Το χρονικό της Άλωσης:
Οι σύμβουλοι (σύντροφοι καλύτερα να πούμε) προτρέπουν τον Βασιλέα να φύγει.
Ο Ιουστινιάνης με την αγωνία του φίλου τον παρακαλεί να μπει σʹ ένα δικό του καράβι.
Ο Κωνσταντίνος όμως δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτικός άνδρας:
«Εάν έφευγα τι θα έλεγε για μένα η οικουμένη; Σας ικετεύω μην με παρακαλάτε να φύγω. Επιθυμώ να πεθάνω εδώ μαζί σας» απαντά.
Και απαντά στον Μωάμεθ:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ˙ κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Λόγια του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Δραγάτση Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρώμης, προς τον Οθωμανό Μωάμεθ Β΄, που του ζητούσε την παράδοση της Πόλης με «αντάλλαγμα» τη ζωή του και όλα του τα πλούτη.
Από
τα παράθυρα του παλατιού φτάνουν οι κραυγές των Οθωμανών. Ο Μωάμεθ τους
τάζει γλέντι τριών ημερών εάν του φέρουν την Βασιλεύουσα κι εκείνοι
υποδέχονται την υπόσχεση με ζητωκραυγές, χορούς και τυμπανοκρουσίες.
Ο Αυτοκράτορας δεν αντέχει άλλο: ξεσπά σε κλάματα για την Πόλη που χάνεται, προδομένη από “φίλους” και προπάντων διχασμένη…