Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Πρωτοχρονιὰ μὲ τὸν κυρ Φώτη Κόντογλου: Καρδία συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη…

 

 

Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950

Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας, περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα.

Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου καί ἔπλεκε. 

Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα, λοιπὸν, ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία καί ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ’ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του. 

Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ ἔδωσε καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴν ἁπλή τὴ Μαρία, πού μοῦ τὴ δώρησε συντροφιὰ στὴ ζωή μου, ψυχὴ θρησκευτική, ἕνα δροσερὸ ποταμάκι ποὺ γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ’ ἕναν παλιὸν καστρότοιχο…



…Κοντά μου κάθεται καὶ μὲ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος, Μαρία ἡ Ἁπλή. Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κι ἐγὼ δουλεύω τὴν ἁγιασμένη τέχνη μου καὶ φιλοτεχνῶ εἰκονίσματα, ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ κόσμος. Τί χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Παντοδύναμος, ποὺ τὴν ἔχουνε λιγοστοὶ ἄνθρωποι: «Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων αὐτοῦ». Τὸ καλύβι μας εἶναι φτωχὸ στὰ μάτια τοῦ κόσμου καὶ μολαταῦτα, στ’ ἀληθινὰ, εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ἠλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη κι ἡ εὐλάβεια. Κι ἐμεῖς ποὺ καθόμαστε μέσα, ἤμαστε οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς φτωχούς, πλήν μᾶς πλουτίζει μὲ τὰ πλούτη του Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ».

Ἀφοῦ, λοιπὸν, τελείωσα τὴ δουλειά μου κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ξάπλωσα στὸ μεντέρι μου, κι ἡ Μαρία ξάπλωσε καὶ κείνη κοντά μου καὶ σκεπάσθηκε καὶ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔπιασα νὰ συλλογίζουμαι τὸν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου καὶ τὸ παιδί μου. Γύρισα καὶ κοίταξα τὴ Μαρία ποὺ ἤτανε κουκουλωμένη καὶ δὲν φαι­νότανε, ἂν εἶναι ἄνθρωπος ἀποκάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα. Κι εἶπα: Ποιός μᾶς συλλογίζεται; Οἱ ἄνθρωποι λένε λόγια πολλά, μὰ δὲν πιστεύουνε σὲ τίποτα, γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Δαυίδ: «Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης». Γύρισα καὶ κοίταξα τὸ φτωχικό μας, ποῦνε σὰν ξωκλήσι, στολισμένο μὲ εἰκονίσματα καὶ μὲ ἁγιωτικὰ βιβλία, χωμένο ἀνάμεσα στ’ ἀρχοντόσπιτα τῆς Βαβυλώνας, κρυμένο σὰν τὸν φτωχὸ ποὺ ντρέπεται μὴ τὸν δεῖ ὁ κόσμος. Ἡ καρδιά μου ζεστάθηκε κρυμένη καὶ κείνη μέσα μου. Ἔνοιωσα πὼς ἤμουνα χωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, κι οἱ λογισμοί μου πὼς ἤτανε καὶ κεῖνοι κρυμένοι πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν κόσμο ἀπὸ μένα καὶ πὼς ἄλλος ἥλιος κι ἄλλο φεγγάρι φωτίζανε τὸν δικό μας τὸν κόσμο. Κι ἀντὶ νὰ πικραθῶ, εὐφράνθηκε ἡ ψυχή μου πὼς μ’ ἔχουνε ξεχασμένο, κι ἡ χαρὰ ἡ μυστική ποὺ τὴ νοιώθουνε ὅσοι εἶναι παραπεταμένοι, ἄναψε μέσα μου ἥσυχα κι εἰρηνικά, κι ἡ παρηγοριὰ μὲ γλύκανε σὰν μπάλσαμο ἀνακατεμένη μὲ τὸ παράπονο. Καὶ φχαρίστησα Ἐκεῖνον, ποὺ φανερώνει τέτοια μυστήρια στὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ κάνει πλούσιους τοὺς φτωχούς, τοὺς χαρούμενους, τοὺς θλιμμένους, ποὺ δίνει μυστικὴ συντροφιὰ στοὺς ξεμοναχιασμένους καὶ ποὺ μεθᾶ μὲ τὸ κρασὶ τῆς τράπεζάς του, ὅσους κρεμάσανε τὴν ἐλπίδα τους σὲ Κεῖνον. Ἂν δὲν ἤμουνα φτωχὸς καὶ ξευτελισμένος, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀξιωθῶ τούτη τὴν πονεμένη χαρά, γιατί δὲν ξαγοράζεται μὲ τίποτα ἄλλο, παρεκτὸς μὲ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, κατὰ τὸν Δαυὶδ ποὺ λέγει: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με». Ἐπειδὴ, ὅποιος δὲν πόνεσε καὶ δὲν ταπεινώθηκε, δὲν παίρνει ἔλεος. Ἔτσι τὰ θέλησε ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία. Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ νοιώ­θουνε αὐτά, γιατί δὲν θέλουνε νὰ πονέσουνε καὶ νὰ ταπεινωθοῦνε, ὥστε νὰ νοιώσουνε κάποιο πράγμα ποὺ εἶναι παραπέρα ἀπὸ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὸ τὰ μάταια πάθη τους.

Ὁλοένα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἀνεβαίνανε τὰ δάκρυα στὰ μάτια μου, δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο καὶ δάκρυα γιὰ μένα. Δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο, γιατί γυρεύει νὰ βρεῖ τὴ χαρὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν βρίσκεται, καὶ δάκρυα γιὰ μένα, γιατί πολλὲς φορὲς δείλιασα μπροστὰ στὴ φτώχεια καὶ στοὺς ἄλλους πειρασμούς καὶ δικαίωσα τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ τώρα ἔνοιωσα πὼς δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρὶς νὰ περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι ἀντριεύθηκα κατὰ τὸ πνεῦμα, κι ἔνοιωσα πὼς δὲν φοβᾶμαι τὴ φτώχεια παρὰ πὼς τὴν ἀγαπῶ.

Καὶ κατάλαβα καλὰ, πὼς δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὸν πόνο του, γιατί ἀπὸ τὸν πόνο ἀναβρύζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ κι ἡ παρηγοριά, κι ἐκεῖ βρίσκουνται οἱ πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.

Ἀληθινά, ἡ φτώχεια εἶναι φοβερὸ θηρίο. Ὅποιος τὸ νικήσει ὅμως καὶ φτάξει νὰ μὴν τὸ φοβᾶται, θὰ βρεῖ μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τὴν ἀφοβία τὴ δίνει ὁ Κύριος, ἅμα ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ποὺ ἡ ἀντρεία λέγεται ταπείνωση καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι καταφρόνεση καὶ ἐξευτελισμός, δὲν βα­στᾶνε οἱ ἀντρεῖοι τοῦ κόσμου. Ὅποιος δὲν περάσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς δοκιμῆς, δὲν ἔνοιωσε ἀληθινὰ τί εἶναι ἡ ζωή, καὶ γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή» καὶ γιατί εἶπε πάλι: «Μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε». Ὅποιος δὲν ἀπελπί­σθηκε ἀπὸ ὅλα, δὲν τρέχει κοντὰ στὸν Θεό, γιατί λογαριάζει πὼς ὑπάρχουνε κι ἄλλοι προστάτες γι’ αὐτόν παρεκτὸς τοῦ Θεοῦ.

Κι ἐκεῖ ποὺ τὰ συλλογιζόμουνα αὐτά, ἔνοιωσα μέσα μου ἕνα θάρρος καὶ μία ἀφοβιὰ ἀκόμα πιὸ μεγάλη, κι εἰρήνη μὲ περισκέπασε, κι εἶπα τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰωνὰς μέσα ἀπὸ τὸ θεριόψαρο: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ εἰσήκουσέ μου. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Ἅδη ἄκουσες τὴν κραυγή μου, ἄκουσες τὴ φωνή μου. Ἀβύσσου ἄπατη μὲ ἔζωσε. Τὸ κεφάλι μου χώνεψε μέσα στὶς σκισμάδες τῶν βουνῶν, κατέβηκα στὴ γῆς ποὺ τὴν κρατᾶνε ἀμπάρες ἀκατάλυτες. Ἂς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς ἐσένα, Κύριε ὁ Θεός μου. Τὴν ὥρα ποὺ χάνεται ἡ ζωή μου, θυμήθηκα τὸν Κύριο. Ἂς ἔρθει ἡ προσευχή μου στὴν ἁγιασμένη ἐκκλησιά σου. Ὅσοι φυλάγουνε μάταια καὶ ψεύτικα, θὰ παρατηθοῦνε χωρὶς ἔλεος. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ φχαριστήσω καὶ μὲ φωνὴ αἰνέσεως θὰ σὲ δοξολογήσω». Καὶ πάλι δόξασα τὸν Θεὸ καὶ τὸν φχαρίστησα, γιατί μ’ ἔκανε ἀναίσθητο γιὰ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, τόσο ποὺ νὰ συχαίνουμαι ὅσα εἶναι ποθητὰ γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ νοιώσω πὼς εἶμαι κερδισμένος, ὅποτε οἱ ἄλλοι λογαριάζουνε πὼς εἶμαι ζημιωμένος. Καὶ γιατί πῆρα δύναμη ἀπὸ Κεῖνον νὰ καταφρονήσω τὸν σατανά, ποὺ παραφυλάγει πότε θὰ λιγοψυχήσω, κι ἔρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θὰ γίνουνε ψωμιὰ αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βλέπεις». Καὶ πάλι ξανάρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Ἔ, πῶς χαίρεται ὁ κόσμος! Ἀκοῦς τὸν ἀλαλαγμό, τὶς φωνὲς ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ παλάτια ὅπου διασκεδάζουνε οἱ φτυχισμένοι ὑποταχτικοί μου, ἄντρες καὶ γυναῖκες; Πέσε προσκύνησέ με καὶ σὰν ἁπλώσεις μοναχὰ τὸ χέρι σου, νὰ τὰ πάρεις ὅλα. Ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος τιμημένος γιὰ τὴν τέχνη σου. Γιατί νὰ ὑποφέρνεις, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτοὶ χαίρουνται ὅλα τὰ καλὰ καὶ τ’ ἀγαθά, μ’ ὅλο πού δὲν ἔχουνε τὴ δική σου τὴν ἀξιοσύνη; Κοίταξε τὴ φτώχεια σου, κι ἂν δὲν λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, λυπήσου τὴν καϋμένη τὴ γυναίκα σου καὶ τὸ φτωχὸ τὸ παιδί σου, ποὺ ὑποφέρνουνε ἀπὸ σένα!». Ἄλλη φορᾶ τὸν ἄκουγα, μ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔκανα ὅ,τι μούλεγε, μὰ τώρα τὸν ἄφησα νὰ λέγει χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσω ὁλότελα. Ἔμενα ὁ νοῦς μου ἤτανε σὲ κείνους τοὺς θλιμμένους καὶ τοὺς βασανισμένους, ποὺ δὲν ἔχουνε ἐλπίδα, καὶ σὲ κείνους ποὺ τρώγανε καὶ πίνανε κείνη τὴ νύχτα καὶ ποὺ χορεύανε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουνε ντροπή καὶ σὲ κείνους ποὺ μαζεύουνε πλούτη κι ἀδιαφόρετα πράματα, ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ τ’ ἀποχωριστοῦνε σὰν σιμώσει ὁ θάνατος, καὶ ποὺ καταγίνουνται νὰ δέσουνε τὸν ἑαυτό τους μὲ πιὸ πολλὰ σκοινιά, ἀντὶς νὰ τὰ λιγοστέψουνε. Ἐπειδὴς οἱ δύστυχοι εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ μέσα τους, κι ἀδειανοὶ καὶ τρεμάμενοι, καὶ θέλουνε νὰ ζεσταθοῦνε καὶ γι’ αὐτὸ ρίχνουνε ἀπὸ πάνω τους ὅλα αὐτὰ τὰ πράματα, σὰν τὸν θερμιασμένον ποὺ ρίχνει ἀπάνω του παπλώματα καὶ ροῦχα, δίχως νὰ ζεσταθεῖ. Λογαριάζω πὼς οἱ σημερινοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ φτωχοὶ στὸν ἀπομέσα πλοῦτο καὶ γι’ αὐτὸ ἔ­χουνε ἀνάγκη ἀπὸ τόσα πολλὰ μάταια πράματα. Αὐτὰ ποὺ λένε χαρὲς καὶ ἡδονές, τὰ δοκίμασα κι ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος καὶ πίστευα κι ἐγὼ πὼς ἤτανε στ’ ἀληθινὰ χαρὰ κι εὐτυχία. Μὰ γλήγορα κατάλαβα, πὼς ἤτανε ψευτιὲς καὶ φαντασίες ἀσύστατες καὶ πὼς χοντραίνουνε τὴν ψυχὴ καὶ στραβώνουνε τὰ πνευματικὰ της μάτια, καὶ τότε δὲ μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ γίνεται κακιὰ κι ἀλύπητη στὸν πόνο τ’ ἀδερφοῦ της, ἀδιάντροπη, ἀκατάδεκτη, ἄθεη, θυμώτρα, αἱμοβόρα.

Ὅσοι εἶναι σκλάβοι στὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ τους, δὲν ἔχουνε ἀληθινὴ χαρά, γιατί δὲν ἔχουνε εἰρήνη. Γιὰ τοῦτο, θέλουνε νὰ βρίσκουνται μέσα σὲ φουρτούνα καὶ νὰ ζαλίζουνται, ὥστε νὰ θαροῦνε πὼς εἶναι φτυχισμένοι. Ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ μίαν ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὶς ἀξώνουνται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός. Γι’ αὐτό, Κύριε καὶ Θεὲ καὶ πατέρα μου, καλότυχος ὅποιος ἔκανε σκαλούνια ἀπὸ τὴ φτώχεια κι ἀπὸ τὰ βάσανα κι ἀπὸ τὴν καταφρό­νεση τοῦ κόσμου, γιὰ ν’ ἀνεβεῖ σὲ Σένα. Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔνοιωσε τὴν ἀδυναμία του ἀληθινά. Ὅσο πιὸ γλήγορα τὸ κατάλαβε, τόσο πιὸ γλήγορα θὰ ἀπογευτεῖ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ θρέφει κι ἀπὸ τὸ κρασὶ ποὺ δυναμώνει, ἂν ἔχει τὴν πίστη του σὲ Σένα. Ἀλλοιῶς θὰ γκρεμνιστεῖ στὸ βάραθρο τῆς ἀπελπισίας.

Μὲ τί λόγια νὰ φχαριστήσω τὸν Κύριό μου, ποὺ ἤμουνα χαμένος καὶ μὲ χεροκράτησε, στραβὸς καὶ μ’ ἔκανε νὰ βλέπω; Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὴν λύπη μου σὲ χαρά. «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγεν ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπ’ Αὐτόν».