Σαν σήμερα απάντησε ο Αυτοκράτορας στην πρόταση του Μωάμεθ Β΄
Η τελευταία αναλαμπή πριν το σκοτάδι που κράτησε τέσσερις αιώνες.
Μωάμεθ Β΄: Γίνωσκε τα του πολέμου ήδη απήρτησθαι· και καιρός έστιν από του νυν πράξαι το ενθυμηθέν προ πολλού παρ’ ημίν νυν· την δε έκβασιν του σκοπού τω Θεώ εφίεμεν. Τι λέγεις; Βούλει καταλιπείν την πόλιν και απελθείν, ένθα και βούλει, μετά των σων αρχόντων και των υπαρχόντων αυτοίς, καταλιπών τον δήμον αζήμιον είναι και παρ’ ημών και παρά σου; ή αντιστήναι και συν τη ζωή και τα υπάρχοντα απολέσεις συ τε και οι μετά σε, ο δε δήμος αιχμαλωτισθείς παρά των Τούρκων διασπαρώσιν εν πάση τη γη; (Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες.
Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ’ όλη τη γη;)
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Ει μεν βούλει, καθώς και οι πατέρες σου έζησαν, ειρηνικώς συν ημίν συζήσαι και συ, τω Θεώ χάρις. Εκείνοι γαρ τους εμούς γονείς ως πατέρας ελόγιζον και ούτως ετίμων, την δε πόλιν ταύτην ως πατρίδα· και γαρ εν καιρώ περιστάσεως άπαντες εντός ταύτης εισιόντες εσώθησαν και ουδείς ο αντισταίνων εμα- κροβίω. Έχε δε και τα παρ’ ημίν αρπαχθέντα αδίκως κάστρα και γην ως δίκαια και απόκοψον και τους φόρους τόσους, όσους κατά την ημετέραν δύναμιν, κατ’ έτος του δούναι σοι και άπελθε εν ειρήνη. Τι γαρ οίδας, ει θαρρών κερδάναι ευρεθής κερδανθείς; Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν έστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών.
(Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλος της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας και φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της· γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας)