3 Ιουλίου 1943:
Δολοφονείται από τους Γερμανούς,
ο 32χρονος Ιεροκύρηκας Λοχαγός, Αρχιμανδρίτης
Ιωακείμ Λιούλιας.
Γεννήθηκε στο χωριό Κρόκος της Κοζάνης. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο έφυγε στην Κων/πολη. Εκεί, γράφτηκε στην θεολογική σχολή Χάλκης. Όταν πήρε το πτυχίο του, γύρισε στην πατρίδα του, όπου διορίστηκε ιεροκήρυκας στην ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης.
Στην συνέχεια, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα ως έφεδρος Ανθυπολοχαγός πεζικού. Όταν απολύθηκε, πήρε την μεγάλη απόφαση να γίνει κληρικός και χειροτονήθηκε διάκονος.
Όταν άρχισε η επίθεση των Ιταλών, ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ, βρέθηκε στις πρώτες γραμμές των πολεμικών επιχειρήσεων. Ως στρατιωτικός ιερέας με τον βαθμό του Λοχαγού, υπηρέτησε στην 15η Μεραρχία Πεζικού. Με κίνδυνο της ζωής του έτρεχε κοντά στους στρατιώτες που πολεμούσαν με αυτοθυσία τον ξένο επιδρομέα.
Με το κήρυγμα, την εξομολόγηση, την φιλανθρωπία συμπαραστάθηκε ενεργά στις δύσκολες ώρες των Ελλήνων. Για να βοηθήσει τον λαό, εντάχθηκε στην οργάνωση της "Χριστιανικής αλληλεγγύης" και πολλοί σώθηκαν από τον θάνατο, τις φυλακές και τα βασανιστήρια, χάριν στις δικές του φροντίδες και ενέργειες. Δυνατός και αποφασιστικός, αντιμετώπιζε τις δυσκολίες και τα εμπόδια με ψυχραιμία και αισιοδοξία.
Εμψύχωνε και ενθάρρυνε τον κόσμο και δούλευε για την λευτεριά της σκλαβωμένης Ελλάδος. Ερχόταν σε επικοινωνία με καπετάνιους της Εθνικής αντιστάσεως και διευκόλυνε το έργο τους. Συχνά τους πληροφορούσε για τις κινήσεις των κατακτητών, αλλά οι Γερμανοί δεν άργησαν να το μάθουν.
Ήταν 5 Μάιου 1943, όταν όρμησαν οι Γερμανοί την ώρα που κοιμόταν. Τον σήκωσαν με τις κλωτσιές και δεν τον άφησαν να ντυθεί. Τον μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως όπου είχαν κλείσει και άλλους συμπατριώτες του. Έπειτα από δυο ημέρες τον μετέφεραν στις γερμανικές φυλακές Θες/νίκης 501. Εκεί του έκαναν εξαντλητική ανάκριση για να του αποσπάσουν μυστικά, τον κακοποιούσαν πολλές ημέρες συνέχεια, τον άφηναν νηστικό και όταν ζητούσε νερό του έδιναν κάποιο υγρό που τον έκανε να διψάει πιο πολύ. Παρόλες τις ταλαιπωρίες και τα μαρτύρια, ο Πατέρας Ιωακείμ αρνήθηκε επίμονα να φανερώσει αυτά που ζητούσαν οι εχθροί της Ελλάδος.
Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Τρίκκης και Στάγων Διονύσιος Χαραλάμπους που ήταν κι αυτός στις ίδιες φυλακές, γράφει για τον Ιωακείμ Λιούλια:
"Τα μαρτύριά του στην ώρα της ανακρίσεως που κράτησε 2 ½ ώρες ήταν εφιαλτικά. Όταν τον αντίκρισαν οι συγκρατούμενοί του, ήταν παραμορφωμένος από το ξύλο, χωρίς ράσο και αντερί. Όταν τους έβγαζαν στην αυλή, εκείνος που τραβούσε περισσότερο την προσοχή ήταν ο Πατέρας Ιωακείμ. Περπατούσε καμαρωτός, πάντα με ψηλά το κεφάλι. Στην όψη του ήταν απλωμένη η Χριστιανική ηρεμία και γαλήνη. Και όλο σιγόψελνε όμορφα και κατανυκτικά".
Κάποιος άλλος που ήταν μαζί του στην φυλακή, έλεγε ότι ο Πατέρας Ιωακείμ ήταν σπάνιος κληρικός. Όλες τις ώρες που έμεινε εκεί, έψελνε και προσευχόταν με ευλάβεια.
Είχε βαθιά πίστη, κι αυτό τον έκανε να μην χάσει το θάρρος του ως την τελευταία στιγμή. Όλοι τον θαύμαζαν. Όταν μια μέρα ο Γερμανός φρουρός τον πείραξε περιφρονητικά για τον κλήρο, αυτός με αξιοθαύμαστο θάρρος απάντησε:
"Είμαι Έλληνας παπάς και θα πεθάνω για την θρησκεία και την Ελλάδα".
Τον πήραν από την φυλακή μαζί με άλλους πενήντα στρατιώτες και όταν τους ντουφέκισαν ο Ιωακείμ ζητωκραύγασε: "Για την Πατρίδα".
Ήταν 3 Ιουλίου 1943....
ΑΘΑΝΑΤΟΣ