Η Δυτική Ευρώπη, με τις προγονικές μνήμες ζήλιας προς τον βυζαντινό πολιτισμό, με τους κληρικούς της να καταγγέλλουν τους Ορθόδοξους ως αμαρτωλούς σχισματικούς, και με ένα στοιχειωμένο αίσθημα ενοχής ότι απέτυχε να βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη στο τέλος, επέλεξε να ξεχάσει το Βυζάντιο.
Η Δυτική Ευρώπη δεν μπορούσε να ξεχάσει το χρέος που όφειλε στους Έλληνες, αλλά θεωρούσε ότι το χρέος οφειλόταν μόνο στην Κλασική εποχή.
Οι φιλέλληνες που ήρθαν να λάβουν μέρος στην Επανάσταση μιλούσαν για τον Θεμιστοκλή και τον Περικλή αλλά ποτέ για τον Κωνσταντίνο. Πολλοί διανοούμενοι Έλληνες αντέγραψαν το παράδειγμά τους, παρασυρμένοι από την κακιά ιδιοφυΐα του Κοραή, του μαθητή του Βολταίρου και του Γίββωνα, για τον οποίο το Βυζάντιο ήταν μια άσχημη ενδιάμεση περίοδος δεισιδαιμονίας που θα ήταν καλύτερα να αγνοηθεί.
Έτσι, ο πόλεμος της ανεξαρτησίας δεν είχε ποτέ ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση του ελληνικού λαού, αλλά μόνο τη δημιουργία ενός μικρού Βασίλειου της Ελλάδος.
Στα χωριά όμως οι άνθρωποι ήξεραν καλύτερα. Εκεί θυμόντουσαν τους θρήνους που είχαν συνθέσει όταν έφτασε η είδηση ότι η πόλη έπεσε, τιμωρημένη από τον Θεό για την πολυτέλειά της, την υπερηφάνεια και την αποστασία της, δίνοντας όμως μια ηρωική μάχη μέχρι το τέλος.
Θυμήθηκαν εκείνη τη φοβερή Τρίτη, μια μέρα που όλοι οι αληθινοί Έλληνες γνωρίζουν ακόμη και σήμερα ότι είναι οιωνός κακών. Αλλά το φρόνημα και το θάρρος τους ανέβηκε καθώς μιλούσαν για τον τελευταίο Χριστιανό Αυτοκράτορα που στεκόταν στο ρήγμα των τειχών, εγκαταλελειμμένος από τους Δυτικούς συμμάχους του αμυνόμενος εναντίον των απίστων μέχρι που οι αριθμοί τους υπερίσχυσαν και πέθανε, μαζί με την Αυτοκρατορία του ως νεκρικό σάβανο.
Στήβεν Ράνσιμαν, ένας από τους σημαντικότερους Βυζαντινολόγους του 20ου αιώνα.
Από το βιβλίο «Άλωση της Κωνσταντινούπολης»