του Φαίδωνος Κουκουλέ ,επιμέλεια -διασκευή: Θάνος Δασκαλοθανάσης
Η εορτή της του Χριστού γεννήσεως, τα γενέθλια του Ιησού,γιορτή που ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ονομάζει << την σεμνότερη και μητέρα όλων των γιορτών>>, δεν είναι ίσως σε πολλούς γνωστό, ότι, ως αυτοτελής γιορτή, δεν γιορταζόταν κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Τότε κατά την 5η Ιανουαρίου, από το τέλος της τρίτης εκατονταετηρίδας, γιορτάζονταν τα Επιφάνεια και μαζί με αυτήν γιορτάζονταν και η γέννηση του Χριστού.
Ως ιδιαίτερη μέρα γιορτής των Χριστουγέννων ορίστηκε κατά τον 4ο αιώνα στη Δύση η 25η Δεκεμβρίου, μετά από πολλές συζητήσεις και διχογνωμίες, αφού πουθενά στην Παλαιά ή στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται ποιον μήνα και ποιαν μέρα γεννήθηκε ο Κύριος. Ορίστηκε λοιπόν η γιορτή των Χριστουγέννων από την Εκκλησία, που επιθυμούσε να αντικαταστήσει με χριστιανική γιορτή την ειδωλολατρική γιορτή του αήττητου Ήλιου, που γιορτάζονταν την ημέρα εκείνη.
Στην Ανατολή η εορτή των Χριστουγέννων εισήχθη κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνος, όπως βεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος σε ομιλία του στην Αντιόχεια το 386. Είναι σίγουρο ότι μεταξύ των ακροατών και του ιεράρχου, υπήρχαν και αυτοί που αντιδρούσαν στην καθιέρωση της γιορτής τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Όταν μάλιστα το 378 γιορτάστηκαν για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα στη Βασιλεύουσα, υπάρχουν μαρτυρίες ότι υπήρχαν και πάλι αντιδράσεις.
Όπως κι αν έχει, από την στιγμή που εισήχθηκε η γιορτή, επικράτησε χάρη στις ενέργειες σπουδαίων Ιεραρχών, και κυρίως του Χρυσόστομου, αλλά και του Γρηγορίου του Θεολόγου, του οποίου ο πρώτος στην Πόλη λόγος κατά την 25η Δεκεμβρίου 380 αρχιζε ως εξής: <<Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε>>
Οι Βυζαντινοί κατά την ημέρα των Χριστουγέννων φαίνεται ότι εντός του ναού σχημάτιζαν σπήλαιο και μέσα σε αυτό εναπόθεταν στρωμνή, στην οποία τοποθετούσαν ένα παιδί, που παρίστανε τον Ιησού. Αυτό με σαφήνεια μαρτυρεί ο Θεόδωρος Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον 83ο κανόνα της εν Τρούλλω συνόδου.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχε συνήθεια για να τονωθεί η λεχώνα γυναίκα, ιδιαίτερα για το θηλασμό, να δίνουν το λεγόμενο λοχόζεμα, μια σούπα δηλαδή με σιμιγδάλι, αλλά και άλλα είδη, βούτυρο και μέλι.
Το λοχόζεμα συνήθιζαν οι βυζαντινοί πρόγονοί μας να στέλνουν σε φιλικά σπίτια την επόμενη των Χριστουγέννων, προς τιμή των λοχείων της Παναγιάς. Το έθιμο αυτό δεν ενέκρινε η Εκκλησία και το απαγόρευσε αφού η Παναγία <<ούκ έγνω λοχείαν>>. Η απαγόρευση αυτή όμως δεν εξάλειψε το έθιμο το οποίο συνεχιζόταν και στα κατοπινά χρόνια.
Κατά τις μεγάλες εορτές συνηθιζόταν να καλλωπίζονται οι οικείες, να στολίζονται οι πόρτες και τα παράθυρα και να καθαρίζονται οι δρόμοι. Αυτό γινόταν και κατά την εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου, οπότε «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής>>.
Κατά το Δωδεκαήμερο γνωρίζουμε ότι τα παιδιά γυρνούσαν τα σπιτια, από τις πρώτες πρωινές ώρες μεχρι το δειλινό και με αυλούς και με σύριγγες (μουσικό όργανο) έλεγαν τα κάλαντα.
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
Από τους στίχους πληροφορούμεθα ότι εκτός από τις ευχές, τα παιδία έλεγαν και εγκώμια προς τους νοικοκυραίους ανάλογα με τα σημερινά: << πολλά ΄παμε τ΄ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας>>, ζητώντας και την αμοιβή τους.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα κάλαντα τα έλεγαν όχι μόνο παιδιά αλλά και ενήλικοι συνοδεία ορχήστρας, περιφερόμενοι μέχρι τη βαθειά νύυχτα, και δεν αποχωρούσαν από το σπιτι που καλαντούσαν, αν πρώτα δεν αμείβονταν.
Και δυστυχώς δεν ήταν μόνο αυτοί που <<ενοχλούσαν>>. Επειδή κατά την ημέρα αυτή, όπως και κατά τις επόμενες του Δωδεκαήμερου, γίνονταν οι μεταμφιέσεις, μασκαρεμένοι χτυπούσαν τις πόρτες, με φωνές και αστεϊσμούς ενοχλώντας τους οικοδεσπότες.
Τις ημέρες των μεγάλων εορτών και ευχάριστων γεγονότων, υπήρχε η συνήθεια, κατόπιν αδείας του αυτοκράτορα, να γίνονται ιπποδρομικοί αγώνες για τους οποίους οι Βυζαντινοί κυριολεκτικά παθιάζονταν. Έτσι λοιπόν την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονταν αγώνες στον Ιππόδρομο παρουσία του βασιλιά και πλήθους θεατών. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν άρεσε στην Εκκλησία, η οποία θα προτιμούσε ο λαός να βρίσκεται στους ναούς και όχι στα στάδια. Η αντίδρασή της όμως δεν φαίνεται να είχε αποτέλεσμα, όσον αφορά την τέλεση των αγώνων.
Το γιορτινό τόνο της ημέρας φυσικά τον έδιναν τα ανάκτορα, όπου γινόταν προετοιμασία για την πομπική μετάβαση του βασιλιά, την προέλευσιν ή πρόκενσον, όπως έλεγαν, από το ιερό παλάτι ως την Αγία Σοφία.
Κατά τον Κων/νο τον Πορφυρογέννητο την ημέρα της του Χριστού γεννήσεως, ο βασιλιάς φορώντας την χλαμύδα και το στέμμα και συνοδευόμενος από πατρίκιους, συγκλητικούς και στρατηγούς, έβγαινε από τα ανάκτορα και διά μέσου της κεντρικής οδού της Βασιλεύουσας, της Μέσης Οδού, κατευθυνόταν προς την Αγία Σοφία, επευφημούμενος από το λαό που του εύχονταν <<πολλά τα έτη>> <<πολλοί υμίν οι χρόνοι>>, <<πολυχρόνιοι ποιήσαι ο Θεός την αγίαν βασιλεία σου>> και έψαλλαν σε ήχο τρίτο σχετικούς προς την ημέρα ύμνους.
Όταν ο βασιλιάς έφτανε στη Μεγάλη Εκκλησιά, στον εξωνάρθηκα ο πραιπόζιτος του έβγαζε από το κεφάλι το στέμμα, προχωρώντας στον νάρθηκα συναντούσε τον πατριάρχη και μαζί έμπαιναν στον κυρίως ναό. Έπειτα, αφού έφτανε στο ιερό και προσκυνούσε, μετέβαινε στη θέση του στο μουτατώριον, από όπου σηκωνόταν, όταν ήταν η ώρα να κοινωνήσει. Κατά την επιστροφή στα ανάκτορα, σε πέντε σημεία της Πόλης οι Πράσινοι και οι Βένετοι τον επευφημούσαν και του απηύθυναν τις ίδιες ευχές.
Ας σημειωθεί ότι κατά την μετάβασή τους στην Μεγάλη Εκκλησιά για τη γιορτή των Χριστουγέννων οι βασιλείς άκουγαν και ύμνους και ευχές και στα Λατινικά.
Την λαμπρή και ένδοξη μέρα των Χριστουγέννων οι βασιλείς έδιδαν επίσημο γεύμα στα ανάκτορα, στο οποίο ήταν καλεσμένοι άρχοντες και αντιπρόσωποι ξένοι αλλά και δώδεκα φτωχοί κατά το παράδειγμα των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Όταν έτρωγαν, δεν ήταν καθισμένοι αλλά ανακεκλιμένοι κατά την αρχαία συνήθεια, ευχόμενοι κατά διαστήματα μεταξύ τους αλλά και προς τον βασιλιά τις ανάλογες με την ημέρα ευχές, ενώ οι καλλίφωνοι ψάλτες της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων έψαλλαν: << Η Γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως>>
Την ημέρα αυτή εξαιτίας της ιερότητάς της, με βασιλική διαταγή απαγορεύονταν να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται κάποιος που έκανε μικροπαραπτώματα, όχι όμως αν είχε υποπέσει σε σοβαρά εγκλήματα. Στο ίδιο πνεύμα, αποφυλακίζονταν, όσοι ήταν έγκλειστοι και εξέτιαν μικρές ποινές.
Φαίδων Κουκουλές, <<Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός>>