Ἦταν 23 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Παρασκευή.
Ὁ Κεχαγιάμπεης εἶχε καλέσει ὅλους τους ντόπιους Τούρκους σὲ σύσκεψη στὸ σεράι τὶς πρωινὲς ὧρες γιὰ νὰ ληφθοῦν ὁριστικὲς ἀποφάσεις.
Μολονότι ἡ πρόταση τοῦ Ἐλμὰζ (ἀρχηγοῦ τῶν Ἀλβανῶν) νὰ παραλάβει μαζί τους τοὺς ἐπίσημους Τούρκους καὶ τὰ χαρέμια δὲ φαινόταν ὅτι θὰ γίνει δεκτή, οἱ ἐπίσημοί της Τριπολιτσᾶς ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἐλπίζουν ὅτι θὰ ἀναχωροῦσαν στὸ τέλος μαζὶ μὲ τοὺς Ἀλβανούς, παρὰ τὴ σχετικὰ ψυχρότητα ποὺ εἶχε ἀναπτυχθεῖ, ἐξαιτίας τῆς χωριστῆς συμφωνίας ποὺ εἶχαν συνάψει οἱ Ἀλβανοὶ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη.
Φαντάζονταν ὅτι τὸ νὰ συμπεριληφθοῦν σὲ ἐκείνους ποὺ θὰ ἔφευγαν ἦταν ἁπλῶς ζήτημα περισσοτέρων χρημάτων. Καὶ ἦταν τόσο μεγάλη ἡ πεποίθησή τους αὐτή, ὥστε ἡ Ἐσμὰ χανοὺμ τοῦ Χουρσὶτ πασᾶ, παρήγγειλε στοὺς Ἀλβανοὺς μπέηδες νὰ πάρουν μαζί τους στὸ σεράι τὸν Φωτάκο γιὰ νὰ παρακαλέσει τὸν Κολοκοτρώνη νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ πάρει μαζί της κατὰ τὴν ἀναχώρησή της καὶ δύο χριστιανοὺς ὑπηρέτες της, γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν ἀποφασισμένη νὰ προσφέρει ὅσα χρήματα θὰ τῆς ζητοῦσαν. Λὲς καὶ εἶχε ἐξασφαλιστεῖ ἡ ἴδια, φρόντιζε καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους της. Ὁπωσδήποτε γιὰ τὴ μέρα ἐκείνη δὲν προβλεπόταν κάτι ἔκτακτο.
Οὔτε οἱ Ἀλβανοὶ ἐπρόκειτο νὰ φύγουν ἀκόμη, ἀφοῦ τὸ σύμφωνό της ἐλεύθερης ἀναχώρησης δὲν εἶχε ὑπογραφεῖ, οὔτε οἱ ὅμηροι ποὺ θὰ παρεῖχαν οἱ Ἕλληνες ἀρχηγοὶ στοὺς Ἀλβανοὺς ὡς ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀσφαλῆ τους πορεία μέχρι τὴν Κόρινθο, εἶχαν μεταβεῖ στὴν Τριπολιτσά. Ἐπικρατοῦσε τόση ἠρεμία ὥστε ἡ Ἐσμὰ χανοὺμ νόμιζε ὅτι εἶχε καιρὸ γιὰ νὰ κάνει διάφορες ἐνέργειες διευκολύνσεων κατὰ τὴν ἀναχώρηση.
Ἀλλὰ συνέβη ἕνα γεγονὸς ποὺ ὀφειλόταν στὴν πρωτοβουλία καὶ τὸ κατόρθωμα ἑνὸς Ἕλληνα, τὸ ὁποῖο ἀνέτρεψε ὅλα τα σχέδια καὶ ποὺ οὔτε οἱ Τοῦρκοι τὸ περίμεναν, οὔτε οἱ Ἕλληνες ἀρχηγοὶ τὸ εἶχαν προβλέψει γιὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ὁ Μανώλης Δούνιας ἀπὸ τὸν Πραστὸ ποὺ ἀνῆκε στὸ σῶμα τῶν Ἁγιοπετριτῶν ποὺ κατεῖχαν τὴ Βολιμή, σὲ ἀπόσταση ἑνὸς τετάρτου τῆς ὥρας ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Ναυπλίου, εἶχε ἀναπτύξει τὶς τελευταῖες ἐκεῖνες ἡμέρες σχέσεις μὲ τοὺς Τούρκους ποὺ βρίσκονταν στὸν προμαχώνα ποὺ βρισκόταν κοντὰ σὲ ἐκείνη τὴν πύλη. Τέτοιες ἐπικοινωνίες μεταξὺ Τούρκων καὶ Ἑλλήνων στρατιωτῶν εἶχαν ἀναπτυχθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Σεπτεμβρίου. Ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Ναυπλίου ἔβγαιναν καθημερινὰ Τοῦρκοι πυροβολητὲς καὶ ἀφελεῖς Ἀνατολίτες, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦταν τοποθετημένοι στὸν προμαχώνα, καὶ συναντιόνταν μὲ τὸ Δούνια ποὺ γνώριζε τουρκικὰ καὶ μὲ τοὺς Σπετσιῶτες Αὐραντίνη καὶ Γκίκα Ρουμάνη.
Ὁ Δούνιας εἶχε ἀναγνωρίσει μεταξύ των Τούρκων πυροβολητῶν κάποιον ποὺ τὸν εἶχε δεῖ ἄλλοτε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου εἶχε ζήσει καὶ ἐκεῖνος. Φρόντισε νὰ συναντηθοῦν μπροστὰ ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς πύλης, ποὺ τὰ ὀνόμαζαν Ἀρμένικα, μίλησε στὸν Τοῦρκο γιὰ τὴν παλιά τους γνωριμία ἢ τὸν ἔπεισε ὅτι εἶχαν γνωριστεῖ, χωρὶς πράγματι αὐτὸ νὰ ἔχει συμβεῖ, καὶ κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη του μὲ τοὺς ἐγκάρδιους τρόπους του καὶ μὲ τὴν καλὴ γνώση τῆς τουρκικῆς γλώσσας. Τοῦ πρόσφερε τότε γεῦμα στὸ στρατόπεδο τῶν Ἁγιοπετριτῶν καὶ ἔπειτα τὸν ὁδήγησε πάλι μέχρι τὴν πύλη. Ἔπρεπε νὰ κερδίσει μὲ κάθε τρόπο τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Τούρκου.
Στὶς 22 Σεπτεμβρίου πῆγε πάλι μέχρι τὴν πύλη καὶ ὄχι μόνο πρόσφερε στὸν Τοῦρκο ψωμὶ καὶ ἄλλα τρόφιμα, ἀλλὰ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι ἂν καταλαμβάνονταν ἡ πόλη ἢ ἂν ὁπωσδήποτε ἤθελε νὰ φύγει, θὰ τὸν ἔπαιρνε ὑπὸ τὴν προστασία του καὶ θὰ τὸν ἔστελνε μὲ ἀσφάλεια στὸ Λεωνίδιο γιὰ νὰ μεταβεῖ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν πατρίδα του. Εἶναι πολὺ πιθανὸ κατὰ τὴν συνάντηση αὐτὴ ὁ Τοῦρκος πυροβολητὴς νὰ ἐμπιστεύτηκε στὸ Δούνια ὅτι ὁ Κεχαγιάμπεης εἶχε προσκαλέσει ὅλους τους Τούρκους σὲ συνέλευση γιὰ τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ στὸ σεράι καὶ ὅτι αὐτὸς τὴν ὥρα ἐκείνη θὰ ἔμενε ὡς φρουρὸς τῆς πύλης τοῦ Ναυπλίου.
Ὁπωσδήποτε ὁ Δούνιας ἀποφάσισε νὰ πραγματοποιήσει εἰσβολὴ ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Ναυπλίου τὴν ὥρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι, ὄχι μόνο οἱ κάτοικοι, ἀλλὰ καὶ οἱ περισσότεροι στρατιωτικοὶ θὰ ἦταν συγκεντρωμένοι στὸ σεράι. Τὴν ἑπομένη τὸ πρωί, ἀφοῦ συνεννοήθηκε μὲ πολλοὺς συναδέλφους του, χωρὶς νὰ ἀνακοινώσει τίποτα στοὺς ἀρχηγούς, πῆγε μὲ δυὸ συντρόφους τοῦ μπροστὰ στὴν πύλη καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν γνωστό του Τοῦρκο νὰ τὸν ἀνεβάσει στὰ τείχη γιὰ νὰ δεῖ τὸ τηλεβολοστάσιο. Πενήντα Ἕλληνες στρατιῶτες, τοὺς ὁποίους εἶχε συγκεντρώσει ὁ Δούνιας ἀπὸ τὰ κυνουριακὰ σώατα τοῦ Ἄγνωστη Κονδάκη, τοῦ Γιώργου Μιχαλάκη, τοῦ Σαράντη, τοῦ Π. Ζαφειρόπουλου, τοῦ ἀρχιμαδρίτη Ἰερόθεου Ἀθανασόπουλου καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Π. Κεφάλα, ἐνέδρευαν κοντὰ στὴν πύλη.
Ὁ Τοῦρκος πυροβολητὴς ἀνύποπτος, καὶ ἀφοῦ ἀπὸ μέρες εἰσέρχονταν στὴν πόλη Ἕλληνες, χωρὶς νὰ ἀποδίδεται σὲ αὐτὸ ἐξαιρετικὴ σημασία, δέχτηκε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Δούνια καὶ τοὺς δυὸ συντρόφους του, τὸν Αὐραντίνη καὶ τὸν Ρουμάνη. Τοὺς κρέμασε σχοινιά, μὲ τὰ ὁποῖα ἀναρριχήθηκαν. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι μόλις ἀνέβηκαν ἐπάνω καὶ βεβαιώθηκαν ὅτι δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖ ἄλλοι πυροβολητές, οὔτε φρουροί, συνέλαβαν ἀμέσως τὸν Τοῦρκο, τὸν ἔδεσαν καὶ ἔκαναν σινιάλο στοὺς συντρόφους τους ποὺ παραμόνευαν ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη νὰ ἀνεβοῦν.
Ἀμέσως ἔσπευσαν ὅλοι, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, νὰ ἀναρριχηθοῦν ἀπὸ τὰ κρεμασμένα ἐκτός των τειχῶν σχοινιὰ ποὺ ἦταν δεμένα ἀπὸ τὰ κανόνια. Ἀπὸ τὸ γεγανὸς αὐτὸ πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ Δούνιας εἶχε ἐπιλέξει ναυτικοὺς ποὺ βρίσκονταν στὰ κυνουριακὰ σώματα καὶ οἱ ὁποῖοι ἤξεραν τὴν τέχνη τῆς ἀναρρίχησης. Στὴ συνέχεια κατέβηκαν στὴν πύλη, ἔσπασαν τὰ σίδερά της καὶ τὴν ἄνοιξαν ἐνῶ πάνω στὸ σπίτι τοῦ Μουσταφάμπεη ὑψωνόταν ἡ ἑλληνικὴ σημαία καὶ ταυτόχρονα ὁ Αὐραντίνης ἔστρεφε πρὸς τὴν πόλη ἕνα κανόνι. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκπληκτικὴ αὐτὴ ἐπιτυχία τὰ σώματα ποὺ βρίσκονταν στὴ Βολιμή, ὅρμησαν ταχύτατα πρὸς τὴν ἀνοιχτὴ πύλη τοῦ Ναυπλίου. Ἦταν ἐννιά το πρωί. Ἀμέσως ἀνοίχτηκε ἡ πύλη τοῦ Μυστρὰ καὶ μπῆκαν ἀπὸ ἐκεῖ τα σώματα μὲ ἐπικεφαλεῖς τὸν ἐπίσκοπο Βρεσθένης, τὸν Κεφαλά, τὸν Παπατσώνη, τὸν Κρεββατὰ καὶ τὸν Γιατράκο, ἐνῶ οἱ Γορτύνιοι ὑπὸ τὸν Δημήτριο Δηληγιάννη ὅρμησαν ἀπὸ τὸ ὀχύρωμα τοῦ Μαντζαγρᾶ καὶ ἀνέβηκαν στὸν προμαχώνα τοῦ σεραγιοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἄνοιξε ἡ πύλη τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἀπὸ τὴν ὁποία μπῆκαν στὴν πόλη ἄλλοι Γορτύνιοι, Μανιάτες, Ὀλύμπιοι, Τριπολιτσιῶτες καὶ Μεγαλοπολίτες. Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα ὅλες οἱ πύλες εἶχαν ἀνοιχτεῖ καὶ ἡ εἰσόρμηση τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων γινόταν ἀπὸ ὅλα τα σημεῖα.
Οἱ Τοῦρκοι ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι στὸ σεράι ἔμειναν ἐμβρόντητοι ὅταν ἄκουσαν τοὺς πρώτους πυροβολισμοὺς τῶν κυνουριακῶν σωμάτων καὶ εἶδαν ὅτι τὸ παλάτι βαλλόταν ἀπὸ τὰ κανόνια τῆς πύλης τοῦ Ναυπλίου ποὺ τὰ εἶχε γυρίσει ἤδη ὅλα πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁ Αὐραντίνης.
Μετὰ τὴ πρώτη σύγχυση ἔτρεξαν ἀμέσως στὰ σπίτια τους γιὰ νὰ σώσουν τὶς οἰκογένειές τους ἀντὶ νὰ σπεύσουν στοὺς προμαχῶνες γιὰ νὰ ἀναχαιτίσουν τὴν προέλαση τῶν εἰσβολέων. Οἱ Ἕλληνες κατόρθωσαν ταχύτατα νὰ γίνου κύριοί των περισσότερων προμαχώνων. Οἱ λίγοι Τοῦρκοι στρατιῶτες ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν μπροστὰ στὴν ὁρμὴ τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων ἐνῶ ἄλλοι σκοτώθηκαν ἐπὶ τόπου.
Ἄρχισε κατόπιν μάχη μεταξὺ ἐπιτιθεμένων καὶ ἀμυνομένων ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς πύλης μέχρι τὸ σπίτι τῆς Καστριτάκαινας. Ἀλλὰ οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες, περισσότεροι πιὰ ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐνῶ ἐξέρχονταν ἀπὸ τὴν πύλη οἱ Ἀλβανοί, ἔσπευσαν πρὸς τὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὸ ὁποῖο ἐφορμοῦσαν τὰ περισσότερα ἑλληνικὰ σώματα. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἡ σύγκρουση μαινόταν σφοδρὴ μεταξύ των ἀντιμαχομένων ἐνῶ ἀπὸ τὴν Μεγάλη τάπια ὅπου εἶχαν κλειστεῖ πολλοὶ Τοῦρκοι πυροβολητὲς μαζὶ μὲ τὸν Τσεκούρα, ρίχνονταν κανονιοβολισμοὶ πρὸς τὸ μέρος ποὺ κινοῦνταν τὰ ἑλληνικὰ σώματα. Ἐπίσης εἶχαν κλειστεῖ σὲ δυὸ μεγάλα σπίτια ἀρκετοὶ Τοῦρκοι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πυροβολοῦσαν τοὺς εἰσβολεῖς.
Παρόλο τὸν ἀρχικὸ αἰφνιδιασμό, ἀντιτάχθηκε ἔνοπλη ἄμυνα κατὰ τὴν ὁποία σκοτώθηκαν ἀρκετοὶ Ἕλληνες στρατιῶτες. Ἀλλὰ οἱ Τοῦρκοι ποὺ μάχονταν στοὺς δρόμους δὲν κατόρθωσαν νὰ κρατηθοῦν παρὰ μόνο δυὸ ὧρες καὶ κατόπιν οἱ ἐφορμήσαντες Ἕλληνες πλημμύρισαν τὴν πόλη μαινόμενοι, μετὰ ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκείνη ἀντίσταση ποὺ στοίχισε ἑλληνικὸ αἷμα.
Διονυσίου Κόκκινου, Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, ἐκδόσεις Μέλισσα, 1974