Έτος 1300 και ερημίτες μοναχοί, απλώνονται στις γύρω δύσβατες σπηλιές του όρους Κάκαβου στη Λήμνο γυρεύοντας τον Θεό.
Ανήκουν στην αγιορείτικη μονή της Μεγίστης Λαύρας και όταν αποφάσισαν να χτίσουν κάπου εκεί ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, έφτιαξαν τελικά τον έναν και μοναδικό Ορθόδοξο ασκεπή ναό σε όλη την Οικουμένη.
Πέρασαν τόσα χρόνια και η περιοχή ερήμωσε εντελώς, ‘λειψαν κι οι μοναχοί και απέμεινε μονάχα ο τελευταίος και τότε πια κατάλαβε πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να φύγει και να εγκατασταθεί πέρα, στο Άγιο Όρος.
“Η Παναγία η Κακαβιώτισσα” μιας σπάνιας, παράξενης σχεδόν, τεχνοτροπίας εικόνα όσο και ο Ναός. Ήτανε πια στα χέρια του και ήξερε πως έπρεπε αυτή να μείνει εδώ. Σίγουρα την ασπάστηκε για μια στερνή φορά, προτού να την εμπιστευτεί σε έναν ντόπιο βοσκό με μόνη προτροπή, μία φορά τον χρόνο, την Τρίτη κάθε Πάσχα να λειτουργείται εκεί όπου ανήκει. Στον ασκεπή Ναό.
Λέγεται ότι ο μοναχός, άφησε τα βουνά και βρέθηκε για πρώτη του φορά σε μια χρυσή ακτή της Λήμνου. Απέναντι απ’ τη θάλασσα, του Άθωνα το περίγραμμα φαίνεται καθαρά. Ο ήλιος βασιλεύει πίσω από τις κορφές του. Τότε άνοιξε απλά τα χέρια του και με το ράσο του ως βάρκα έφυγε κατά ‘κει.
Το ξωκλήσι της Παναγίας της Κακαβιώτισσας πράγματι λειτουργείται και εορτάζει κάθε Λαμπροτρίτη (Τρίτη του Πάσχα ή της Διακαινησίμου) έως τις μέρες μας, καθώς και στις 15 Αυγούστου, με πλήθος προσκυνητών.
Τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου μετά από πεζοπορία σε ένα άνυδρο, άγριας ομορφιάς τοπίο, ακούει κανείς από ψηλά, στο κοίλωμα του βράχου, τον μόνο θόρυβο εκεί, τα τιτιβίσματα πουλιών όταν πετάνε δίπλα, στο κενό, με μια μεγαλειώδη ηχώ.
Έχουν αναφερθεί και θαύματα, πως κάπου κάπου ακούγονται οι ψαλμωδίες εκείνων των παλιών Πατέρων της ερήμου.