στεφάνου τῆς αἰωνίας δόξης Του, «ὅν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» (Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἰακώβου, α’ 12).
Αὐτὴ ἡ ἴδια ἐλπίδα ἂς τρέφῃ καὶ ἐμᾶς νὰ δίνωμε τὴν δική μας μαρτυρία καὶ τὸν δικό μας ἀγῶνα στοὺς σύγχρονους χαλεποὺς καιρούς, ποὺ ἡ πίστη καὶ πάλι δοκιμάζεται ἀπὸ φανεροὺς καὶ κρυφοὺς ἐχθρούς, ὥστε ὄχι μόνον νὰ μὴν ἀποκάμωμε «ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἐκλυόμενοι (ἀποθαρρυνόμενοι)» (Ἑβρ., ιβ’ 3) ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ ἀντλοῦμε συνεχῶς δύναμη καὶ θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀγλαοὺς παλαιοὺς καὶ νέους καρποὺς τῆς πίστεως.
Εἴθε ὁ ἀγαθὸς Θεός, διὰ πρεσβειῶν πάντων τῶν Ἁγίων των, νὰ καταξιώσῃ, τέλος, καὶ ἐμᾶς νὰ λάβωμε μέρος στὶς δικές των τιμὲς καὶ νὰ ἀπολαύσωμε ὅλοι μαζὶ τὴν ἐπαγγελία τῶν ἀγαθῶν Του στὴν ἀτέρμονη βασιλεία Του. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος - θεολόγος