«Το παρόν, τίποτε άλλο· μόνο το παρόν. Το παρελθόν δεν υπήρξε. Καθόλου» γράφει ο Ζ. Π. Σαρτρ στην περίφημη «Ναυτία».
Όποια ερμηνεία κι αν δώσουμε σε αυτή τη φράση, αρκεί να βρεθούμε μπροστά σε ένα μείζον επίτευγμα γραφής για να νιώσουμε τον τρόπο που καταλύεται ο χρόνος, όταν, με αφορμή μια ιστορική περιπέτεια, ξετυλίγεται κάτι μοναδικό, κάτι που υπερβαίνει τα ονόματα τη στιγμή ακριβώς που τα απαθανατίζει στη βίβλο της όντως Ζωής.
Επιζών μιας καταστροφής όχι μόνο της Ιστορίας του κόσμου, αλλά και μιας ειδικής ιστορίας του πόνου των ανθρώπων και των πραγμάτων, ο Κυριάκος Μαργαρίτης, εκκινώντας από το τραγικό μεγαλείο του αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), ορθώνει ένα μοναδικό μνημείο στα εννέα απαγχονισμένα παιδιά του Αγώνα, «μια γραφή στο νερό και στην άμμο για το έσχατο Έψιλον», παρασκευάζοντας εν τέλει ένα σπάνιας αξίας για τη λογοτεχνία και κυρίως για τη ζωή ίαμα.
Η σκηνογραφία ξεκινά με τον αφηγητή να βρίσκεται στο Hotel Savoy του Λάνκασιρ για να συναντήσει το φάντασμα του αρχιδημίου των κεντρικών φυλακών Λευκωσίας. Ο σκοπός δεν είναι η εκδίκηση, μα ούτε η κατανόηση. Είναι κάτι πολύ σπουδαιότερο. Είναι μια απόπειρα συμφιλίωσης και αποκατάστασης των πάντων. Ένα πάθος για την επανένωση πάντων με την άμπελο της ανθρωπότητας, για την επανασύνδεση όλων των κλημάτων, καλών ή πονηρών, αθώων ή ενόχων. Πάθος που χωρίς να υποβαθμίζει τη βοή των υδάτων από το ιερό και δίκαιο αίτημα των Κυπρίων, συνάπτεται με την ενότητα της πίστεως, χάρη σε εκείνα τα εννέα παιδιά που μας έμαθαν να υφαίνουμε τα αόρατα νήματα της ζωής με το άρρητο ρήμα, το υπέρ παν Όνομα.
Πρόκειται συνεπώς για την ιστορία ενός αμνημόνευτου μέλλοντος και του στεναγμού του που ο συγγραφέας αναλαμβάνει να καταγράψει μέσα από μια μείζονα φιλοδοξία: με ένα Χρονικό, μια νέα «Κρόνακα», στο πρότυπο της μεσαιωνικής χρονογραφίας του Λεόντιου Μαχαιρά. Ένα έπος που θα δροσίζει το μέτωπο, θα ζεσταίνει το στήθος.
Εγκρατής της βιβλικής γλώσσας και του έλληνος ευαγγελικού λόγου, ο Μαργαρίτης είναι απολύτως ικανός για ένα τέτοιο εγχείρημα. Όντας ο πιο γερός συνεχιστής του Πεντζίκη, ακόμη πιο στέρεος ίσως, απλώνει έναν τέλεια υφασμένο πολύχρωμο τάπητα ιστόρησης που αρχίζει από το τέλος του μοντέρνου κόσμου και της αφήγησής του. Με ιδεώδη ενότητα μορφής και περιεχομένου, σε μια ενότητα που ορίζεται ως μυθιστόρημα και επεκτείνεται ώς την ιδέα της θεανθρώπινης ένωσης, με φαντασία και λόγο που συνδέει συναξάρια αγίων, με την ιερή συναίσθηση πως «Ρητορικωτέρα Ρημάτων Δακρύων Ροή», ο Μαργαρίτης θέτει ως απαρχή του καινού χρόνου τα «Φυλακισμένα Μνήματα» με σύμβολο την Αγχόνη, το όργανο που συνθλίβει την τυπική ατιμία ενός μέσου εκτέλεσης, αφού χάρη στους σπασμένους αυχένες των εννέα παιδιών αποκαθίσταται η τιμή του κόσμου και ιερουργείται μια νέα συζυγία.
Με το εν προόδω αυτό έργο δεν μας ανασυστήνεται απλώς η Κύπρος που αποχαιρετά το χαμένο για πάντα σε τούτο τον κόσμο βασίλειο της Ενώσεως. Οικοδομείται ένα μοντέρνο έπος – χρονικό που αφορά όχι μόνο τους Έλληνες, Ελλαδικούς ή Κύπριους, αλλά τον ευρωπαϊκό κόσμο εν όλω. Όντας «της οδύνης μουρούζης» (κατά τον στίχο του Κυρ. Χαραλαμπίδη), ο Μαργαρίτης ζυγίζοντας τον βίο και το βιος του σύγχρονου ανθρώπου, μπορεί να το βρίσκει λειψό, μα ούτε ελπίζει ούτε απελπίζεται. Στον κόσμο αυτό που δεν είναι ένα απέραντο ξενοδοχείο (Σεφέρης), μα απέραντο νοσοκομείο, ξέρει πως μόνη περίθαλψη είναι ο αναστάσιμος χαιρετισμός των Εννέα που «πλήρεις πνοής αθανάτου σκύβουν και δίνουν τα χείλη στον ζώνεκρο, στο ανθρώπινο γένος». Η εισπνοή της ανάσας τους ζεσταίνει ακόμη και τον δήμιό τους. Πράγματι. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να αναπνέει κρυφά, όταν «το ιερό ξύλο γίνεται σχοινί αγχόνης και οι εννέα κλωστές υφαίνουν τον κάθε κόμπο στο υπέρ του χρόνου ωρολόγιο».
Δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε, από την άποψη της μορφής, πως σε έναν διαρκώς παροντικό χρόνο αφήγησης, ο συγγραφέας, διαλύοντας κάθε εκφορά που ορίζεται ως «ιστορικό μυθιστόρημα», δεν παρασύρεται σε μια μεταγλώσσα ή μια μεταμοντέρνα συρραφή. Η χρήση ποικιλίας τεχνικών θα απέβαινε μάταιη αν δεν υπήρχε κυριαρχία επί της γλώσσας, αν τα γεγονότα δεν ήταν τόσο θερμά, αν τα χρώματα δεν ήταν τόσο ζωντανά. Στους «Εννέα» η εσωτερική μαγεία γίνεται χωρίς δυσκολία εξωτερική και όλα περιγράφονται εν δράσει. Η συνομιλία με την Ιστορία δεν είναι συνομιλία με το παρελθόν, αλλά επίκληση του μέλλοντος αιώνος. Η συμπύκνωση της ανθρώπινης εμπειρίας στο εφήμερο παρόν δεν μπορεί να ακυρώσει τη μυστική αλήθεια, πως παρελθόν και παρόν ενοικούν στο μέλλον, έστω κι αν χρειαστεί να περάσουμε από μια άβυσσο. Αν καταφέρουμε «ποιητικά να κατοικούμε την άβυσσο», ουδέποτε θα πάψει να τελείται το ερωτικό γεγονός το οποίο ιδρύουν οι ανάσες των θυμάτων της Ιστορίας.
Κάπως έτσι, παρελθόν και μέλλον γίνονται αιώνιο παρόν, όπως το έβλεπαν τα μάτια εκείνου του παιδιού που το έλεγαν Ευαγόρα Παλληκαρίδη, όταν κάρφωνε τα μάτια προς τη δύση, προσμένοντας να δει μια υποψία βουνού, μια κορδέλα καπνού να μαχαιρώνει τον ορίζοντα. Την εικόνα αυτή την είδε και την περιέγραψε μοναδικά ο Κυριάκος Μαργαρίτης. Κι είμαι βέβαιος πως θα τη δει και ο επαρκής αναγνώστης που δεν έχει παραιτηθεί από την ελπίδα του καινού χρόνου.
Κυριάκος Μαργαρίτης
Εννέα
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελ.: 464
Του Κώστα Χατζηαντωνίου από το Ποντίκι