Νέος χορός αγίων Μαρτύρων, οι Νεομάρτυρες της Τουρκοκρατίας, έρχονται και αυτοί να συνεχίσουν την ανά τους αιώνες αγρυπνία της Ορθοδοξίας· να μη διακοπεί η ομολογία, να μη σβήσει το ακοίμητο κανδήλι της πίστεως, να μη ξεραθεί ο τόπος από τη στέρηση μαρτυρικών ποτιστικών αιμάτων. Ψάλλουν και αυτοί το καινό άσμα της ομολογίας του Εσφαγμένου Αρνίου.
Οι εποχές αλλάζουν. Νεώτεροι τύραννοι διαδέχονται τους παλαιοτέρους. Οι εiδωλολάτρες παραχωρούν τη θέση τους στους μουσουλμάνους.
Από όλους τους τυράννους η ίδια απαίτηση: να αρνηθούν οι Μάρτυρες «τον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλεν Ιησούν Χριστόν» (Ιω. 17:3)· να δεχθούν τους ψευδοθεούς και ψευδοπροφήτες· να προσκυνήσουν «την κτίσιν παρά τον κτίσαντα».
Και από όλους τους Μάρτυρες, παλαιούς και νέους, η ίδια εμμονή και γενναιότητα και ακλόνητη ομολογία στον Θεάνθρωπο, τον μόνο Σωτήρα των ανθρώπων, «τον απόστολον και αρχιερέα της ομολογίας ημών Ιησούν Χριστόν» (Εβρ. 3:1).
Δεύτε απολαύσωμεν του συμποσίου της πίστεως.
Ας πλησιάσουμε στα άνομα κριτήρια των ασεβών, για να παρακολουθήσουμε μερικούς από τους αγίους Νεομάρτυρες να ομολογούν «Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» (Α’ Κορ. 8:2).
Κατά το έτος 1794 μαρτύρησε στη Νέα Έφεσο ο εκ Κύπρου άγιος Πολύδωρος. Διαβάζουμε στο συναξάρι του:
«Την άλλη μέρα, που ήταν Κυριακή, πάλι βγάζουν τον Μάρτυρα από τη φυλακή, μαζεμένοι πλήθος πολύ από τη θρησκεία τους, και πάλι παρουσιάζουν στο κριτήριο το πρόβατο του Χριστού, ήταν δε ώρα τρίτη (9 το πρωί), και τον ερωτούν: “Ήλθες στον εαυτό σου, μετανόησες;” Και λέει ο Μάρτυρας: “Εγώ σας είπα, ότι στον εαυτό μου είμαι, τον νου μου τον έχω, τι με πειράζετε;” Πάλι του λέγουν: “Άλλο καιρό πλέον δεν έχεις για να συλλογισθείς, έφθασε το τέλος σου”. Ο Μάρτυρας με πραεία φωνή αποκρίθηκε: “Εγώ τον Ιησού μου δεν τον αρνούμαι, Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θέλω να πεθάνω”, και αυτοί, “Ε, παιδί μου”, του λέγουν, “καιρός δεν έμεινε άλλος, θα σε κρεμάσουμε”. “Τό ξέρω”, αποκρίθηκε ο Μάρτυρας. “Δεν λυπάσαι”, του λέγουν, ” την παλληκαριά σου, την ομορφιά σου, τη νεότητά σου;” Αυτός αποκρίθηκε: “Αυτά όλα είναι μάταια· τον Ιησού μου, τον Ιησού μου θέλω. Χριστιανός είμαι, Χριστιανός θέλω να πεθάνω· δέν αρνούμαι την πίστη μου, δεν αρνούμαι τον Ιησού μου”. Και αυτοί πάλι του λέγουν: “Ε, παιδί μου, να η αγχόνη, στοχάσου τι έχεις να χάσεις”· του έδειξαν και το σχοινί. Ο Μάρτυρας τους λέγει: “Αυτό ζητώ και εγώ”».
Την αγία Μάρτυρα Χρυσή από την Αλμωπία προσπαθεί να μεταστρέψει στην πίστη του κάποιος Τούρκος που «βλέποντάς την τόσο ωραία και πανέμορφη, πληγώθηκε στην καρδιά από σατανικό έρωτα… Και πρώτα αρχίζει να κολακεύει την Αγία με πολλές υποσχέσεις και ταξίματα, προσπαθώντας να διαστρέψει τη γνώμη της και να τη φέρει στη θρησκεία του, λέγοντάς της ότι, αν τουρκέψει, αυτός θα την πάρει γυναίκα του· έπειτα τη φοβερίζει ότι, αν δεν πεισθεί στα λόγια του, θα της κάνει φοβερά βασανιστήρια. Η δε πραγματικά Χρυσή και πράγμα και όνομα, όταν τα άκουσε αυτά αναπάντεχα, καθόλου δεν δείλιασε, αλλά αφού επικαλέστηκε νοερά το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού προς βοήθειά της, με πολλή γενναιότητα και παρρησία αποκρίθηκε: “Εγώ τον Χριστό μου πιστεύω και προσκυνώ, και αυτόν γνωρίζω για νυμφίο μου· τον οποίο ποτέ δεν θα τον αρνηθώ, ακόμη και αν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια, ακόμη και αν κόψετε το σώμα μου σε λεπτά κομμάτια».
Οι γονείς και οι αδελφές της την παρακινούν να αλλαξοπιστήσει. Αλλά «η αρρενόφρων και μεγαλόψυχη Χρυσή, έχοντας αναμμένη την καρδιά της από τη φωτιά της αγάπης προς τον Χριστό, δεν κάμφθηκε καθόλου… αλλά είπε προς τους γονείς και τις αδελφές της: “Εσείς που με παρακινείτε να αρνηθώ τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, δεν είστε πλέον γονείς μου και αδελφές μου, ούτε εγώ θέλω να σας ξέρω πλέον, αλλ’ αντί για σας, πατέρα έχω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, μητέρα την Κυρία μου Θεοτόκο, και αδελφούς και αδελφές έχω τους Αγίους και τις Αγίες”, και με αυτή την απάντηση τους έδιωξε».
Σε ηλικία 18 ετών ο άγιος Αργυρός στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όταν πληροφορήθηκε ότι κάποιος Χριστιανός τουρκεύει, τον παροτρύνει να μη αρνηθεί την πίστη του την ώρα που επρόκειτο δημόσια να τον περιτάμουν:
«Όταν λοιπόν είδε αυτά ο Αργυρός, ο πολύ, ή μάλλον ασύγκριτα, πιο πολύτιμος από κάθε άργυρο και χρυσό και κάθε πολύτιμο λίθο, πυρπολήθηκε στην ψυχή και στην καρδιά από θείο ζήλο, έγινε όλος ένθους και θεόληπτος, και αφού απέβαλε κάθε φόβο και καταφρόνησε τη γλυκύτατη ζωή του, πήδησε με μεγάλη και θαυμαστή ανδρεία και γενναιότητα μέσα στον καφενέ, όπου ήταν ο ελεεινός αρνησίχριστος τριγυρισμένος από πλήθος άγριων γιενιτσάρων· και αφού στάθηκε μπροστά στον αρνητή, του λέγει με πολλή παρρησία και μεγάλη έλευθεροστομία: “Τι κακό έκανες, αδελφέ, να αρνηθείς τον Χριστό, τον πλάστη μας, τον σωτήρα μας; Τι μεγάλο κακό έκανες, ταλαίπωρε, στην ψυχή σου, να την παραδώσεις στην κόλαση, που είναι αιώνιος και ατελεύτητος θάνατος, για να αποφύγεις αυτόν τον πρόσκαιρο θάνατο; Έλα, αδελφέ, σε συναίσθηση, έλα στον εαυτό σου, μετανόησε, ομολόγησε πάλι τον Χριστό. Μα θα σε θανατώσουν; Πέθανε, χύσε το αίμα σου για τον Χριστό· χρέος έχoυμε όλοι να πεθάνουμε για την αγάπη του, όταν χρειαστεί, διότι πέθανε και εκείνος για τη δική μας αγάπη».
Μετά την ομολογία αυτή ο άγιος Αργυρός δέχεται μαρτυρικό θάνατο.
Το 1544 μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη ο άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής. Στην απόφαση της καταδίκης του σε θάνατο, ο Τούρκος κριτής διασώζει την ομολογία του Αγίου:
«”Επειδή ο Μιχαήλ, ο από Χριστιανών γονέων, παρακινήθηκε με το θέλημά του και ήλθε ενώπιον πολλών αρχόντων που βρέθηκαν στο κριτήριό μου και ομολόγησε με παρρησία, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ότι οι προφήτες γι’ αυτόν προφήτευσαν, και ότι η Παρθένος Μαριάμ που γέννησε τον Ιησού Χριστό είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος, προσθέτοντας και τούτο, ότι ως τον καιρό του Χριστού ήταν οι πρoφήτες, ενώ οι μετέπειτα είναι ψεύτες και πλάνοι, και τον δικό μας προφήτη, τον Μωάμεθ, φανερά τον είπε ψεύτη και πλάνο, και με άλλες ύβρεις τον εξουθένωσε, και επειδή δεν ήθελε να μετανοήσει για εκείνα που είπε, αποφάσισε ο νόμος να παραδοθεί στην πυρά στις 21 Μαρτίου, ημέρα Πέμπτη, ώρα ενάτη (6 το απόγευμα).”
»Παίρνοντας αυτή την απόφαση ο έπαρχος, βγήκε από το κριτήριο έχοντας και τον Άγιο δεμένο, ο οποίος, μιμούμενος και σε αυτό τον Κύριο, έτρεχε από πίσω σαν άκακο αρνί στη σφαγή, χωρίς να εναντιώνεται ή να κραυγάζει, αλλά μόνο με ευχαριστία και με ταπεινό σχήμα συγκέντρωνε όλο τον νου του στα ουράνια, εκεί όπου κάθεται ο Δεσπότης Χριστός».
Το θαυμαστό, κατά τον Άγιο Νικόδημο, είναι ότι όλα αυτά συνέβησαν όχι σε εποχή που η ευσέβεια ανθούσε, αλλά «όταν η αρετή εξέλιπε και η κακία περίσσεψε· όταν ο νόμος έμεινε άπρακτος και το Ευαγγέλιο αργό· όταν όλοι ζητούν τα δικά τους και όχι τα του Χριστού, όπως λέγει ο Απόστολος (Φιλιπ. 2:21)· και γενικά, όταν η ανομία πληθύνθηκε, ενώ η αγάπη ψυχράθηκε, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου: “διά το πληθυνθήναι την ανομίαν, ψυγήσεται η αγάπη των πολλών” (Ματθ. 24:12). Και πραγματικά, αυτό είναι ένα θαύμα παρόμοιο σαν να βλέπει κανείς μέσα στην καρδιά τού χειμώνα εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα· μέσα στη βαθύτατη νύκτα, μέρα και ήλιο· μέσα στο ψηλαφητό σκοτάδι, φώτα λαμπρότατα· στον καιρό της αιχμαλωσίας να βλέπει ελευθερία, και στον καιρό της τωρινής αδυναμίας, υπερφυσική δύναμη. Γι’ αυτό και αναγκάζομαι να πω, ότι “αύτη η αλλοίωσις” είναι βέβαια “της δεξιάς του Υψίστου” (Ψαλμ. 76:11)· αυτός ο δάκτυλος είναι του Θεού (Εξ. 8:19)· αυτή η δύναμη είναι θεϊκή, η οποία “εν ασθενεία τελειούται” (Β’ Κορ. 12:9)». (*)
Μακαριστός Καθηγούμενος Ι.Μ. Γεώργιος Καψάνης
(*) Από το Προοίμιο του αγίου Νικοδήμου στο βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον».